Σημαντικά ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο το 2022 περιελάμβαναν αξιόπιστες αναφορές για σκληρές συνθήκες στις φυλακές και στα κέντρα κράτησης, ιδιαίτερα για τους αιτούντες άσυλο, σύμφωνα με την έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Κύπρο για το 2022.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, σημαντικά ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων περιελάμβαναν αξιόπιστες αναφορές για σκληρές συνθήκες στις φυλακές και στα κέντρα κράτησης, ιδιαίτερα για τους αιτούντες άσυλο, ουσιαστική παρέμβαση στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι των μη κυβερνητικών οργανώσεων, επαναπροώθηση αιτούντων άσυλο, καθώς και εγκλήματα που περιλαμβάνουν βία ή απειλές βίας που στοχεύουν μέλη εθνικών ή εθνοτικών μειονοτήτων, συμπεριλαμβανομένων αλλοδαπών αιτούντων άσυλο.
Η κυβέρνηση, αναφέρεται, έλαβε ορισμένα μέτρα για τη διερεύνηση, τη δίωξη και την τιμωρία αξιωματούχων που κατηγορούνται για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πράξεις διαφθοράς, αν και υπήρχαν περιορισμένες περιπτώσεις ατιμωρησίας.
Όσον αφορά στα κατεχόμενα, η έκθεση σημειώνει ως σημαντικά ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων αξιόπιστες αναφορές για σοβαρούς περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης και των μέσων ενημέρωσης.
Σχετικά με τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη, ταπεινωτική μεταχείριση, η έκθεση για την Κύπρο αναφέρει ότι «η αστυνομία και οι τοπικές αρχές στη Χλώρακα στόχευσαν και κακομεταχειρίστηκαν αιτούντες άσυλο και πρόσφυγες αναγκάζοντάς τους να εγκαταλείψουν ένα συγκρότημα διαμερισμάτων που ο αξιωματούχος της επαρχίας Πάφου κήρυξε ακατάλληλο για κατοικία, επειδή η παροχή πόσιμου νερού ήταν ακατάλληλη για κατανάλωση”. Μια ΜΚΟ ανέφερε ότι η αστυνομία μπήκε σε μερικά από τα διαμερίσματα χωρίς δικαστικά εντάλματα και εκφόβισε τους ένοικους που αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν το κτίριο, σύμφωνα με την έκθεση.
Στην έκθεση του αμερικανικού ΥΠΕΞ αναφέρεται επίσης ότι ο υπερπληθυσμός παραμένει πρόβλημα στο Τμήμα Φυλακών Κύπρου. Η χωρητικότητα είναι 543 και ο μέγιστος αριθμός κρατουμένων κατά τη διάρκεια του έτους ήταν 998. Γίνεται αναφορά επίσης στον θάνατο του Τουρκοκύπριου κρατούμενου Tansu Cidan στο κελί του. Έντεκα κρατούμενοι συνελήφθησαν σε σχέση με τη δολοφονία και έξι δεσμοφύλακες τέθηκαν σε διαθεσιμότητα εν αναμονή του αποτελέσματος της έρευνας.
Σχετικά με το Πουρνάρα, σημειώνει ότι η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες περιέγραψε το κέντρο υποδοχής μεταναστών, που σχεδιάστηκε για να φιλοξενεί έως και 1.000 νεοαφιχθέντες για 72 ώρες πριν από τη μετεγκατάσταση σε πιο μόνιμη στέγαση, ως «de facto κέντρο κράτησης» για αιτούντες άσυλο. Το κέντρο στέγασε περισσότερους από 3.000 αιτούντες άσυλο τον Δεκέμβριο, σύμφωνα με αναφορές ΜΚΟ. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, ο πληθυσμός του κέντρου περιελάμβανε περίπου 270 ασυνόδευτους ανηλίκους ηλικίας 15 έως 18 ετών, με έως και 15 ασυνόδευτους ανηλίκους να φιλοξενούνται σε κάθε δωμάτιο. Όσον αφορά την πρόσβαση στο άσυλο, η έκθεση αναφέρει ότι λόγω της σημαντικής αύξησης των αιτημάτων ασύλου κατά τη διάρκεια του έτους και των μεγάλων καθυστερήσεων στην εξέταση των αιτήσεων, εκκρεμούσαν 29.715 αιτήσεις ασύλου έως τα τέλη Δεκεμβρίου, 10.907 περισσότερες από τον αριθμό στο τέλος του 2021.
