της Ελίνας Σταματίου, Δημοσιογράφος, Νομικός-Εγκληματολόγος
Ποινικό Δίκαιο και Τέχνη. Δύο έννοιες εκ πρώτης όψεως εκ διαμέτρου αντίθετες. Από την μία έχουμε τη στεγνή συναισθημάτων ποινική δικαιοσύνη με τις απρόσωπες διατάξεις της, και από την άλλη τη γεμάτη εσωτερικότητα και αμφισημία τέχνη της ανθρώπινης έκφρασης. Θα μπορούσε να υπάρχει κάποιο κοινό σημείο αναφοράς αυτών των δύο; Η απάντηση βρίσκεται στη ζωή. Αυτή την τόσο απλή αλλά ταυτόχρονα και τόσο πολύπλοκη έννοια, που ενσωματώνει τα βιώματα, τα πάθη, τις επιθυμίες, τα καλά και τα κακά του ανθρώπινου είδους.
Το ποινικό δίκαιο, ένα κοινωνικό ουσιαστικά κατασκεύασμα ταγμένο να επιβάλλει την τάξη μέσα στην αταξία που επιφέρει η τριβή των ανθρώπων, σε ένα αναπάντεχο συναπάντημα με την τέχνη. Γιατί όχι; Δραματικά γεγονότα της ζωής άλλωστε, πάντα αποτελούσαν την καλύτερη πηγή έμπνευσης για τους ανθρώπους των τεχνών. Τι πιο δραματικό από έναν άνθρωπο καταδικασμένο σε θάνατο και τι πιο ανθρώπινο από την έντεχνη εξομολόγησή του μέσα από τον διάχυτο αληθινό λόγο του Βίκτωρος Ουγκώ. Και κάπως έτσι το ποινικό δίκαιο συναντά την τέχνη και η αυστηρή νόρμα του υποχωρεί, αποκαλύπτοντας τον άνθρωπο πίσω από τον νόμο, τη ζωή πίσω από το έγκλημα, το καλό πίσω από το κακό.
Ο Ουγκώ όταν έγραψε το έργο του “Η τελευταία μέρα ενός θανατοποινίτη” ήταν μόλις 27 ετών, αλλά η γνωριμία του με το ικρίωμα από μικρή ηλικία του έδωσε την ωριμότητα να αποτυπώσει με τον πιο καθαρό τρόπο τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τους φόβους ενός ανθρώπου καταδικασμένου σε θάνατο. Μέσα από την ειλικρίνια του έργου του ο Γάλλος λογοτέχνης κατάφερε να τραβήξει τη βαριά κουρτίνα του νόμου και να φανερώσει την αλήθεια πίσω από αυτήν. Μέσα από την αφήγηση του ήρωά του, άγγιξε θέματα όπως η παραβίαση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την εφαρμογή της θανατικής ποινής, οι επιπτώσεις στις οικογένειες των καταδίκων, το φαινόμενο της υποτροπής και οι ευθύνες της πολιτείας, δίνοντας με αυτό τον τρόπο την ευκαιρία στην κοινωνία να ξανά ζυγίσει τα συν και τα πλην, και γιατί όχι να αναθεωρήσει απόψεις παγιωμένες.
Ουγκώ: Ένας μπροστάρης της Δικαιοσύνης και της Δημοκρατίας
Ο Βίκτωρ Ουγκώ γεννήθηκε το 1802 στη γαλλική πόλη Μπεζανσόν και πέθανε το 1885 στο Παρίσι. Στα 70 παραγωγικά χρόνια της συγγραφικής του δίνης χάρισε στον πολιτισμό μερικά από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως οι “Άθλιοι” και “Η Παναγία των Παρισίων”.
Με ιδεολογικό προσανατολισμό που ενστάλαζε στο έργο του, ο Γάλλος εκπρόσωπος του Ρομαντισμού, δεν δίστασε να αναθεωρήσει στα μισά της ζωής του, και από φιλομοναρχικός συντηρητικός να ταχθεί στον κοινωνικό αγώνα, ως ριζοσπάστης δημοκρατικός, αγγίζοντας με την πένα του σημαντικά πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα της εποχής, ανάμεσα τους και η θανατική ποινή την οποία πολέμησε με πάθος μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ένας αριστουργηματικός μονόλογος από το παρελθόν
“Μέχρι τη θανατική καταδίκη αισθανόμουν να ανασαίνω, να πάλλομαι, να ζω στο ίδιο περιβάλλον με τους άλλους ανθρώπους . τώρα διέκρινα καθαρά κάτι σαν φράγμα ανάμεσα στον κόσμο και σ’ εμένα. Τίποτα δεν μου φαινόταν πια όπως πριν. Αυτά τα μεγάλα φωτεινά παράθυρα, αυτός ο ωραίος ήλιος, αυτός ο πεντακάθαρος ουρανός, αυτό το όμορφο λουλούδι, όλα αυτά φάνταζαν λευκά και χλομά, είχαν πάρει το χρώμα του σάβανου.”
Ο Ουγκώ “γνωρίστηκε” από πολύ μικρός με τη φρίκη του ικριώματος. Στα πέντε του κιόλας χρόνια (1807) είδε το νεκρό σώμα ενός καταδίκου που μόλις είχε απαγχονιστεί να κρέμεται από ένα δέντρο στην Ιταλία. Πέντε χρόνια αργότερα (1812) θα γίνει αυτόπτης μάρτυρας του τελευταίου περιπάτου ενός Ισπανού καταδικασμένου σε θάνατο, ενώ την ίδια χρονιά οι γαλλικές αρχές θα εκτελέσουν τον νονό του, στρατηγό Lahorie. Το 1820 παρακολούθησε την εκτέλεση του Louis Pierre Louvel, δολοφόνου του Δούκα του Berry, ενώ σύμφωνα με μαρτυρίες η εκτέλεση ενός νέου ανθρώπου που καταδικάστηκε για κάποιο έγκλημα πάθους το 1827, ήταν και το έναυσμα για τη συγγραφή της “Τελευταίας Ημέρας ενός Καταδίκου” (Morisi, 2020), όπως αποδιδόταν μεταφραστικά ο τίτλος στις πρώτες εκδόσεις που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα.
