Για τα στρατιωτικά γεγονότα των δύο φάσεων της τουρκικής εισβολής το 1974 μίλησε στο ΚΥΠΕ ο στρατιωτικός μελετητής και Συνταγματάρχης ε.α. Άντης Λοΐζου, με αφορμή την 48η επέτειο των μαύρων επετείων.
Όπως ανέφερε ο κ. Λοΐζου, το πραξικόπημα πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή τμημάτων της ΕΛΔΥΚ, των καταδρομών, κάποιων μονάδων πεζικού της Εθνικής Φρουράς και του Πυροβολικού, των οποίων οι διοικητές ήταν μυημένοι στο πραξικόπημα. Από πλευράς μονάδων συμμετείχε το 286 Τάγμα Πεζικού, το οποίο διέθεσε κάποια άρματα, η 21 Επιλαρχία Αναγνωρίσεως, η 23 Επιλαρχία Μέσων Αρμάτων και η 182 Μοίρα Πεδινών Πυροβολικού στην Κερύνεια με τον Λογαχό Αντωνακόπουλο, τον οποίο έστειλαν με οχήματα γενικής χρήσεως να μεταφέρει τους καταδρομείς στο πραξικόπημα.
«Όλοι οι αξιωματικοί που υπηρετούσαν στην Κύπρο την εποχή προ του 1974 ήταν άνθρωποι ευνοούμενοι από τη Χούντα και κανένας δεν ήταν αντίθετος με το καθεστώς όπως κάποιοι θέλουν να το παρουσιάζουν», συμπλήρωσε.
Συνεχίζοντας, ο κ. Λοΐζου είπε πως το πραξικόπημα επικράτησε μετά δυσκολίας καθότι ο Μακάριος επέζησε και διέφυγε μέσω Πάφου και με τη βρετανική βοήθεια στη Μάλτα και από εκεί στην Αγγλία και τη Νέα Υόρκη, συμπληρώνοντας πως η ομιλία του Μακαρίου τα Ηνωμένα Έθνη, αν και μεγάλο ατόπημα από μέρους του, δεν ήταν εκείνη που έδωσε το έναυσμα στην Τουρκία για να κάνει την εισβολή, δεδομένου πως για ένα τέτοιο εγχείρημα απαιτούνταν αρκετές εβδομάδες προετοιμασίας, ασκήσεων και δοκιμών. «Ήταν κάτι που χρησιμοποίησε η Τουρκία, την ώρα που ο Μακάριος διάβαζε την ομιλία στα Ηνωμένα Έθνη, αποβατικά σκάφη βρίσκονταν έξω από την Κερύνεια», προσέθεσε.
Όπως αναφέρει σε σύγγραμμά του ο διοικητής της τουρκικής μεραρχίας που έκανε την απόβαση στην Κερύνεια, Στρατηγός Μπεντρετίν Ντεμιρέλ, υπήρξε στιγμή που αντιλήφθηκε ότι χανόταν ο πόλεμος και σκεφτόταν να διατάξει επάνοδο στα πλοία και αποχώρηση. «Σε κάποια στιγμή μάλιστα είχε πει ότι τόσο αποδιοργανωμένοι ήταν οι στρατιώτες που έβαλαν τα άρματα στα αποβατικά σκάφη αντίστροφα, με τα πυροβόλα προς το εσωτερικό του αρματαγωγού. Μέσα από το βιβλίο του Ντεμιρέλ αποκαλύπτεται όλη η γύμνια και το μεγάλο πρόβλημα των τουρκικών δυνάμεων, έκαναν απόβαση σε μία χώρα προδομένη και στην ουσία μετά βίας πέτυχαν», ανέφερε σχετικά με την εκδήλωση της εισβολής.
