Μεγάλο προβληματισμό έχει προκαλέσει εγκύκλιος του Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας (ΥΠΠΑΝ) ημερομηνίας 11/5/2021, η οποία αναφέρεται στην ένταξη παιδιών Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης σε κλάδους της Μέσης Τεχνικής και Επαγγελματικής Κατάρτισης, αναφέρει σε τοποθέτησή της η Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, Δέσπω Μιχαηλίδου.
Η κ. Μιχαηλίδου προτρέπει το ΥΠΠΑΝ να αναθεωρήσει το περιεχόμενο της εγκυκλίου, με τρόπο που να ανταποκρίνεται στην ισότιμη και απρόσκοπτη φοίτηση όλων των παιδιών, στη βάση των Αρχών της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού: την Αρχή της Μη-διάκρισης, την Αρχή της Διασφάλισης του Συμφέροντος του Παιδιού, την Αρχή της Ανάπτυξης και την Αρχή της Συμμετοχής.
Σύμφωνα με την κ. Μιχαηλίδου, παρόλο που γίνεται αντιληπτή η πρόθεση του Υπουργείου να κατοχυρώσει τη διεξαγωγή των εργαστηριακών μαθημάτων της Τεχνικής Εκπαίδευσης σε συνθήκες ασφάλειας, εντούτοις προκύπτουν εύλογα ερωτήματα.
Τα ερωτήματα αφορούν, σύμφωνα με την κ. Μιχαηλίδου, σε ποιους απευθύνεται, σημειώνοντας ότι «είναι αδιευκρίνιστο γιατί η εγκύκλιος αναφέρεται σε συγκεκριμένη ομάδα παιδιών, τα οποία ως επί το πλείστον αφορούν άτομα με αναπηρία, και όχι στο σύνολο των αιτητών/ υποψηφίων που διεκδικούν θέση σε Κλάδους της Τεχνικής Εκπαίδευσης». Αναντίλεκτα, προστίθεται στην τοποθέτησή της, «προκύπτει από την εγκύκλιο ότι οι όποιες ανεπιθύμητες συμπεριφορές ή/και η αδυναμία ανταπόκρισης σε συγκεκριμένες προϋποθέσεις που τάσσει αφορούν αποκλειστικά και μόνο τη συγκεκριμένη ομάδα παιδιών και όχι το σύνολο των τελειόφοιτων μαθητών της Γ΄ Γυμνασίου». Επομένως, η αξιολόγηση που θα διεξαχθεί στη βάση των κριτηρίων που διατυπώθηκαν, προβλέπεται να εφαρμοστεί μόνο στη συγκεκριμένη μερίδα των μαθητών αφήνοντας να νοηθεί ότι υπόλοιποι υποψήφιοι καθίστανται αυτόματα επιλέξιμοι, αναφέρεται.
Επίσης, συνεχίζει, «αφορούν τη δυνατότητα του Υπουργείου να ανταποκριθεί στις εξειδικευμένες ανάγκες των παιδιών που επιλέγουν εργαστηριακά μαθήματα: Αναπόφευκτα, οι απαιτήσεις των εργαστηριακών μαθημάτων διαφοροποιούνται σε σχέση με τα θεωρητικά μαθήματα».
Αυτό, αναφέρεται, «δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως εμπόδιο για τη διδασκαλία και τη μάθηση, αλλά, αντίθετα, ως πρόκληση».
Σύμφωνα με την Επίτροπο η αρμόδια Αρχή «οφείλει να διασφαλίσει την προσβασιμότητα και την παραχώρηση ίσων ευκαιριών συμμετοχής σε όλους τους μαθητές σε πλαίσιο μη-διάκρισης».
«Η αποτελεσματικότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης έγκειται στον τρόπο διεξαγωγής του μαθήματος, στη διαφοροποίηση της διδασκαλίας, στα διαθέσιμα υποστηρικτικά μέσα και, παράλληλα, στη ρύθμιση των παραγόντων που συνηγορούν στην αποτελεσματικότητα της διδακτικής πράξης, όπως είναι ο μέγιστος αριθμός μαθητών ανά εργαστήριο, η αναγκαία επίβλεψη κατά τη χρήση επικίνδυνου εξοπλισμού, η επένδυση στις προδιαγραφές ασφάλειας εργαστηρίων, η εμπλοκή προσοντούχου εκπαιδευτικού για σκοπούς συνδιδασκαλίας όπου κρίνεται αναγκαίο ή/και η παρουσία σχολικού βοηθού, ειδικά καταρτισμένου για τεχνική υποστήριξη», προστίθεται.
Νοείται ότι, ως αναγκαία παράμετρος θεωρείται και η στοχευμένη επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, ώστε να ανταποκρίνονται αποτελεσματικά στις ατομικές διαφορές και στις εξατομικευμένες ανάγκες των παιδιών, σημειώνει η Επίτροπος.