Αναφορά γίνεται και στην σύσταση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας για την εξέταση των προσφυγών για άσυλο, ωστόσο, παρά την αύξηση του αριθμού των δικαστών παρέμεινε μια συσσώρευση 8.013 προσφυγών που εκκρεμούσαν στο τέλος του έτους.
Κάνει αναφορά σε καταγγελίες ΜΚΟ και ΜΜΕ ότι το προσωπικό στο κέντρο υποδοχής Πουρνάρα, και η αστυνομία υπέβαλαν αιτούντες άσυλο και πρόσφυγες σε σωματική και λεκτική κακοποίηση. Επιπλέον, η έκθεση αναφέρει ότι οι μετανάστες συνέχισαν να αντιμετωπίζουν σημαντικά εμπόδια στην εξασφάλιση στέγασης ενώ βρίσκονταν στο Πουρνάρα.
Σχετικά με τη διαφθορά, η έκθεση σημειώνει ότι υπήρξαν πολλές αναφορές κρατικής διαφθοράς κατά τη διάρκεια του έτους. Υπενθυμίζει ότι στις 14 Ιουλίου, η κυβέρνηση απήγγειλε κατηγορίες σχετικά με διαφθορά εναντίον του πρώην προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, Δημήτρη Συλλούρη, του πρώην μέλους της Βουλής των Αντιπροσώπων Χριστάκη Τζιοβάνη και δύο άλλων ατόμων που εμφανίστηκαν στο ρεπορτάζ του Al-Jazeera τον Οκτώβρη του 2020.
Εξάλλου, η έκθεση σημειώνει ότι από τον Ιανουάριο έως τον Νοέμβριο, η αστυνομία διερεύνησε 45 περιπτώσεις βιασμού και 165 περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης. Την ίδια περίοδο, η αστυνομία έλαβε 2.104 καταγγελίες για ενδοοικογενειακή βία. Η αστυνομία ερεύνησε 840 από τις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν και κατέθεσε 496 υποθέσεις στο δικαστήριο. Από τον Ιανουάριο έως τον Νοέμβριο, η αστυνομία ερεύνησε 44 περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης και μέχρι τον Νοέμβριο είχε ασκήσει δίωξη σε 23 από αυτές τις υποθέσεις.
Επιπλέον, αναφέρει ότι άτομα LGBTQI+ αντιμετώπισαν σημαντικές κοινωνικές διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής βίας, ιδιαίτερα σε αγροτικές περιοχές. Όσον αφορά την καταναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία, η έκθεση αναφέρει ότι η κοινότητα των Ρομά και οι αιτούντες άσυλο είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στην εκμετάλλευση, την καταναγκαστική εργασία, σύμφωνα με ΜΚΟ.
Επιπλέον, σημειώνει η έκθεση, παρά το νομικό πλαίσιο, το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν εφάρμοσε αποτελεσματικά τη νομοθεσία που διέπει τα εργασιακά και εργασιακά θέματα όσον αφορά τις γυναίκες. Ο νόμος απαιτεί ίση αμοιβή για ίση εργασία, αλλά αυτό συχνά δεν μεταφράζεται στην πράξη. Οι γυναίκες υπέστησαν διακρίσεις σε τομείς όπως η πρόσληψη, η επαγγελματική εξέλιξη, οι συνθήκες απασχόλησης και οι αμοιβές. Τα στοιχεία της Eurostat έδειξαν ότι η μέση διαφορά αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών ήταν 9% το 2020, αναφέρει η έκθεση του Στέιτ Ντιπάρντμεντ.
Κατεχόμενα
Για το κατεχόμενο από τους Τούρκους βόρειο τμήμα της Κύπρου, η έκθεση υπογραμμίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αναγνωρίζουν την «τουρκική δημοκρατία της βόρειας Κύπρου», ούτε καμία άλλη χώρα, εκτός από την Τουρκία.
Σημειώνει ότι σημαντικά ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων περιελάμβαναν αξιόπιστες αναφορές για σοβαρούς περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης και των μέσων ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων των «νόμων» για τη συκοφαντική δυσφήμιση, επαναπροώθηση αιτούντων άσυλο, σοβαρές πράξεις «κυβερνητικής» διαφθοράς, έλλειψη έρευνας και λογοδοσίας για τη βία λόγω φύλου, εγκλήματα που περιλαμβάνουν βία ή απειλές βίας που στοχεύουν μέλη εθνικών και φυλετικών μειονοτήτων, συμπεριλαμβανομένων αλλοδαπών οικιακών βοηθών και ξένων φοιτητών και εμπορία ανθρώπων.