Σύμφωνα με τον κ. Λοΐζου οι παράγοντες που συνετέλεσαν στην επιτυχία της εισβολής ήταν πολλοί. Κατά πρώτον, αναφέρει πως όταν υπογράφτηκε η πρώτη συνθήκη κατάπαυσης του πυρός στις 22 Ιουλίου 1974 η Εθνική Φρουρά τη σεβάστηκε, σε αντίθεση με τις τουρκικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα να παραβιάζουν συνεχώς την κατάπαυση του πυρός, να προχωρούν ουσιαστικά άνευ αντίστασης, να κερδίζουν έδαφος και με τη διάπραξη βιαιοτήτων να σπέρνουν τον πανικό και τον φόβο. «Με το άκουσμα της φράσης “έρχονται οι Τούρκοι” ο κόσμος εγκατέλειπε τις θέσεις του», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Κατά δεύτερον, υποστήριξε πως ο επικεφαλής της Χούντας Δημήτριος Ιωαννίδης και οι περί αυτόν ενήργησαν ως «χρήσιμοι ηλίθιοι» καθώς «πίστεψαν τις διαβεβαιώσεις των Αμερικανών, πίσω από τους οποίους ήταν και οι Άγγλοι. Ο Κίσιντζερ με τη σειρά του είπε πως δεν υπήρχε κανένας λόγος να εμποδίσουν την Τουρκία από τον καταλάβει το 1/3 της Κύπρου, ενώ οι Ελλαδίτες αρχηγοί των ΕΔ δεν έδωσαν καμία διαταγή, το μόνο που κατάφεραν να κάνουν ήταν η μυστική αποστολή της Μοίρας Καταδρομών από την Κρήτη. Τόσο η Deutsche Welle, όσο και ο Σταθμάρχης της Ελληνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών στον Κοντεμένο, είχαν ενημερώσει για τις τουρκικές κινήσεις, η ηγεσία των Αθηνών ωστόσο διεμήνυε πως επρόκειτο για ασκήσεις».
Όπως εξηγεί ο κ. Λοΐζου, τις δύο πρώτες ημέρες της εισβολής τα τεθωρακισμένα και οι μερικές χιλιάδες στρατού που αποβιβάστηκαν στο Πέντεμίλι ήταν περιορισμένοι σε ένα μέτωπο 200 επί 1000 μέτρων από όπου δεν μπορούσαν να φύγουν και αν οι μοίρες του Πυροβολικού στην περιοχή της Κερύνειας συγκέντρωναν τα πυρά τους εκεί θα τους είχαν αποδεκατίσει και πιθανότατα η Τουρκία να μην είχε συνέλθει μέχρι και σήμερα από αυτό το χτύπημα. «Δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν συνέβη και η εκεχειρία τούς έδωσε περιθώριο περαιτέρω κινητικότητας», συμπλήρωσε.
Στις 14 Αυγούστου ξεκίνησε η δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής, μετά το ναυάγιο των συνομιλιών και το συνθηματικό η «Αϊσέ μπορεί να πάει διακοπές», με την επανεκκίνηση των βομβαρδισμών. Όπως λέει ο κ. Λοΐζου, οι τουρκικές δυνάμεις είχαν ήδη ενισχυθεί με άρματα και πυροβολικό, ενώ η κυπριακή πλευρά με τον Γλαύκο Κληρίδη πλέον στην ηγεσία είχε μεταφέρει μονάδες από την Αμμόχωστο για να καλύψουν τη Λευκωσία ώστε να μην πέσει η πρωτεύουσα και επί της ουσίας καταργηθεί το κράτος. «Η πόλη της Αμμοχώστου είχε εγκαταλειφθεί από τον κόσμο, με αποτέλεσμα οι τουρκικές δυνάμεις να μπουν παρελαύνοντας», προσέθεσε.
Οι τουρκικές επιχειρήσεις εστίασαν στην κατάληψη της Λευκωσίας, συνέχισε ο κ. Λοΐζου, και από πλευράς ΤΟΥΡΔΥΚ και του Συντάγματος Μπιτλίς προσπαθούσαν να μπουν από τα δυτικά της Λευκωσίας.