Το βιβλίο «Η Τελευταία Ημέρα ενός Θανατοποινίτη» γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και υπό την μορφή μονολόγου, ξετυλίγει τις σκέψεις και τα συναισθήματα ενός ανθρώπου καταδικασμένου σε θάνατο, όπως αυτά κορυφώνονται μέσα στις έξι εβδομάδες που μεσολαβούν από την καταδίκη του μέχρι τον δημόσιο αποκεφαλισμό του.
Το έργο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1829 ανυπόγραφο, ενώ ακολούθησε τρία χρόνια αργότερα δεύτερη έκδοση με την υπογραφή του Ουγκώ και έναν μακροσκελή του πρόλογο. Αν και δεν είναι ένα από τα γνωστότερα βιβλία του Γάλλου λογοτέχνη, η πρωτότυπη φόρμα γραφής του, αποτέλεσε έμπνευση για το «The Meek One» του Ντοστογιέφσκι (Hough, 2013), ο οποίος χαρακτήρισε την «Τελευταία Ημέρα ενός Θανατοποινίτη» ως το πιο αληθινό έργο του Ουγκώ.
Μία ιστορία αιώνων
“Λένε πως δεν είναι τίποτα, πως δεν υποφέρει κανείς, πως είναι ένα ήρεμο τέλος, ότι με τον τρόπο αυτόν ο θάνατος απλουστεύεται εντελώς. Ε! Τότε τι είναι λοιπόν αυτή η αγωνία των έξι εβδομάδων κι ο ανελέητος ρόγχος μιας ολόκληρης ημέρας; Τι είναι τα άγχη αυτής της αμείλικτης ημέρας, που κυλάει τόσο αργά και τόσο γρήγορα;”
Ο Σωκράτης και το κώνειο, από το βιβλίο της Mary Macgregor “The Story of Greece Told to Boys and Girls”, 1914
Η θανατική ποινή δεν είναι κάτι νέο . θα συναντήσουμε τους πρώτους σχετικούς νόμους στον Κώδικα του Βασιλιά Χαμουραμπί της Βαβυλώνας στον 18ο αιώνα π.Χ., οπόταν και προνοείτο για 25 διαφορετικά εγκλήματα (PDIC, 2021). Αλλά και λίγο αργότερα, στον 14ο αιώνα π.Χ., η θανατική ποινή θα αποτελέσει μέρος των προνοούμενων ποινών του Κώδικα του Χετίτη. Επτά αιώνες αργότερα, στα χρόνια των Δρακόντειων Νόμων της Αθήνας, η θανατική ποινή ήταν η μόνη προβλεπόμενη ποινή για όλα τα εγκλήματα, ενώ αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος και της Ρωμαϊκής Δωδεκαδέλτου Νομοθεσίας του 5ου αιώνα π.Χ. Τρόποι εκτέλεσης εκείνων των εποχών υπήρξαν: η σταύρωση, ο πνιγμός, ο ξυλοδαρμός μέχρι θανάτου, το κάψιμο και ο ανασκολπισμός –κοινώς παλούκωμα (FindLaw, 2019).
Στην Αμερική η πρώτη εκτέλεση εκτιμάται πως έλαβε χώρα στα 1608 διά τυφεκισμού, στο αποικιοκρατούμενο από τους Βρετανους Jamestown, της Virginia. Εκελεσθείς ο στρατηγός George Kendall, ο οποίος κρίθηκε ένοχος για κατασκοπία για λογαριασμό των Ισπανών (DPIC, 2021).
Στην Αγγλία μέχρι τα τέλη του 13ου αιώνα, ο απαγχονισμός ήταν η ποινή που προνοείτο για όσους είχαν διαπράξει το έγκλημα της προδοσίας. Από τα τέλη του 17ου μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, ο «Αιματηρός Κώδικας», όπως έμεινε στην ιστορία το τότε νομικό σύστημα της Βρετανίας, καθιέρωσε την εσχάτη των ποινών για περισσότερα από 200 αδικήματα. Το 1861, η θανατική ποινή καταργήθηκε για όλα τα εγκλήματα εκτός από τη δολοφονία, την εσχάτη προδοσία, τη βίαιη πειρατεία και τον εμπρησμό στα βασιλικά ναυπηγεία. Το 1965 έγινε πραγματικότητα η αναστολή της για τη δολοφονία, ενώ η κατάργησή της για το ίδιο αδίκημα ήρθε τέσσερα χρόνια αργότερα. Η πλήρης κατάργηση της θανατικής ποινής στη Βρετανία επιτεύχθηκε το 1998, καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο δυνατή την κύρωση από το ΗΒ, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Seal, 2018).
Στην Πρώτη Ελληνική Δημοκρατία η θανατική ποινή εκτελείτο διά τυφεκισμού, αλλά με την εισαγωγή του ποινικού κώδικα του 1834, ο τρόπος αυτός αντικαταστάθηκε με τον αποκεφαλισμό με γκιλοτίνα. Ωστόσο, λόγω πρακτικών δυσκολιών καθιερώθηκε ο τυφεκισμός ως εναλλακτική μέθοδος εκτέλεσης, μέχρι και το 1929 οπόταν ο τυφεκισμός αναγνωρίστηκε ως ο μόνος επίσημος τρόπος εκτέλεσης.
Η κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα, ήρθε με το σύνταγμα του 1975 σε περιόδους ειρήνης, εκτός από το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας σε περιόδους πολέμου. Ακολούθησε η κατάργηση της θανατικής ποινής από την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου με τον Νόμο 2172/1993, ενώ η κατάργησή της για οποιοδήποτε έγκλημα καθιερώθηκε το 2004.
Στην Κύπρο η θανατική ποινή καταργήθηκε για το έγκλημα του φόνου το 1983 και για όλα τα εγκλήματα το 2002. Οι τελευταίες εκτελέσεις έλαβαν χώρα στον χώρο των Κεντρικών Φυλακών τον Ιούνιο του 1962 (True Crime Library, 2015), ενώ πριν τη σύσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, το βρετανικό αποικιοκρατικό καθεστώς είχε εκτελέσει διά απαγχονισμού την περίοδο 1955-1959, εννέα συνολικά αγωνιστές της ΕΟΚΑ.
