Εξεδόθη σήμερα η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά της Βουλής των Αντιπροσώπων δυνάμει του Άρθρου 139.1 του Συντάγματος, αναφορικά με σύγκρουση ή αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας μεταξύ της Βουλής και οργάνου ή αρχής της Δημοκρατίας (Προσφυγή 1/2022).
Οπως αναφέρεται σε ανακοίνωση από τη Βουλή, η ως άνω προσφυγή είχε ως επίδικο θέμα την εκ μέρους της Νομοθετικής Εξουσίας προσθήκη ρυθμίσεων στον νόμο με τον οποίο εγκρίθηκε ο κρατικός προϋπολογισμός του οικονομικού έτους 2022, οι οποίες βασίσθηκαν σε σχετικές τροπολογίες, υποβληθείσες στο στάδιο της ψήφισης του επίδικου Νόμου και έγκρισης του σχετικού προϋπολογισμού από τους βουλευτές των Κοινοβουλευτικών Ομάδων ΑΚΕΛ-Αριστερά-Νέες Δυνάμεις, Δημοκρατικού Κόμματος, του Κινήματος Σοσιαλδημοκρατών ΕΔΕΚ και του Κινήματος Οικολόγων-Συνεργασία Πολιτών.
Η Βουλή αναφέρει ότι σύμφωνα με τις εν λόγω τροπολογίες, η απασχόληση συμβούλων/συνεργατών του Προέδρου της Δημοκρατίας, των Υπουργών, των Υφυπουργών, του Κυβερνητικού Εκπροσώπου και του Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων (πολιτικοί διορισμοί), οι οποίοι μετατράπηκαν σε εργοδοτουμένους αορίστου ή ορισμένου χρόνου και ανεξαρτήτως των διατάξεων της οικείας νομοθεσίας (Αρ. Νόμου 70(Ι) του 2016) ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου, τερματίζεται με τη λήξη της θητείας της κυβέρνησης ή την αποχώρηση των ως άνω αξιωματούχων.
Προστίθεται ότι με την υπό αναφορά προσφυγή, είχε ζητηθεί η ακύρωση των σχετικών νομοθετικών διατάξεων, καθότι κατά τους επικληθέντες λόγους, οι εν λόγω διατάξεις είχαν θεσπισθεί χωρίς εξουσία ή/και αρμοδιότητα, όπως και κατά παράβαση της ισχύουσας πολιτειακής αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Επιπλέον είχαν θεσπισθεί κατά παράβαση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικότερα της Οδηγίας 1999-70-ΕΚ της 28ης Ιουνίου 1999.
Στην ανακοίνωση σημειώνεται ότι σύμφωνα με την απόφαση της πλειοψηφίας των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το γεγονός ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε υπογράψει τον οικείο νόμο, ο οποίος εκδόθηκε και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, παρότι διαφωνούσε ως προς τις συγκεκριμένες διατάξεις, επιβεβαιώνει ότι άσκησε τις συνταγματικές του εξουσίες και τον δέοντα προληπτικό έλεγχο συνταγματικότητας, βεβαιώνοντας τη συνταγματικότητα των επίδικων διατάξεων και τούτο παρότι είχε εκφράσει επιφυλάξεις σε προηγούμενο στάδιο.
Προστίθεται ότι όπως σχετικά τονίζεται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εκ των υστέρων και επιλεκτικά, δεν νοείται αμφισβήτηση των συγκεκριμένων νομοθετικών διατάξεων, η δε επίκληση του Άρθρου 139.1 του Συντάγματος δεν μεταβάλλει το όλο ζήτημα, καθότι η επικληθείσα σύγκρουση εξουσίας εδράζεται στην προσβολή των επίμαχων διατάξεων ως αντισυνταγματικών. Η εκ των υστέρων αμφισβήτηση, προσλαμβάνει τελικά τη μορφή κατασταλτικού ελέγχου συνταγματικότητας, γεγονός που προϋποθέτει επίλυση αναφυείσας διαφοράς, στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας, ζήτημα το οποίο δεν εξικνείται σε τέτοιας εκτάσεως εξουσία εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων εκπροσωπήθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου από το δικηγορικό γραφείο Chryssafinis & Polyviou LLC.