Η Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου εκφράζει τη μεγάλη της έκπληξη και απογοήτευση αναφορικά με τον τρόπο που διεξήγαγε τον έλεγχο επί της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου η Ελεγκτική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, καταλογίζοντας στον Γενικό Ελεγκτή «σοβαρή αμέλεια και ανάρμοστη συμπεριφορά».
Σε ανακοίνωσή της με την οποία απαντά στην σχετική έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, η Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου εκφράζει την άποψη ότι η Ελεγκτική Υπηρεσία παραβίασε θεμελιώδεις αρχές ελέγχου καθώς και τα ίδια τα πρότυπα ελέγχου που οφείλει να ακολουθεί ως Ανώτατο Ελεγκτικό Ίδρυμα του Κράτους.
«Ως εκ τούτου διαφαίνεται να υπάρχει σοβαρή αμέλεια και ανάρμοστη συμπεριφορά από μέρους του Γενικού Ελεγκτή σε βάρους του ελεγχόμενου που είναι η Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου», αναφέρεται.
Η Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου, επισημαίνει ότι ενώ τα ελεγκτικά πρότυπα και διαδικασίες ελέγχου υποδεικνύουν ότι πρέπει να διεξάγονται συναντήσεις κατά τη διάρκεια του ελέγχου για συζήτηση των ευρημάτων και ειδικά προτού διατυπωθούν τα τελικά συμπεράσματα, η Ελεγκτική Υπηρεσία δεν έκανε κάτι τέτοιο.
Προσθέτει ότι παραβίασε βάναυσα τα πρότυπα του Διεθνούς Οργανισμού Ανώτατων Ελεγκτικών Ιδρυμάτων, γνωστού ως INTOSAI, τα οποία ο Γενικός Ελεγκτής επικαλείται ότι χρησιμοποιεί -και οφείλει να χρησιμοποιεί- και αυτό θεωρείται για τους επαγγελματίες ελεγκτές σοβαρή παράλειψη και αμέλεια καθήκοντος.
Όπως αναφέρει, το διεθνές πρότυπο που αφορά την επικοινωνία με τη Διεύθυνση του Ελεγχόμενου ISSAI 1260 «Communication with Those Charged with Governance», το οποίο βασίζεται στο Διεθνές Ελεγκτικό Πρότυπο ISA 260, «απαιτεί όπως υπάρχει άμεση, συνεχής και ουσιαστική επικοινωνία με τα άτομα που είναι υπεύθυνα για τη διακυβέρνηση ενός οργανισμού που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η Έφορος Εσωτερικού Ελέγχου».
Παρόλες τις απαιτήσεις των διεθνών προτύπων, συνεχίζει, «αντί ο Γενικός Ελεγκτής να απευθυνθεί στον ίδιο τον ελεγχόμενο, δηλαδή την Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου και να ζητήσει απόψεις για τα ευρήματα της Έκθεσης, απευθύνθηκε στον Υπουργό Οικονομικών θεωρώντας λανθασμένα ότι η Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου υπάγεται σε αυτόν, παραβλέποντας/ξεχνώντας ότι η Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου είναι Ανεξάρτητη Αρχή δια της νομοθεσίας της».
Όσον αφορά την ουσία της υπόθεσης σύγκρουσης συμφερόντων σχετικά με Λειτουργό της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου ο οποίος συμμετείχε στις δράσεις, στη διοίκηση και σε δημόσιες δραστηριότητες συγκεκριμένης εταιρείας ενώ ταυτόχρονα συμμετείχε σε διάφορες επιτροπές του Δημοσίου σε συμβουλευτικό ρόλο, αναφέρεται ότι η Έφορος μόλις ήρθε στην αντίληψη της η καταγγελία ενήργησε άμεσα με γνώμονα το Δημόσιο Συμφέρον και έκανε όλες τις απαιτούμενές ενέργειες τις οποίες έκρινε η ίδια για καταστολή αυτού του φαινομένου.
«Όλα αυτά τέθηκαν υπόψη του Γενικού Ελεγκτή όταν η Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου με έκπληξη της πληροφορήθηκε ότι είχε ήδη ολοκληρώσει τα συμπεράσματα του και θα προχωρούσε σε ανάρτηση της Έκθεσης του ωσάν να μην είχαν τεθεί υπόψη του», προστίθεται.
Σημειώνεται ότι για όλες τις ενέργειες της Εφόρου σε σχέση με το θέμα αυτό ήταν ενήμεροι με επιστολές τόσο ο Υπουργός Οικονομικών, ο Υφυπουργός Καινοτομίας όσο και το Υπουργικό Συμβούλιο.
«Με βάση τα πιο πάνω, ο κάθε αρμόδιος μπορεί να κρίνει ποια από τις δύο ελεγκτικές αρχές ενήργησε με αμέλεια, ανάρμοστα και αντιεπαγγελματικά», αναφέρεται.
Η Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου, σημειώνει τέλος ότι έχει όλα τα σχετικά έγγραφα και τεκμήρια προς απόδειξη των προαναφερθέντων γεγονότων.