Απονομή δικαιοσύνης ή Έγκλημα;
™“Μέσα σ’ αυτά τα πρακτικά της σκέψης που ψυχορραγεί, σ’ αυτήν τη διαρκώς αυξανόμενη ένταση του πόνου, σ’ αυτό το είδος της πνευματικής νεκροψίας ενός θανατοποινίτη, δεν θα υπάρχει κάτι σαν μάθημα γι’ αυτούς που καταδικάζουν; Ίσως αυτό το ανάγνωσμα να κάνει ελαφρύτερο το χέρι τους, την επόμενη φορά που θα πρόκειται να ζυγίσουν σ’ αυτό που αποκαλούν ζυγαριά της δικαιοσύνης, ένα σκεπτόμενο κεφάλι, το κεφάλι ενός ανθρώπου.”
Όταν ένα χέρι αφαιρεί εκ προθέσεως μία ανθρώπινη ζωή, το χέρι αυτό διαπράττει μία δολοφονία. Όταν όμως η πράξη λειτουργεί υπό τη σκέπη του νόμου και των εντολών μιας πολιτείας, τότε αυτή η δολοφονία μεταφράζεται σε ποινή και το αποτέλεσμά της σε δικαιοσύνη.
Είναι όμως έτσι; Είναι δικαιοσύνη; Μέχρι ποιου σημείου μπορεί μία πολιτεία να νομοθετεί και μέχρι ποιο βαθμό δικαιολογείται να παραβιάζει δικαιώματα των πολιτών της στο όνομα του νόμου; Θα ήταν πολύ εύκολο να πούμε εξαρχής πως η θανατική ποινή σε κάθε περίπτωση δεν παύει από του να είναι ουσιαστικά ένα έγκλημα. Κάτι τέτοιο όμως, με την νομική ερμηνεία του όρου “έγκλημα” θα ήταν λάθος, γιατί από τη στιγμή που ένα κράτος την προβλέπει συνταγματικά και νομοθετικά δεν μπορεί ταυτόχρονα να δεχθούμε ότι παρανομεί.
Για να γίνει πιο ξεκάθαρο το τοπίο στον πιο πάνω προβληματισμό, θεωρώ αναγκαίο πρώτα, να απαντήσουμε στο ερώτημα του ποιας κοινωνίας θέλουμε να αποτελούμε μέρος και πόσο πρόθυμοι είμαστε να αφομοιωθούμε και να αφομοιώσουμε αξίες ευρύτερα αποδεκτές, όπως αυτές έχουν προκύψει μέσα από τη ζύμωση των εθνών στο διάβα των αιώνων.
Καλώς ή κακώς δεν επιθυμούν όλα τα κράτη να αποτελούν μέρος μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας, ούτε έχουν τη διάθεση να κάνουν εκπτώσεις σε αυτά που τα ίδια θεωρούν αναγκαία για τη συνέχιση της ύπαρξης και της εύρυθμης λειτουργίας τους. Σε αυτή την περίπτωση λοιπόν, ναι, αυτό που σήμερα για ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρωπότητας πάει ενάντια στις οικουμενικές αρχές και αξίες που έχουν ταχθεί για να προστατεύουν τον άνθρωπο και τα δικαιώματά του, για κάποιους άλλους αποτελεί κομμάτι της δικής τους δικαιικής πραγματικότητας και συνεπώς νόμιμη παρέμβαση της πολιτείας για αποκατάσταση της τάξης.
Τα πράγματα βέβαια σε ό,τι αφορά το δίκαιο δεν μπορούν να θεωρούνται δεδομένα εσαεί . οι καιροί αλλάζουν, οι άνθρωποι αλλάζουν και οι νόμοι επίσης. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως προβληματισμοί και ερωτήματα σαν τα παραπάνω, ήταν αυτά που αρχές του 19ου αιώνα άναψαν το πράσινο φως στην Ευρώπη, για τη δημιουργία του κινήματος που απαιτούσε την οριστική κατάργηση της θανατικής ποινής. Χρειάστηκαν βέβαια αρκετά χρόνια για να γίνει πραγματικότητα το όραμά τους και να φτάσουμε στο σήμερα να μιλάμε για ένα μακρινό και θλιβερό παρελθόν, το οποίο σε ό,τι έχει να κάνει με την Ενωμένη Ευρώπη, τουλάχιστον, δεν μπορεί να έχει πλέον θέση.
Η αιμοδιψής κοινή γνώμη
™“ Ω! Μπορεί να είναι αλήθεια ότι θα πεθάνω πριν τελειώσει η μέρα; Μπορεί να είναι αλήθεια ότι είμαι εγώ; Αυτός ο υπόκωφος θόρυβος από κραυγές που ακούω απέξω, αυτό το ποτάμι του εύθυμου λαού που σπεύδει ήδη στις αποβάθρες, αυτοί οι χωροφύλακες που ετοιμάζονται στους στρατώνες τους, αυτός ο παπάς με το μαύρο ράσο, αυτός ο άνθρωπος με τα κόκκινα χέρια, αυτός είναι για μένα!”
Το δημόσιο των εκτελέσεων ως τακτική, εξυπηρετούσε μία παράδοξη ικανοποίηση του κοινού αισθήματος δικαίου, ενώ παράλληλα λειτουργούσε ως ωμή έκθεση παραδειγματισμού για όσους βρίσκονταν ένα στάδιο πριν την υλοποίηση ανάλογων εγκληματικών σχεδίων. Από την άλλη όμως η εκτέλεση ενός ανθρώπου σε δημόσια θέα ανέκαθεν αποτελούσε μαγνήτη για την αιμοδιψή κοινωνία, που μέχρι σήμερα αρέσκεται σε εικόνες αληθινής βίας, και το αποδεικνύει περίτρανα κάνοντας κάθε φορά viral βίντεο τέτοιου είδους, όταν αυτά κυκλοφορούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Πάντως, σε κάποιες από τις χώρες όπου η θανατική ποινή βρίσκεται εν ισχύι, οι εκτελέσεις εξακολουθούν να διενεργούνται δημόσια, όπως για παράδειγμα ο αποκεφαλισμός στη Σαουδική Αραβία που γίνεται σε υπέθριο χώρο του δικαστηρίου, ανοικτό για το κοινό. «Είναι εκπληκτικό το πόσο ενθουσιάζεται ο κόσμος από το πόσο γρήγορα μπορεί το σπαθί να κόψει το κεφάλι ενός ανθρώπου από το υπόλοιπο σώμα του», θα πει μεταξύ άλλων ένας από τους πιο έμπειρους Σαουδάραβες εκτελεστές, ο Muhammad Saad al-Beshi, όταν κάποια στιγμή έδωσε συνέντευξη στο δίκτυο Saudi daily Arab News (Arab News, 2003).
