Του Γιώργου Χρυσάνθου
13 Μαρτίου 1957. Πλησιάζουν μεσάνυχτα. Τη σιωπή στις Κεντρικές Φυλακές σπάει μια βροντερή φωνή. Ήταν ο ανυπόταχτος Ευαγόρας ο οποίος σε πείσμα των κατακτητών ψέλνει τον Εθνικό Ύμνο. Ακούει τις μπότες των δήμιων του να πλησιάζουν και αυτός λέει στους συγκρατούμενους του.
«Γειά σας αδέλφια. Γεια σας λεβέντες. Ελπίζω να ‘μαι ο τελευταίος που εκτελούν. Αδέλφια συνεχίστε τον αγώνα. Εγώ βαδίζω στην αγχόνη γελαστός, αποφασιστικός, υπερήφανος».
Οι Άγγλοι του είχαν περάσει χειροπέδες στις 18 Δεκεμβρίου του 1956, όταν τον εντόπισαν να προσπαθεί να αλλάξει κρησφύγετο κοντά στην Λυσό της Πάφου, μεταφέροντας όπλα και τρόφιμα.
Πέρασε μερόνυχτα φρικτών βασανιστηρίων και όμως δεν λύγισε, δεν πρόδωσε, δεν απολογήθηκε. Και όταν ρωτήθηκε κατά την διάρκεια της δίκης, ήταν φειδωλός και γεμάτος ουσία.
«Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο.»
Παρά τις ογκώδεις διαδηλώσεις σε Κύπρο και Ελλάδα και παρά τα επίσημα αιτήματα προς την Βασίλισσα Ελισάβετ για απονομή χάρης σε ένα αμούστακο παιδί που δεν είχε κλείσει καλά καλά τα 18 του χρόνια, ήρθε η ώρα της αγχόνης.
Κάτι που θυμάται ο συναγωνιστής του Ευαγόρα, Γιώργος Στενιώτης ο οποίος παρευρέθηκε το πρωί στο μνημόσυνο του ήρωα στην Μητρόπολη Πάφου.
Advertisement«Η ψεσινή νύχτα σημάδεψε πράγματι τη ζωή μας, γιατί περιμέναμε να γίνει κάτι και ο Ευαγόρας να ζήσει.»
Και λίγες ώρες πριν φύγει από τον κόσμο τον επισκέφτηκε η οικογένεια του. Τους ζήτησε να μην κλάψει κανείς και ψύχραιμος και γαλήνιος τους είπε.
«Ορκίστηκα να πεθάνω για την Πατρίδα μου και ετήρησα τον όρκο μου.»
Ώρα 12.02, ξημερώματα 14ης Μαρτίου. Ο Βαγορής πήρε μιαν ανηφοριά, πήρε τα μονοπάτια και βρήκε τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά. Εκεί που βρίσκονται οι αθάνατοι.