Η καταβολή λύτρων στους δράστες κυβερνοεπιθέσεων τύπου Ransomware, δεν αποτελεί λύση για τα θύματα τέτοιων επιθέσεων, αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Αστυνομία.
Τρανό παράδειγμα για την πιο πάνω διαπίστωση, αποτελεί νέα υπόθεση κυβερνοεπίθεσης τύπου Ransomware, που διερευνά η Υποδιεύθυνση Ηλεκτρονικού Εγκλήματος. Η υπόθεση καταγγέλθηκε από εταιρεία, η οποία υπέστη τέτοιου είδους επίθεση, με αποτέλεσμα να κλειδωθούν όλα τα αρχεία της. Σύμφωνα με την καταγγελία, για την αποκρυπτογράφηση των αρχείων, οι δράστες ζήτησαν την πληρωμή λύτρων σε κρυπτονομίσματα.
Οι υπεύθυνοι της εταιρείας κατέβαλαν στους δράστες το ποσό των $7,500 σε κρυπτονομίσματα. Ωστόσο οι δράστες αντί να αποκρυπτογραφήσουν το σύνολο των αρχείων, ξεκλείδωσαν μόλις ένα μικρό μέρος τους, ζητώντας νέα καταβολή λύτρων για το ξεκλείδωμα των υπόλοιπων αρχείων.
Με αφορμή την υπόθεση αυτή η Αστυνομία συστήνει στο κοινό να μην συναλλάσσεται με εγκληματίες του κυβερνοχώρου σε καμία περίπτωση. Συστήνεται μάλιστα σε τέτοιες περιπτώσεις, τα θύματα ηλεκτρονικού εγκλήματος να επικοινωνούν άμεσα με την Αστυνομία και την Υποδιεύθυνση Ηλεκτρονικού Εγκλήματος για αναφορά της υπόθεσης και λήψη σχετικής βοήθειας.
To ransomware είναι ένα κακόβουλο λογισμικό που εγκαθίσταται κρυφά στη ηλεκτρονική συσκευή του θύματος και θέτει σε κατάσταση ομηρίας τα δεδομένα του. Με τον τρόπο αυτό, οι εγκληματίες αποκλείουν την πρόσβαση του θύματος, σε κάποια ή σε όλα τα δεδομένα του υπολογιστή του. Ζητούν μάλιστα από το θύμα να τους καταβάλει κάποιο χρηματικό ποσό ως λύτρα, ώστε να απελευθερώσουν τον υπολογιστή και το θύμα να μπορέσει να επανακτήσει τα δεδομένα του.
Για πληροφορίες ή για να καταγγείλετε κάποια υπόθεση, μπορείτε να αποτείνεστε στην Υποδιεύθυνση Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, μέσω της ιστοσελίδας www.cyberalert.cy, ή στο τηλέφωνο 22-808200 ή μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας καταγγελιών/ πληροφοριών για θέματα ηλεκτρονικού εγκλήματος.