Στις ΗΠΑ η τελευταία δημόσια εκτέλεση έλαβε χώρα το 1936 στο Κεντάκυ και έκτοτε απαγορεύτηκε. Ωστόσο κάποιες πολιτείες παρέχουν τη δυνατότητα για έναν συγκεκριμένο αριθμό προσώπων (οικογένεια θύματος, δημοσιογράφοι κ.α.) να παρακολουθήσουν την εκτέλεση του καταδίκου μέσα από ειδικά διαμορφωμένο χώρο ο οποίος χωρίζεται με τζαμαρία από τον θάλαμο εκτέλεσης (Carson, 2015). Στο Η.Β. η τελευταία δημόσια εκτέλεση έγινε το 1868, ενώ στη Γαλλία το 1939 (Wood, 2011).
Η συναυτουργός κοινωνία
™“Στα έξι μου δεν είχα πια ούτε πατέρα ούτε μάνα . το καλοκαίρι έκανα ρόδα μες στη σκόνη, στις άκρες των δρόμων, για να μου πετάνε καμιά δεκάρα από τις ταχυδρομικές άμαξες […]. Στα εννιά μου χρόνια, άρχισα να χρησιμοποιώ τα ξερά μου, πότε πότε άδειαζα καμιά τσέπη, βουτούσα κανένα παλτό . στα δέκα μου ήμουν πορτοφολάς […]. Με πιάσανε. Είχα την ηλικία, με στείλανε να τραβάω κουπί στο ναυτικό. Το κάτεργο είναι σκληρό πράγμα […]. Έκανα τα χρονάκια μου. Δεκαπέντε χρονάκια περνάνε! Ήμουν πιά τριαντά δύο χρονών. Ένα ωραίο πρωί μου δώσανε φύλλο πορείας και εξήντα έξι φράγκα […]. Κι όμως, εγώ ήθελα να γίνω τίμιος με τα εξήντα έξι φράγκα, και κάτω απ’ τα κουρέλια μου είχα καλύτερη καρδιά απ’ ό,τι έχει ένας παπάς κάτω απ’ το ράσο του. Αλλά είχα εκείνο το κωλοδιαβατήριο! Ήταν κίτρινο, κι’ είχαν γράψει επάνω αποφυλακισθείς βαρυποινίτης […]. Κανένας δεν ήθελε να μου δώσει δουλειά […]. Μια μέρα, πεινούσα. Έδωσα μια αγκωνιά στο τζάμι ενός φούρναρη . άρπαξα ένα ψωμί κι ο φούρναρης άρπαξε εμένα . δεν έφαγα το ψωμί, και μου ρίξανε ισόβια στις γαλέρες […]. Αυτή τη δικαιοσύνη την λένε υποτροπή […]. Όμως την κοπάνησα […]. Άρχισα να σκοτώνω για να ζήσω […]. Έτσι γέρασα […]. Μια ωραία νύχτα μας έστησαν παγίδα οι χωροφυλάκοι […]. Μ’ έφεραν εδώ […]. Είχα πια κατέβει όλα τα σκαλοπάτια της σκάλας, εκτός από ένα […]. Δεν μου έμενε πια παρά να περάσω απ’ το δήμιο.”
Το έγκλημα ως κοινωνικό φαινόμενο πολλές φορές -αν όχι τις περισσότερες- τροφοδοτείται από την ίδια την πολιτεία που έχει ταχθεί να το πολεμά. Κοινωνικές ανισότητες, ανεργία, αδυναμία στήριξης ευάλωτων ομάδων, έλλειψη υποδομών, ελλιπής διαχείριση του προβλήματος των εξαρτήσεων, αδυναμία στήριξης αποφυλακισθέντων, είναι μόνο μερικοί από τους παράγοντες που υποβοηθούν το έγκλημα, αλλά και υποδαυλίζουν την αντιμετώπιση του φαινομένου της υποτροπής. Δεν θα ήταν υπερβολή λοιπόν να πούμε πως ως ένα βαθμό, ο ρόλος της πολιτείας -διά της απουσίας της- στην εκδήλωση παραβατικών συμπεριφορών, είναι τουλάχιστον υποστηρικτικός.
Το αντίτιμο της αδυναμίας της αυτής βέβαια, η πολιτεία το πληρώνει καλούμενη να αντιμετωπίσει όλα τα αρνητικά συνεπακόλουθα της εγκληματογένεσης στους κόλπους της, με βασικό όπλο στη φαρέτρα της φυσικά τις ποινές, των οποίων ο στόχος αφενός είναι η τιμώρηση, και αφετέρου ο σωφρονισμός των δραστών.
Ωστόσο όταν μιλάμε για τη θανατική ποινή, το πολιτειακό έργο εξαντλείται στην τιμωρία, αφήνοντας τον σωφρονισμό κενό περιεχομένου. Με λίγα λόγια το κράτος που με τις ελλείψεις του πιθανώς να συμβάλλει στην εκδήλωση και διατήρηση του εγκληματικού φαινομένου, έρχεται και τιμωρεί με την αυστηρότερη των ποινών τους δράστες, αποποιούμενη τις οποιεσδήποτε ευθύνες ενδεχομένως φέρει. Κι εδώ ανακύπτει ένα ηθικό ερώτημα: Είναι δίκαιο, εγκλήματα να πληρώνονται με τη ζωή των δραστών τους, όταν η ίδια η πολιτεία που επιβάλλει τις ποινές, αποδείχθηκε ανεπαρκής να τα αποτρέψει;
Η σύντομη ιστορία του συγκρατούμενου του θανατοποινίτη του Ουγκώ στην οποία περιγράφει την εγκληματική του πορεία από παιδί μέχρι την κατάληξή του ως θανατοποινίτης, αντιπροσωπεύει αυτό ακριβώς το παράδοξο: μία απούσα κοινωνία που απαιτεί την κεφαλήν επί πίνακι παραβατών, οι οποίοι σε κανένα στάδιο της εγκληματικής τους διαδρομής δεν ανακόπηκαν, ή αν ανακόπηκαν, δεν υποβοηθήθηκαν ώστε να μην υποτροπιάσουν.
