Σωστά το Υπουργικό Συμβούλιο διόρισε «και έκτους ποινικούς ανακριτές» για την υπόθεση του Θανάση Νικολάου για να εξαντλήσει κάθε προσπάθεια εξιχνίασης και να σταλεί το μήνυμα ότι δεν υπάρχει πρόθεση συγκάλυψης, εκτίμησε σε δηλώσεις του στο ΚΥΠΕ ο καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, Αχιλλέας Αιμιλιανίδης.
Αν θα καταφέρουν οι ανακριτές να εξιχνιάσουν το αδίκημα και να βρουν ενόχους, αυτό θα περιμένουμε να το δούμε, «δεν είναι καθόλου εύκολο έργο», πρόσθεσε.
Κληθείς από το ΚΥΠΕ να εκφέρει άποψη για τις εξελίξεις γύρω από την συγκεκριμένη υπόθεση, μετά και των διορισμό των ποινικών ανακριτών χθες από το Υπουργικό Συμβούλιο, ο κ. Αιμιλιανίδης εξήγησε ότι ένα πράγμα είναι να βρεθούν ή όχι οι ένοχοι γι’ αυτό το αδίκημα και άλλο πράγμα εάν υπάρχει πολιτειακή συγκάλυψη. Στοιχεία για συγκάλυψη του αδικήματος είναι άλλο πράγμα από το να μην γίνει κατορθωτό να εξιχνιαστεί ένα αδίκημα, πρόσθεσε.
Στην απόφαση του ΕΔΑΔ, σημείωσε, αναφέρεται ότι λόγω των παραλείψεων στην πρώτη ανάκριση και του χρόνου που αφέθηκε να περάσει, έχει χαθεί πολύτιμο μαρτυρικό υλικό που έχει καταστήσει πολύ δύσκολη την εξιχνίαση αυτού του εγκλήματος. Υπάρχουν τεράστιες δυσκολίες, δεν είναι καθόλου εύκολο το έργο των ανακριτών στο να βρουν ενόχους.
«Γι’ αυτό λέω ότι είναι σωστή ενέργεια ο διορισμός των ποινικών ανακριτών από το Υπουργικό Συμβούλιο, διότι θα είναι πολύ πιο τραγικό εάν περνά ένα μήνυμα στην κοινωνία ότι η πολιτεία, με οποιαδήποτε μορφή, επιχειρεί να συγκαλύψει ένα αδίκημα ή να αποκρύψει τους ενόχους», είπε ο κ. Αιμιλιανίδης.
Ο καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας σημείωσε επίσης ότι Αμερική και Αγγλία όπου έχουν τις καλύτερες ανακριτικές ομάδες, FBI, CIA, Scotland Yard κτλ και υπάρχει τεράστιος αριθμός ανθρωποκτονιών που παραμένει ανεξιχνίαστος για διάφορους λόγους. Εάν δεν υπάρχει εξιχνίαση αυτής της υπόθεσης, δεν θα είναι μοναδικό φαινόμενο, είπε, να βρεθούν δηλαδή οι δολοφόνοι. «Σε οποιαδήποτε κοινωνία όμως, το να παραμένει μια ανθρωποκτονία ανεξιχνίαστη, είναι εξαιρετικά προβληματικό. Ευχή όλων προφανώς, είναι να βρεθούν στοιχεία έστω και τώρα, ώστε να εντοπιστούν οι ένοχοι γι’ αυτό το αδίκημα που κρίθηκε ότι διαπράχθηκε», πρόσθεσε.
Ο κ. Αιμιλιανίδης εξήγησε επίσης ότι άλλο οι ερευνητικές επιτροπές, που μπορούν να καταλήξουν σε ευρύτερα πορίσματα κι άλλο οι ποινικοί ανακριτές, που δεν έχουν τέτοια αποστολή. «Οι ποινικοί ανακριτές έχουν ευθύνη αποκλειστικά να καταλήξουν σε συμπεράσματα κατά πόσο μπορεί να τεκμηριωθεί ότι πρόσωπα διέπραξαν ποινικά αδικήματα», διευκρίνισε. Η απόφαση του δικαστηρίου αναφέρεται σε αιτία θανάτου και ποινικό αδίκημα, αλλά δεν υπάρχει ταύτιση προσώπου για ν’ ασκηθεί ποινική δίωξη, είπε.
Διευκρίνισε ακόμη ότι δεν ασκείται ποινική δίωξη κατά αγνώστου, αλλά συγκεκριμένου προσώπου που διέπραξε το αδίκημα. Ανέφερε δε ότι εάν η ανάκριση καταλήξει σε ενόχους, όπως κάθε ανακριτική διαδικασία που γίνεται είτε από την αστυνομία, είτε από ανεξάρτητο ποινικό ανακριτή – ανεξαρτήτως του ποιος τον διόρισε – «υποχρεωτικά πρέπει να εξεταστεί η εισήγηση για άσκηση ποινικών διώξεων από τον Γενικό Εισαγγελέα. Δεν υπάρχει κάποιος άλλος που μπορεί να εξετάσει μια τέτοια εισήγηση. Δεν μπορεί το Υπουργικό Συμβούλιο να εξεταστεί κατά πόσο θ’ ασκηθεί ποινική δίωξη με βάση ανεξάρτητου ποινικού ανακριτή».
Ο διορισμός ποινικών ανακριτών από το Υπουργικό Συμβούλιο, δήλωσε, δεν μεταβάλλει οτιδήποτε σε σχέση με το αποτέλεσμα της ποινικής ανάκρισης, το οποίο είναι εκείνο που ισχύει σε όλες τις διαδικασίες. Σημείωσε δε ότι ο διορισμός ποινικών ανακριτών από το Υπουργικό δεν είναι μια ενέργεια που κινείται «έξω από τα συνήθη».
Ερωτηθείς για τις παραλείψεις στον χειρισμό της υπόθεσης, ο Αχιλλέας Αιμιλιανίδης είπε ότι από το 2012 έγινε παραδεκτό πως δεν έγινε σωστή έρευνα κατά την διάρκεια της πρώτης ανάκρισης και χάθηκε πολύτιμο μαρτυρικό υλικό λόγω παραλείψεων της Δημοκρατίας κι αυτό το παραδέχθηκε από το 2013 ο Γενικός Εισαγγελέας και η επίσημη θέση της ΝΥ στο ΕΔΑΔ, στην απόφαση του οποίου καταγράφεται.
Σημείωσε ότι κατά την διάρκεια όλων αυτών των ετών υπήρξαν στην «πολύ πονεμένη αυτή υπόθεση» πάνω από 10 γνωματεύσεις ιατροδικαστών, τρεις θανατικές ανακρίσεις, πέντε ανακριτικές διαδικασίες, πολυάριθμους εμπειρογνώμονες που κατέθεσαν με αντιφατικά ευρήματα και διαφορετικές θέσεις της ΝΥ και της αστυνομίας σε σχέση με τις θέσεις της οικογένειας Νικολάου.
Μετά το πόρισμα Μάτσα – Αλεξόπουλου, συνέχισε, έγινε νέα έρευνα από την αστυνομία για τις εισηγήσεις τους και κατέληξε η πέμπτη ανακριτική ομάδα να μην μπορέσει να βρει οποιονδήποτε ένοχο. Αυτό είναι τώρα το αντικείμενο για τους έκτους ποινικούς ανακριτές, δήλωσε, «να καταφέρουν να τεκμηριώσουν σχέση ενόχου με το αντικείμενο της δολοφονίας που είπε η θανατική ανακρίτρια».