Προστίθεται ότι οι «αρχές» έλαβαν ορισμένα μέτρα για να διερευνήσουν «αξιωματούχους» μετά από καταγγελίες για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διαφθορά. Υπήρχαν, ωστόσο, αναφέρει, ενδείξεις για εκτεταμένη ατιμωρησία.
Οι συνθήκες στις φυλακές και στα κέντρα κράτησης δεν πληρούσαν τα διεθνή πρότυπα σε αρκετούς τομείς, όπως ο υπερπληθυσμός, οι συνθήκες υγιεινής, η ιατρική περίθαλψη, η θέρμανση και η πρόσβαση σε τρόφιμα.
Αναφορά γίνεται και στη σύλληψη του Ελληνοκύπριου Ανδρέα Σουτζή. Οπως αναφέρεται, τον Σεπτέμβριο, ο Σουτζής καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός μήνα για φερόμενη φωτογράφηση μιας απαγορευμένης στρατιωτικής ζώνης. Ο Σουτζης και ο δικηγόρος του ανέφεραν ότι οι φωτογραφίες ήταν εγκαταλελειμμένων κτιρίων στα Βαρώσια. Σε ξεχωριστή ακρόαση «δικαστηρίου», κρίθηκε ένοχος και για την κατοχή ενός walkie talkie, χωρίς άδεια. Ο Σουτζής αφέθηκε ελεύθερος τον Οκτώβριο και οι Τουρκοκύπριοι του απαγόρευσαν τη διέλευση στα κατεχόμενα.
Υπήρξαν επίσης αναφορές για κατηγορίες που κατατέθηκαν εναντίον ατόμων με φερόμενους δεσμούς με τον Φετουλάχ Γκιουλέν και το κίνημά του.
Επίσης αναφέρει ότι υπήρξαν αναφορές ότι η «αστυνομία» υπέβαλε Ελληνοκύπριους και Μαρωνίτες που ζούσαν στην περιοχή που διοικείται από τις τουρκοκυπριακές αρχές σε φυσική παρακολούθηση συμπεριλαμβανομένων περιπολιών και ανακρίσεων. Ελληνοκύπριοι και Μαρωνίτες κάτοικοι ανέφεραν ότι η «αστυνομία» τους ζήτησε να αναφέρουν την τοποθεσία τους και πότε περίμεναν επισκέπτες. Εκπρόσωπος των Μαρωνιτών είπε ότι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις συνέχισαν να καταλαμβάνουν 18 σπίτια στο Μαρωνιτικό χωριό Καρπασία.
Κάνει επίσης αναφορά σε διακρίσεις σε βάρος Ελληνοκυπρίων και Μαρωνιτών που ζουν στην περιοχή που διοικείται από Τουρκοκύπριους. Μπορούσαν να κατέχουν ορισμένες από τις περιουσίες τους σε εκείνη την περιοχή, αλλά δεν μπορούσαν να αφήσουν τις περιουσίες τους σε κληρονόμους που κατοικούσαν στην ελεγχόμενη από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχή. Οι Μαρωνίτες που ζούν στην Κυπριακή Δημοκρατία μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις περιουσίες τους στο βορρά μόνο εάν αυτές οι περιουσίες δεν ήταν υπό τον έλεγχο του τουρκικού στρατού ή δεν είχαν παραχωρηθεί σε Τουρκοκύπριους.
Σε σχέση με τον Τύπο, αναφέρει ότι ενώ οι «αρχές» συνήθως σέβονταν την ελευθερία του Τύπου και των μέσων ενημέρωσης, κατά καιρούς παρενόχλησαν, εκφόβισαν ή συνέλαβαν δημοσιογράφους ή εμπόδισαν με άλλον τρόπο το ρεπορτάζ τους. Σύμφωνα με ΜΚΟ, δημοσιογράφους και υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι «αρχές» συμβούλεψαν ορισμένους δημοσιογράφους να μην επικρίνουν τον Τούρκο πρόεδρο ή την τουρκική κυβέρνηση.