Περιμένοντας τον θάνατο
™“Καταδικασμένος σε θάνατο! Πάνε πέντε εβδομάδες που συγκατοικώ μ’ αυτή τη σκέψη, πάντα μόνος μαζί της, πάντα παγωμένος από την παρουσία της, πάντα λυγισμένος κάτω από το βάρος της […]. Μου έχει απομείνει πια μόνο μία ιδέα, μόνο μία πεποίθηση, μόνο μία βεβαιότητα: καταδικασμένος σε θάνατο!”
™“Το κάρο σταμάτησε απότομα, και παραλίγο να πέσω μπρούμυτα στα σανίδια. Ο παπάς με συγκράτησε. –Κουράγιο! Μου ψιθύρισε. –Τότε έφεραν μια σκάλα στο πίσω μέρος του κάρου . ο παπάς μου έδωσε το μπράτσο του, κατέβηκα, ύστερα έκανα ένα βήμα, γύρισα από την άλλη για να κάνω άλλο ένα, αλλά δεν μπόρεσα. Ανάμεσα στους δύο φανοστάτες της αποβάθρας είχα δει ένα εφιαλτικό πράγμα. Ω! Ήταν αλήθεια! Σταμάτησα σαν να είχα κιόλας δεχθεί το χτύπημα.”
Ο Αλμπέρ Καμύ (1957) στο βιβλιο «Reflexions sur la peine Capitale, a symposium by Arthur Koestler and Albert Camus» είχε γράψει πως «μία εκτέλεση δεν είναι απλώς ένας θάνατος» και πως για να μπορέσει κανείς να μιλήσει για ισοδυναμία, «θα πρέπει η θανατική ποινή να επιβληθεί σε έναν εγκληματία που είχε προειδοποιήσει το θύμα του για την μέρα κατά την οποία θα του επέφερε έναν φρικτό θάνατο και που απο εκείνη τη στιγμή και μετά θα το είχε στο έλεός του για μήνες. Τέτοιο τέρας όμως δεν μπορεί να ειδωθεί στην προσωπική ζωή».
Το να γνωρίζει κανείς τον χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο που θα πεθάνει είναι πιο φρικτό κι από τον ίδιο τον θάνατο. Αν ο θάνατος είναι μια στιγμή, η γνώση του τέλους για έναν θανατοποινίτη είναι μία εφιαλτική αιωνιότητα με την οποία είναι καταδικασμένος να ζει και να αναπνέει μέχρι την εκτέλεσή του.
Συνεπώς, θα εθελοτυφλούσαμε αν υποστηρίζαμε ότι η ποινή του θανάτου εξαντλείται στην εκτέλεση κάποιου. Αντιθέτως, η τιμωρητική της ισχύ ξεκινά από τη στιγμή της ανάγνωσής της από τον δικαστή και κορυφώνεται μέχρι και την υλοποίηση. Με αυτό κατά νου, το να δεχθούμε a priori πως επιβάλλοντας την ποινή του θανάτου στον δράστη ενός ειδεχθούς εγκλήματος, προσβάλλουμε μόνο το έννομο αγαθό της ζωής του και όχι πολλά περισσότερα, είναι τουλάχιστον επισφαλές.
Αυτοί που μένουν πίσω
™“Αφήνω μια μητέρα, αφήνω μια γυναίκα, αφήνω ένα παιδί. Ένα κοριτσάκι τριών χρονών, γλυκό ροδαλό, ντελικάτο με μεγάλα μαύρα μάτια και μακριά καστανά μαλλιά. Όταν την είδα για τελευταία φορά, ήταν δύο χρονών και ενός μηνός. Έτσι, μετά το θάνατό μου, τρεις γυναίκες θα μείνουν χωρίς γιο, χωρίς σύζυγο, χωρίς πατέρα .τρεις ορφανές διαφορετικού είδους η καθεμιά . τρεις χήρες για χάρη του νόμου. Παραδέχομαι ότι εγώ τιμωρήθηκα δίκαια . αυτές οι αθώες όμως τι έκαναν; Δεν έχει σημασία: τις ατιμάζουν, τις καταστρέφουν. Αυτή είναι η δικαιοσύνη.”
Στη ζυγαριά της αναγκαιότητας της ύπαρξης της θανατικής ποινής στα ανά τον κόσμο δικαιικά συστήματα, αυτό που ίσως δεν έχει συνυπολογισθεί όσο θα έπρεπε, είναι οι επιπτώσεις της στην οικογένεια του δράστη.
Μία καταδικαστική απόφαση και η συνεπακόλουθη ποινή, αν και στον νόμο έχει έναν αποδέκτη, σε κοινωνιολογικό επίπεδο αναπόφευκτα επεκτείνεται και στα πρόσωπα που βρίσκονται πίσω από αυτόν -γονείς, αδέρφια, σύζυγος, παιδιά. Αυτές οι «παράπλευρες απώλειες» είναι δυστυχώς αναγκαίο κακό στο μέτρο που πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη και να πληρωθεί το τίμημα μιας εγκληματικής ενέργειας σύμφωνα με τον νόμο. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που τις περισσότερες φορές, μία μακροχρόνια ποινή στερητική της ελευθερίας, δεν αφήνει ανέπαφο τον οικογενειακό ιστό, που στην καλύτερη περίπτωση αποδυναμώνεται λόγω του εγκλεισμού και της απουσίας του προσώπου από το σπίτι του.
Τι γίνεται όμως όταν η απώλεια αυτή δεν είναι προσωρινή αλλά μόνιμη και μάλιστα μη αναστρέψιμη;
Οικογένειες καταδικασθέντων σε θάνατο τραυματίζονται από την όλη διαδικασία, νιώθουν αποξενωμένοι από την πολιτεία την οποία παρακολουθούν να προετοιμάζεται να θανατώσει τον άνθρωπό τους, ενώ από την απόφαση μέχρι την εκτέλεση βιώνουν έναν διαρκή θρήνο (King, 2006). Παιδιά καταδικασθέντων σε θάνατο, πολλές φορές μεγαλώνουν θρέφοντας μία αποστροφή και έναν θυμό προς την πολιτεία που τους στέρησε τον γονιό τους, θυμός που κάποιες φορές διοχετεύεται σε δικές τους παραβατικές συμπεριφορές ή ακόμη και σε σοβαρό έγκλημα.
