Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε έφεση της Αστυνομίας κατά της ποινής φυλάκισης δυο ετών με αναστολή που επιβλήθηκε σε Αρχιλοχία της ΥΚΑΝ, ο οποίος κρίθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας σε κατηγορίες που αφορούσαν τα αδικήματα του δεκασμού, της δωροληψίας και της νομιμοποίησης εσόδων.
Σύμφωνα με την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, τα αδικήματα διαπράχθηκαν μεταξύ Ιουλίου 2012 και αρχές του 2013 ενώ ο 56χρονος ήταν δημόσιος λειτουργός και συγκεκριμένα Αρχιλοχίας της ΥΚΑΝ.
Όπως αναφέρεται, ο Αρχιλοχίας ζήτησε και πήρε από κατηγορούμενο σε υπόθεση κατοχής 1.630 γραμμαρίων κοκαΐνης τα χρηματικά ποσά των €10.000, €1.396,99 και €418,98, προς όφελός του, με αντάλλαγμα να τον βοηθήσει να αθωωθεί στην υπόθεση στην οποία ήταν κατηγορούμενος.
Σημειώνεται ότι ο Αρχιλοχίας είχε ζητήσει τη συνεργασία του κατηγορούμενου με στόχο τη σύλληψη του εμπόρου ναρκωτικών με αντίτιμο την προσπάθεια για καταχώρηση αναστολής της ποινικής δίωξης εναντίον του και την χρησιμοποίησή του ως μάρτυρα κατηγορίας.
Σύμφωνα με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ο Αρχιλοχίας είχε συνάψει, λόγω και της τακτικής επικοινωνίας με τον κατηγορούμενο, φιλικές σχέσεις μαζί του, ενώ είχαν γνωριστεί οικογενειακώς και αντάλλασσαν επισκέψεις και δώρα.
« Όμως η σχέση τους είχε πάει και ένα βήμα πάρα πέρα», αναφέρει η απόφαση, με τον δανεισμό λεφτών και τη χρηματική βοήθεια προς τα τέκνα του κατηγορουμένου που αφορούσε στην καταβολή του ποσού των £10.000 στην κόρη του αλλά και την εργοδότησή της στην εταιρεία του κατηγορούμενου, την πληρωμή αεροπορικού εισιτηρίου για τη δεύτερη του κόρη και τη πληρωμή νοσήλιων για την τρίτη του κόρη.
«Όλα αυτά είχαν γίνει», προστίθεται στην απόφαση, λόγω του ότι ο Αρχιλογίας έκανε τον κατηγορούμενο «να νοιώθει φόβο, ανασφάλεια και ανησυχία γιατί γνώριζε ότι η τύχη του ήταν στα χέρια του, που στην κυριολεξία ήταν, αφού αυτός θα προωθούσε εκ μέρους της Υ.ΚΑ.Ν. την εισήγηση για την αναστολή της ποινικής δίωξής», του.
Στην απόφαση αναφέρεται επίσης ότι σε συνάντηση που είχε διευθετήσει ο δικηγόρος του κατηγορούμενου με τον τότε Γενικό Εισαγγελέα είχε μάθει, εκ στόματος του Γενικού Εισαγγελέα, για το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος έδινε λεφτά στον Αρχιλοχία «μέσα στα πλαίσια της ανησυχίας και της σύνδεσής τους». Τότε ο ίδιος ο δικηγόρος του, είχε προβεί σε καταγγελία των γεγονότων στον Υπουργό Δικαιοσύνης και είχε ξεκινήσει η διαδικασία διερεύνησης.
Η Αστυνομία καταχώρησε έφεση μέσω του Γενικού Εισαγγελέα κρίνοντας την ποινή που επιβλήθηκε στον Αρχιλοχία ως έκδηλα ανεπαρκή «στη βάση της φύσης και της σοβαρότητας των διαπραχθέντων αδικημάτων, της μέγιστης ποινής που προβλέπει ο νομοθέτης για τέτοιου είδους αδικήματα που ανέρχεται σε φυλάκιση μέχρι 7 χρόνια ή πρόστιμο μέχρι €100,000 ή και τις δύο ποινές, και της ανάγκης για πρόληψη και αποτροπή».
Το τριμελές Εφετείο αποτελούμενο από τους δικαστές Ναθαναήλ, Σταματίου και Πούγιουρο απέρριψε την έφεση σημειώνοντας ότι «δε διακρίνουμε η ποινή των δύο ετών φυλάκισης να είναι έκδηλα ανεπαρκής ή να είναι προϊόν λανθασμένης εφαρμογής των δικαϊκών αρχών που διέπουν τα της ποινής».
Το Ανώτατο απέρριψε επίσης έφεση που καταχώρησε ο Αρχιλογίας αμφισβητώντας την ορθότητα της καταδίκης του.