Του Γιώργου Χρυσάνθου
AdvertisementΜαρία – Κάτοικος Λαζανιάς,“Τις ευχές σου… Να έχετε τις ευχές μου και που τα 20 μου νύχια!”
Ο σημερινός πρωινός καφές ψήθηκε από χέρια κουρασμένα αλλά καθαρά, σε ένα χωριό κοντά στον Μαχαιρά, τον Λαζανιά. Τα χέρια της κυρίας Μαρίας, η οποία τις περισσότερες ημέρες του χρόνου ζει τη δική της μοναξιά, εκφράζοντας το συνηθισμένο παράπονο μιας γενιάς που είδε παιδιά και εγγόνια να φεύγουν όλα για μια καλύτερη ζωή πιο κοντά στην πόλη.
Μαρία – Κάτοικος Λαζανιάς,“Αχ μάνα μου και με έκαψαν αυτά τα παιδιά μου. Μέχρι τα Περβόλια της Λάρνακας έχω κόρη. Ε μα ο καθένας όπου βρει το τυχερό του. Αν έμενα όμως δεν θα ήταν άσχημα!”
Παλαιχωρίτισσα στην καταγωγή ακολούθησε τον άντρα της στον Λαζανιά, σε εποχές δύσκολες, όταν οι άνθρωποι δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ για να ζήσουν τα παιδιά τους. Και εδώ και αρκετό καιρό είναι η μοναδική μόνιμη κάτοικος του χωριού.
Μαρία – Κάτοικος Λαζανιάς, “To χωριό ήταν γεμάτο που ήρθα. Σιγά σιγά άλλοι έφυγαν και άλλοι πήγαν εκεί δίπλα στην εκκλησία (νεκροταφείο) και έμεινα μόνη μου”
Οι θύμησες από τα παλιά χρόνια αρκετές, σε μια γειτονιά στην οποία ζούσαν δεκάδες οικογένειες.
Μαρία – Κάτοικος Λαζανιάς,‘Το καλοκαίρι βγαίναμε όλη στη γειτονιά και γέμιζε το στενό.”
Την καθημερινότητα της φροντίζει πάντως να την γεμίζει με δραστηριότητες.
AdvertisementΜαρία – Κάτοικος Λαζανιάς,“Θα σηκωθώ, θα κάνω τις δουλείες μου, θα κατέβω στα φύλα, να καθαρίσω. Μετά το απόγευμα, τηλεόραση.”
Παράξενες για την ίδια ήταν οι μέρες της πανδημίας, αφού στην ουσία ζούσε σε καραντίνα, μέσα στην δική της καθημερινή και από επιλογή, καραντίνα!
Μαρία – Κάτοικος Λαζανιάς,“Μου ψώνιζαν και μου έφερναν τα πράγματα εδώ στον δρόμο και έφευγαν. Εδώ είναι που λιώνεις. Δηλαδή είσαι η μοναδική που δεν κινδύνευες με τον κορωνοϊό; Δεν φοβόμουνα πάντως!’
Αρνούμενη- σε κάθε παραίνεση των παιδιών της – να πάει στην πόλη για να την φροντίζουν τα παιδιά της. Αν και κάποιες φορές σχεδόν κατάφεραν να την πείσουν.
Μαρία – Κάτοικος Λαζανιάς,“Έκανα δύο τρεις βδομάδες. Είπα της κόρης μου, κόρη Βασιλική θα φύγω να πάω σπίτι μου. Ήρθαν με έφεραν πίσω και έμεινα.”
Η κυρία Μαρία έμαθε και ζει με τον δικό της τρόπο την καθημερινή μοναξιά.
Μαρία – Κάτοικος Λαζανιάς,“Εγώ πέρασα τη ζωή μου, διάβηκα, τώρα έμεινα μόνη μου. Έμαθα όμως, δεν με πειράζει.’