Ο καθηγητής Radelet (2016) γράφοντας για το θέμα των επιπτώσεων της θανατικής ποινής στις οικογένειες των καταδικασθέντων σημειώνει πως στις περιπτώσεις αυτές, ουσιαστικά όσο τιμωρείται ο δράστης, άλλο τόσο τιμωρείται και η οικογένειά του, ενώ όταν αυτός φύγει από τη ζωή, όλο το βάρος της απώλειας θα πέσει στις πλάτες της οικογένειας -και κυρίως στις γυναίκες και τα παιδιά. Φαίνεται λοιπόν πως μέσα από την ποινή του θανάτου υπονομεύεται σε σημαντικό βαθμό και το ίδιο το δίκαιο και η κεντρική αρχή του, ότι μέσα από αυτό πρέπει να τιμωρούνται οι ένοχοι και ποτέ οι αθώοι.
Ζωή, το υπέρτατο αγαθό
™“Ω, έλεος! Έλεος! Ίσως να μου απονείμουν χάρη. Ο βασιλιάς δεν έχει τίποτα εναντίον μου. Να πάνε να βρουν το δικηγόρο μου! Γρήγορα, το δικηγόρο! Δέχομαι ακόμα και τις γαλέρες. Πέντε χρόνια στις γαλέρες, και να τελειώνουμε. – Ή είκοσι χρόνια, ή ισόβια με το πυρακτωμένο σίδερο. Όμως ας μου χαρίσουν τη ζωή! Ένας κατάδικος στα κάτεργα περπατάει τουλάχιστον, πάει κι έρχεται, βλέπει τον ήλιο.”
Η ζωή αποτελεί το υπέρτατο έννομο αγαθό γιατί χωρίς αυτή, δεν έχει λόγο ύπαρξης κάνενα άλλο έννομο αγαθό που η κοινωνία έχει προσδιορίσει ως τέτοιο.
Εκεί πάνω στο ικρίωμα ο άγνωστος κατάδικος του Ουγκώ λίγο πριν τοποθετήσουν το κεφάλι του στην γκιλοτίνα, ικέτευσε για τη ζωή του. Δεν τον ένοιαζε αν θα τον στείλουν στα κάτεργα, αν θα τον μαρκάρουν με πυρακτωμένο σίδερο, θα τα δεχόταν όλα με ευχαρίστηση, αρκεί να τον άφηναν να συνεχίσει να αναπνέει, να συνεχίσει να υπάρχει, να συνεχίσει να ζει.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, η ποινή του θανάτου παραβιάζει το ανθρώπινο δικαίωμα στη ζωή και το δικαίωμα του ατόμου να ζει απαλλαγμένος από βασανιστήρια ή σκληρή, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία. Και τα δύο αυτά δικαιώματα προστατεύονται από την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που εγκρίθηκε από τον ΟΗΕ το 1948.
Με την πάροδο του χρόνου, η διεθνής κοινότητα υιοθέτησε και άλλα μέσα για την καθιέρωσης της απαγόρευσης χρήσης της θανατικής ποινής, όπως: το Δεύτερο Προαιρετικό Πρωτόκολλο του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το Πρωτόκολλο αριθ. 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, σχετικά με την κατάργηση της θανατικής ποινής, το Πρωτόκολλο αριθ. 13 της ΕΣΔΑ, σχετικά με την κατάργηση της θανατικής ποινής σε κάθε περίπτωση και το Πρωτόκολλο της αμερικανικής σύμβασης για τα ανθρώπινα δικαιώματα για την κατάργηση της θανατικής ποινής.
Αν και το διεθνές δίκαιο σημειώνει ότι η χρήση της θανατικής ποινής πρέπει να περιορίζεται στα πιο σοβαρά εγκλήματα, όπως η ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, η Διεθνής Αμνηστία διαφωνεί, θεωρώντας πως η θανατική ποινή είναι σύμπτωμα μιας κουλτούρας βίας και όχι λύση για την κουλτούρα αυτή (Διεθνής Αμνηστία, 2021).
Δικαστική πλάνη: Αθώοι στο «ικρίωμα»
“Θα ήθελα αυτά που γράφω εδώ να μπορέσουν μια μέρα να χρησιμεύσουν σε άλλους, να σταματήσουν το δικαστή που είναι έτοιμος να καταδικάσει, να σώσουν κάποιους δυστυχισμένους, αθώους ή ενόχους, από την αγωνία στην οποία καταδίκασαν εμένα.”
Η δικαιοσύνη είναι και πρέπει να είναι τυφλή, ωστόσο είναι πρακτικά αδύνατο να είναι και αλάνθαστη. Κι αυτό γιατί πολύ απλά απονέμεται από ανθρώπους και όχι από θεούς. Δεν είναι δύσκολο, λοιπόν, για κάποιον να συμπεράνει ότι στην πορεία των αιώνων, εκ των πραγμάτων υπήρξαν άνθρωποι που πλήρωσαν για εγκλήματα που ποτέ δεν διέπραξαν -και δυστυχώς κάποιοι από αυτούς με την ίδια τους τη ζωή.
Οι δικαστικές πλάνες ανέκαθεν αποτελούσαν μελανές σελίδες στο βιβλίο της δικαιοσύνης, καρατομώντας την βάναυσα και πολλές φορές ανεπανόρθωτα.
Στις ΗΠΑ από το 1973 μέχρι σήμερα, περισσότεροι από 170 άνθρωποι που καταδικάστηκαν άδικα εις θάνατον, έχουν απαλλαχθεί (Death Penalty Information Center, 2021).
Από την άλλη, δεν υπάρχει τρόπος να ειπωθεί με βεβαιότητα, πόσα από τα 1532 άτομα που εκτελέστηκαν στις ΗΠΑ από το 1976 μέχρι σήμερα, ήταν αθώα, κι αυτό γιατί τα δικαστήρια δεν εκδικάζουν ενστάσεις αθωότητας όταν ο κατηγορούμενος είναι νεκρός, και οι δικηγόροι υπεράσπισης προχωρούν σε άλλες υποθέσεις πελατών τους, οι οποίοι έχουν ακόμη ελπίδες να αθωωθούν και να σωθούν από τη θανατική καταδίκη.