Ακόμη αφορούν την πρόθεση του Υπουργείου να παραχωρήσει τις απαιτούμενες εύλογες προσαρμογές, όπως προνοείται στη νομοθεσία και σε συνάφεια με τις πρόνοιες της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Άτομα με Αναπηρίες. Η παραχώρηση εύλογων προσαρμογών προϋποθέτει την άρση περιβαλλοντικών εμποδίων ή/και φραγμών στη μάθηση, συμπεριλαμβανομένης της δυσκολίας στη χρήση εργαλείων. Η απόρριψη μαθητών με κινητικά προβλήματα, ξεκάθαρα συνιστά διάκριση στη βάση της αναπηρίας, ενώ η εκπαίδευση θα έπρεπε να στοχεύει στην εξεύρεση κατάλληλων εργαλείων, εξειδικευμένου εξοπλισμού και της αναγκαίας επίβλεψης για τήρηση των προδιαγραφών ασφάλειας, αναφέρει η κ. Μιχαηλίδου.
Επομένως, ο περιορισμός που θέτει το Υπουργείο για αυτόνομη και ανεξάρτητη ανταπόκριση στα εργαστήρια, δεν επιτρέπεται να παραμένει ασύνδετος από την υποστήριξη και τη συμμετοχή. Κάτι τέτοιο αντίκειται στους στόχους και στη φιλοσοφία της Ενιαίας Εκπαίδευσης προς την οποία προσανατολίζεται το ΥΠΠΑΝ και η οποία διακρίνεται σε επίπεδα στήριξης, ώστε οι μαθητές να μην αποκλείονται από το γενικό σύστημα εκπαίδευσης στη βάση ατομικών χαρακτηριστικών ή/και αναπηρίας, σημειώνει η Επίτροπος.
Επισημαίνεται επίσης πως «συγκεκριμένες πτυχές της εγκυκλίου είναι ιδιαίτερα προβληματικές»: για παράδειγμα, όπως αναφέρει, η εγκύκλιος υπονοεί ότι, οι μαθητές με παρορμητική ή επιθετική συμπεριφορά ή με συναισθηματικές κρίσεις ανταποκρίνονται καλύτερα στα πολύωρα θεωρητικά μαθήματα, αντί στα πολύωρα πρακτικά μαθήματα και επομένως, δεν ενδείκνυται η φοίτηση τους στην Πρακτική Κατεύθυνση της Τεχνικής Εκπαίδευσης.
Προς αυτό διατυπώνει το ερώτημα «στη βάση ποιας επιστημονικής τεκμηρίωσης βασίζεται αυτή η παραδοχή και κατά πόσο υπάρχουν στατιστικά που επιβεβαιώνουν ότι μαθητές με παρόμοια χαρακτηριστικά, όπως διατυπώνονται στην εγκύκλιο, επιτυγχάνουν καλύτερα σε άλλους μη-εργαστηριακούς χώρους».
Ακόμη σημειώνει πως σε περιπτώσεις απόρριψης της αίτησης συγκεκριμένων παιδιών για φοίτηση σε Τεχνικές Σχολές, θα ήταν χρήσιμο το ΥΠΠΑΝ να επεξηγήσει τις εναλλακτικές που προτείνει ως προς το πλαίσιο φοίτησης παιδιών, ώστε αυτό να ανταποκρίνεται στις ανάγκες, τις επιθυμίες και τις επαγγελματικές τους φιλοδοξίες.
«Ειδικότερα για τις περιπτώσεις παιδιών με αναπηρία, έχω επανειλημμένα υποδείξει ότι, πρέπει να τους απονέμεται τέτοιο πιστοποιητικό που να έχει ξεκάθαρη εξαργυρώσιμη αξία στην ενήλική τους ζωή, που πρέπει να αποτυπώνει ξεκάθαρα τις δεξιότητες που αποκτούν μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα οι μαθητές που λαμβάνουν Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση», αναφέρει η Επίτροπος.
Με αυτό τον τρόπο, διευκρινίζει, κατοχυρώνεται η κατάλληλη επιλογή εργασιακού περιβάλλοντος και δίνεται, παράλληλα, κατεύθυνση για την παροχή των αναγκαίων προσαρμογών για την αποτελεσματική διεκπεραίωση της εργασίας τους.
«Ως εκ τούτου, οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να κατοχυρώνονται μέσω της συμμετοχής παιδιών, ανεξαρτήτως του πλαισίου φοίτησης και όχι να ενθαρρύνονται τα παιδιά σε πρόωρη σχολική εγκατάλειψη, λόγω ανυπαρξίας των κατάλληλων συνθηκών διδασκαλίας», λέει η κ. Μιχαηλίδου.
Πέραν τούτου, αναφέρει, «αντί να αποκτούν οι μαθητές αισθήματα ματαίωσης εξαιτίας της μη παραχώρησης Απολυτηρίου λόγω ελλιπούς φοίτησης, θεωρώ ότι είναι προτιμότερο, να εξασφαλιστούν καλύτερες συνθήκες και κίνητρα, ώστε η φοίτηση όλων των μαθητών να καταστεί πλήρης».
«Προσβλέπω στη συνεργασία όλων των φορέων για παροχή υψηλού επιπέδου ποιοτικής εκπαίδευσης σε όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά», καταλήγει η κ Μιχαηλίδου.