Υπήρξαν αναφορές επίσης ότι η τουρκική «πρεσβεία» διατηρούσε έναν κατάλογο πολιτικών και συγγραφέων που υποστήριζαν μια διζωνική δικοινοτική ομοσπονδιακή λύση για τη διαίρεση του νησιού και που ήταν επικριτικοί στις πολιτικές της τουρκικής κυβέρνησης.
Η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες ανέφερε ότι οι τουρκοκυπριακές «αρχές» γενικά αντιμετωπίζουν τους αιτούντες άσυλο ως παράνομους μετανάστες λόγω της έλλειψης επίσημου πλαισίου για το άσυλο.
Σχετικά με τη Συμμετοχή Γυναικών και Μελών Μειονοτικών Ομάδων αναφέρεται ότι οι γυναίκες παρέμειναν υποεκπροσωπούμενες σε ανώτερες πολιτικές θέσεις. Υπήρξαν πολλές αναφορές για διαφθορά στη λεγόμενη «κυβέρνηση» κατά τη διάρκεια του έτους.
Σε ό,τι αφορά στη βία κατά των γυναικών αναφέρεται ότι δεν υπάρχουν οι “νόμοι” που να αντιμετωπίζουν ειδικά την ενδοοικογενειακή βία. Η βία κατά των γυναικών, συμπεριλαμβανομένης της κακοποίησης συζύγων, παρέμεινε ένα σημαντικό πρόβλημα.
Σε ό,τι αφορά τους ξένους, αναφέρεται ότι αρκετοί από τους περίπου 15.000 Αφρικανούς φοιτητές με βίζα που βρίσκονται για σπουδές σε «πανεπιστήμια» της περιοχής που διαχειρίζονται οι τουρκοκυπριακές αρχές ανέφεραν φυλετικές διακρίσεις στη στέγαση, την εργασία και τις αλληλεπιδράσεις με τις αρχές. Περισσότεροι από 50.000 αλλοδαποί φοιτητές, εξαιρουμένων των Τούρκων φοιτητών, σπουδάζουν σε «πανεπιστήμια» της περιοχής που διοικούνται από Τουρκοκύπριους, αναφέρει η έκθεση. Ένας ερευνητής, σημειώνεται, ανέφερε ότι τα «πανεπιστήμια» χρησιμοποιούνταν για διακίνηση μεγάλου αριθμού Αφρικανών και Νοτιοασιατών.
Όσον αφορά τη βία κατά των LGBTQI+ ατόμων, μια ΜΚΟ ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανέφερε ότι η διαδικτυακή ρητορική μίσους προς τα άτομα LGBTQI+ ήταν ολοένα και πιο συχνή, ειδικά κατά τη διάρκεια των παρελάσεων υπερηφάνειας, αλλά η «αστυνομία» δεν έκανε έρευνα. Η έκθεση αναφέρει επίσης ότι τα άτομα με αναπηρία δεν μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση, τις υπηρεσίες υγείας, τα δημόσια κτίρια και τις μεταφορές σε ίση βάση με άλλους.
Ακόμα, μέλη συντεχνιών ανέφεραν ότι κατά καιρούς η «αστυνομία» διατηρούσε έντονη παρουσία και λάμβανε μέτρα σε χώρους διαδηλώσεων με στόχο να αποτρέψουν τα μέλη των συνδικάτων από τη συμμετοχή τους σε συνδικαλιστικές δραστηριότητες και ειρηνικές διαδηλώσεις.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι «αρχές» ανέφεραν ότι υπήρχαν 47.147 εγγεγραμμένοι αλλοδαποί εργαζόμενοι, συμπεριλαμβανομένων 31.613 Τούρκων πολιτών και 15.534 ατόμων από άλλες χώρες στα κατεχόμενα. Οι μη Τούρκοι αλλοδαποί μετανάστες εργάτες αντιμετώπισαν κοινωνικές διακρίσεις με βάση την εθνικότητα, τη φυλή και τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.
Τέλος, αναφέρει η έκθεση ότι από τον Σεπτέμβριο, ο κατώτατος μηνιαίος μισθός «στην περιοχή που διοικείται από Τουρκοκύπριους», όπως αναφέρεται στα κατεχόμενα, ήταν 11.800 τουρκικές λίρες (627 $). Σύμφωνα με τα εργατικά συνδικάτα, αυτό είναι κάτω από το όριο της φτώχειας.