Πάντως, είναι πλέον ευρέως αποδεκτό ότι ο δικαστικός έλεγχος σε υποθέσεις θανατικής ποινής στις Ηνωμένες Πολιτείες, έχει αποδειχθεί ανεπαρκής για να αποτρέψει την εκτέλεση κρατουμένων που εκ των υστέρων φάνηκε ότι πιθανώς καταδικάστηκαν εσφαλμένα σε θάνατο. Μερικές τέτοιες περιπτώσεις ήταν οι υποθέσεις των: Carlos DeLuna (Τέξας), Ruben Cantu (Texas), Larry Griffin (Missouri), Joseph O’Dell (Virginia), David Spence (Texas) κ.α. (DPIC, 2021).
Το «χαμένο» απόσπασμα του βιβλίου και η σημασία του
Μετά τη συνάντηση του καταδίκου με την τρίχρονη κόρη του στη φυλακή, λίγο πριν την εκτέλεση, ο θανατοποινίτης του Ουγκώ είναι απογοητευμένος που αυτή δεν τον αναγνωρίζει κι έτσι αποφασίζει να γράψει την ιστορία του . ποιος είναι, τι έγκλημα έκανε και πώς έφτασε ως εδώ, με την ελπίδα όπως λέει, κάποια μέρα το παιδί του να τα διαβάσει και να καταλάβει.
Ωστόσο το απόσπασμα αυτό με τίτλο «Η ιστορία μου» έμεινε κενό με μόνη τη σημείωση του εκδότη ότι δεν βρέθηκαν ποτέ οι σελίδες που ακολουθούσαν αυτόν τον τίτλο, πιθανώς γιατί ο κατάδικος δεν πρόφτασε να τις γράψει.
Η απουσία του εν λόγω αποσπάσματος που θα μάς έδινε πληροφορίες για το ποιος ήταν τελικά αυτός ο άνθρωπος και τι έγκλημα είχε διαπράξει, γέννησε ανάμεσα στους μελετητές του έργου του Ουγκώ συζητήσεις και θεωρίες.
Πολλοί (Purves, 2002) θεωρούν πως η κίνηση του Γάλλου λογοτέχνη να μην συμπεριλάβει κάτι κάτω από τον εν λόγω τίτλο, ήταν μία κίνηση υπερτονισμού του ανούσιου να γνωρίζουμε κάτι περισσότερο για τον θανατοποινίτη του έργου του, αφού τελικά αυτό που έχει σημασία δεν είναι τί έκανε και τον καταδίκασαν εις θάνατον, αλλά το γεγονός ότι τον καταδίκασαν εις θάνατον.
Προσωπικά, συμπορευόμενη με την άποψη αυτή, θεωρώ ότι ο Ουγκώ φώναξε με τη σιωπή του αυτό που σε όλη την έκταση του έργου του θέλει να περάσει στον αναγνώστη: ότι ο θανατοποινίτης του δεν έχει όνομα, γιατί πολύ απλά αντιπροσωπεύει τον κάθε θανατοποινίτη, της κάθε εποχής, που βιώνει την ίδια εφιαλτική εμπειρία της «ιδιότητάς» του. Την εμπειρία του να γνωρίζει τον τρόπο και τον χρόνο του τέλους του, κάτι που τελικά είναι χειρότερο κι από την εκτέλεση αυτή καθ’ εαυτήν, αλλά και τόσο βάρβαρο, που είναι αδύνατο να αντισταθμιστεί από το έγκλημα που διέπραξε, όποιο κι αν είναι αυτό.
Η θανατική ποινή στο σήμερα
Αν ζούσε σήμερα ο Ουγκώ θα έκλεινε το μάτι με ικανοποίηση, γιατί εκείνο το οποίο καταριόταν μέσα από τις σκέψεις του θανατοποινίτη του, αλλά και ευχόταν να απαλειφθεί από τις επόμενες γενιές όταν προλόγιζε το έργο του στα 1832, φαίνεται πλέον χρόνο με τον χρόνο να εκλείπει.
Σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά της Διεθνούς Αμνηστίας, μέχρι και το τέλος του 2020, 108 χώρες (η πλειονότητα των κρατών του κόσμου) είχαν καταργήσει τη θανατική ποινή για όλα τα εγκλήματα και 144 χώρες την είχαν καταργήσει στο νόμο ή στην πράξη. Η Διεθνής Αμνηστία κατέγραψε μέσα στο ίδιο έτος μετατροπές της θανατικής ποινής σε ποινές στερητικές της ελευθερίας ή απονομή χάριτος σε 33 συνολικά χώρες.
Ωστόσο, παρά την μεγάλη βελτίωση της εικόνας, μέσα στο 2020 διενεργήθηκαν 483 εκτελέσεις σε 18 χώρες, ποσοστό μειωμένο κατά 26% σε σχέση με τους αριθμούς που καταγράφηκαν το 2019. Σημαντικό στοιχείο, επίσης, ότι ο αριθμός αυτών των 483 εκτελέσεων αντιπροσωπεύει το μικρότερο νούμερο που έχει καταγράψει η Διεθνής Αμνηστία την τελευταία δεκαετία.
Οι περισσότερες γνωστές εκτελέσεις πραγματοποιήθηκαν στην Κίνα, το Ιράν, την Αίγυπτο, το Ιράκ και τη Σαουδική Αραβία, με την Κίνα να παραμένει στην πρώτη θέση σε αριθμό εκτελέσεων σε όλο τον κόσμο. Η έκταση βέβαια της χρήσης της θανατικής ποινής στην Κίνα σε πραγματικούς αριθμούς είναι άγνωστη, καθώς πολλά δεδομένα παραμένουν απόρρητα, χαρακτηριζόμενα ως κρατικά μυστικά.
Από τους θανατωθέντες καταδίκους του 2020, 16 ήταν γυναίκες (3%), ενώ σε τρεις περιπτώσεις στο Ιράν, εκτελέστηκαν άτομα για εγκλήματα που όταν συνέβησαν οι δράστες τους ήταν κάτω των 18 ετών.