«Στις 16 Αυγούστου έγινε μεγάλη επίθεση, με την ΕΛΔΥΚ να κρατά αρχικά τη θέση της και να υποχωρεί μετά το μεσημέρι. Το 212 Τάγμα Πεζικού με τον Ταγματάρχη Αχιλλίδη κρατούσε όσο μπορούσε μέχρι το μεσημέρι, όταν και έλαβε ως ενισχύσεις τρία άρματα και μία ομάδα αντιαρματικών από τη Μοίρα Καταδρομών που είχε έρθει στην Κύπρο, τα οποία κατέστρεψαν τέσσερα τουρκικά άρματα που είχαν πλησιάσει στην περιοχή. Στον αγώνα παρενέβη ο Διοικητής της Λευκωσίας Συνταγματάρχης Αζίνας, ο οποίος κατευθύνοντας μέρος των πυρών του πυροβολικού επέφερε σοβαρά πλήγματα στις τουρκικές δυνάμεις, πάνω από το 1/3 του τουρκικού συντάγματος σύμφωνα με μαρτυρίες», ανέφερε ο κ. Λοΐζου, σημειώνοντας πως, σύμφωνα με τα παραπάνω, όπου υπήρξε οργανωμένη αντίσταση δεν κατέστη δυνατή η προέλαση των τουρκικών δυνάμεων.
Σχολιάζοντας τις τακτικές επιλογές, ο κ. Λοΐζου είπε πως το πρώτο λάθος από ελληνικής πλευράς ήταν η αποστολή της ΕΛΔΥΚ στο Κιόνελι αντί να χτυπηθεί άμεσα το προγεφύρωμα της απόβασης στην Κερύνεια, ενώ το δεύτερο αφορούσε στη μη χρησιμοποίηση της ΕΛΔΥΚ στον δεύτερο γύρο, «ίσως για την αποτροπή γενικευμένου ελληνοτουρκικού πολέμου».
Σχετικά με το ισοζύγιο των δυνάμεων των αντιμαχόμενων πλευρών σε αριθμούς, ο κ. Λοΐζου είπε πως η Εθνική Φρουρά διέθετε την περίοδο εκείνη 10.000 άνδρες και η ΕΛΔΥΚ 950, η δε Τουρκία εισέβαλε αρχικά με περίπου 25.000 άνδρες, μία μεραρχία, ορισμένα συντάγματα και μια ταξιαρχία, οι οποίοι ενισχύθηκαν περαιτέρω καθώς εδραιωνόταν η εισβολή και έφτασαν τις 43.000, αριθμός που διατηρείται στα κατεχόμενα εδάφη με μικρές αυξομειώσεις μέχρι και σήμερα.
Σε ό,τι αφορά τις απώλειες από την τουρκική εισβολή, σύμφωνα με τον κ. Λοΐζου η ελληνική πλευρά μέτρησε συνολικά 3.000 τραυματίες, 1.619 αγνοουμένους και 5.000 νεκρούς. Από τουρκικής πλευράς, παρότι δεν ανακοινώθηκαν ποτέ επίσημα ποιες ήταν οι απώλειές τους, σημείωσε πως «οι στήλες με τα ονόματα νεκρών στα κατεχόμενα καταδεικνύουν πως ανέρχονται σε πάνω από 1500 απώλειες, ενώ υπάρχουν ανεξάρτητες μελέτες που ανεβάζουν τον αριθμό των νεκρών στις 6.000».
Κλείνοντας, ο κ. Λοΐζου σχολίασε πως τα στρατιωτικά γεγονότα της εισβολής δεν αποτέλεσαν μαθήματα για την Κύπρο, καθώς καμία πολιτική ηγεσία δεν επένδυσε, σύμφωνα με τον ίδιο, στη δημιουργία καλά εξοπλισμένων και καταρτισμένων ενόπλων δυνάμεων. «Δεν μπορεί να βασίζεσαι μόνο σε συνομιλίες, χωρίς αξιόμαχο στρατό η άλλη πλευρά θα επιβάλει της απόψεις της», κατέληξε.