Σε επίπεδο επιβολής, η Διεθνής Αμνηστία σημειώνει ότι κατά το 2020 αναγνώστηκαν 1.477 θανατικές καταδίκες σε 54 χώρες, μειωμένες κατά 36% σε σχέση με το 2019, ενώ μέχρι το τέλος του 2020, τουλάχιστον 28.567 άνθρωποι βρίσκονταν σε αναμονή για την εκτέλεσή τους.
Οι μέθοδοι εκτέλεσης που χρησιμοποιούνται σήμερα ανά τον κόσμο είναι: αποκεφαλισμός, ηλεκτροπληξία, απαγχονισμός, θανατηφόρος ένεση και πυροβολισμός.
Σημαντικό εξάλλου να σημειωθεί ότι διενεργούνται εκτελέσεις ως απάντηση της δικαιοσύνης για διάφορα εγκλήματα -ακόμη και για πράξεις που κανονικά δεν θα έπρεπε να ποινικοποιούνται.
Την ίδια ώρα υπάρχουν χώρες που συνεχίζουν να εκτελούν άτομα με διανοητική αναπηρία, ενώ άλλες εφαρμόζουν τη θανατική ποινή μετά από διαδικασίες στις οποίες υπήρξε σαφής παραβίαση του δικαιώματος των κατηγορουμένων σε δίκαιη δίκη.
Θανατοποινίτες, τέλος, μπορούν να περάσουν χρόνια αναμένοντας την εκτέλεσή τους, και μάλιστα χωρίς να γνωρίζουν με ακρίβεια πότε θα επισυμβεί και ποια θα είναι η τελευταία φορά που βλέπουν την οικογένειά τους (Διεθνής Αμνηστία, 2021).
Όταν γίνεται ένα έγκλημα προκαλείται μία κοινωνική ανισορροπία. Η ποινική δικαιοσύνη μέσω της εφαρμογής των νόμων που τη συγκροτούν, αναλαμβάνει τότε να επαναφέρει την ισορροπία που διαταράχθηκε. Κάποιος θα μπορούσε να πει πως αν ένας άνθρωπος αφαιρέσει μία ανθρώπινη ζωή, ο μόνος τρόπος να επανέλθει ισορροπία, είναι η πολιτεία να αφαιρέσει με τη σειρά της, τη δική του τη ζωή. Για κάποιον που αντιλαμβάνεται την ισορροπία με τη βιβλική του όρου έννοια «οφαλμόν αντί οφθαλμού» και «οδόντα αντί οδόντος», πράγματι αυτός είναι ο μόνος τρόπος να ξαναβρεί η κοινωνία την ισορροπία της και συνεπώς να αποδοθεί δικαιοσύνη. Είναι όμως κάτι τέτοιο ισορροπία; Αν ναι, τότε γιατί δεν καίμε το σπίτι του εμπρηστή ή γιατί δεν ξυλοκοπούμε αυτόν που χτυπά τη γυναίκα του; Δεν το κάνουμε γιατί ξέρουμε ότι κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δικαιοσύνη, αλλά μία συγκαλυμμένη με το πέπλο της νομιμότητας, αυτοδικία.
Ο Ουγκώ με όχημα την έντεχνη ροή του λόγου του και συνοδοιπόρους τις δικές του αλήθειες και τα δικά του βιώματα, άγγιξε ένα θέμα αμιγώς νομικό αλλά και βαθιά τόσο ανθρώπινο. Έσκισε το περιτύλιγμα του νόμου και έφτασε στον άνθρωπο, κι έβαλε κι εμάς μέσα στο κελί του θανατοποινίτη του. Ήταν ο πιο εύστοχος τρόπος για να καταλάβουμε το μέγεθος της τιμωρίας από την επιβολή της θανατικής ποινής σε έναν άνθρωπο.
Αν η δικαιοσύνη υπάρχει για να επαναφέρει την ισορροπία εκεί όπου έχει χαθεί, τότε σίγουρα η θανατική ποινή δεν μπορεί να είναι δικαιοσύνη. Δεν εξαλείφει μόνο το δικαίωμα στη ζωή, αλλά και το δικαίωμα σε μια ζωή απαλλαγμένη από βασανιστική, εξευτελιστική, απάνθρωπη μεταχείριση. Η τιμωρητική της εμβέλεια επεκτείνεται άδικα στα αθώα μέλη της οικογένειας του καταδίκου. Αφαιρεί ετσιθελικά από την εξίσωση τον σωφρονισμό, με αποτέλεσμα να χάνει την ποινική της υπόσταση και να μετατρέπεται σε εκδίκηση. Ακροβατεί, αποδεχόμενη το ρίσκο του λάθους να σκοτώσει αθώους.
Όταν πριν χρόνια διάβασα την «Τελευταία Ημέρα ενός Θανατοποινίτη» είχα την αυστηρότητα και ακαμψία της νιότης. Η ζυγαριά μου στο θέμα έγερνε προς την αναγκαιότητα της ύπαρξης της θανατικής ποινής για πολύ σοβαρά εγκλήματα, και ιδιαίτερα γι΄αυτά που έχουν θύματά τους παιδιά. Όταν πια τέλειωσα και την τελευταία σελίδα του, κοίταξα την ώρα και ήταν περασμένες 01.00. Ξαφνικά μία σκέψη πλημμύρισε το μυαλό μου: πως κάπου, κάποιος αυτή την ώρα βρίσκεται στο κελί του έχοντας μόνο μερικές ώρες, ίσως και μερικά λεπτά ζωής σ΄αυτόν τον κόσμο. Στη σκέψη αυτή με διαπέρασε ένα ρίγος που αδυνατώ να ξεχάσω μέχρι σήμερα. Ήταν η στιγμή που άρχισα μέσα μου να αμφιβάλλω, να αναθεωρώ, να νιώθω οίκτο γι΄αυτούς τους ανθρώπους που μέχρι χθες πίστευα ότι τους αξίζει να πεθάνουν γι΄αυτό που έκαναν. Αν με ρωτούσε λοιπόν κάποιος «τι είναι για μένα τέχνη» θα του απαντούσα ακριβώς αυτό: η τέχνη είναι ήχοι, είναι λέξεις, είναι εικόνες, που με έναν μαγικό τρόπο τρυπώνουν στα πιο βαθιά κομμάτια του εαυτού μας και μας ξανασυστήνουν μαζί του.