Η εισαγωγή φυσικού αερίου, η επέκταση της χρήσης των ΑΠΕ και η ηλεκτρική διασύνδεση με τις γειτονικές χώρες, αποτελούν τους βασικούς πυλώνες της ενεργειακής πολιτικής της Κυβέρνησης, ανέφερε ο Υπουργός Εμπορίου, Ενέργειας και Βιομηχανίας Γιώργος Παπαναστασίου στον χαιρετισμό του κατά το πρόγευμα εργασίας με θέμα «Παρουσίαση Κινήτρων σε Επιχειρήσεις για μια Αειφόρο Ανάπτυξη», το οποίο διοργάνωσε τη Δευτέρα στη Λευκωσία ο Παγκύπριος Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Εξοικονόμησης Ενέργειας σε συνεργασία με την Ernst & Young και την Τράπεζα Κύπρου, υπό την αιγίδα του Υπουργού Ενέργειας.
Σύμφωνα με τον κ. Παπαναστασίου, το κράτος αποδίδει μεγάλη σημασία στις πολιτικές που εφαρμόζονται με στόχο την ταχύτερη μετάβαση της χώρας στην Πράσινη Οικονομία, στοχεύοντας τόσο στην επίτευξη των εθνικών στόχων για την ενέργεια, όσο και στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, τη μείωση του ενεργειακού κόστους όλων των καταναλωτών, την ενίσχυση της ασφάλειας, του ενεργειακού εφοδιασμού, την άρση της ενεργειακής απομόνωσης της Κύπρου, τη δημιουργία της ανταγωνιστικής εσωτερικής αγοράς ηλεκτρισμού και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου.
Προσέθεσε ότι το Υπουργείο εργάζεται για την ολοκλήρωση της αναθεώρησης του εθνικού σχεδίου για την ενέργεια και το κλίμα, το οποίο, όπως είπε, περιλαμβάνει όλα τα μέτρα και τις πολιτικές με τις οποίες η Κύπρος θα επιτύχει τους νέους της στόχους μέχρι το 2030, και το οποίο αναμένεται να ολοκληρωθεί τον επόμενο μήνα, με ιδιαίτερη έμφαση στην προώθηση επενδύσεων ενεργειακής απόδοσης σε όλους τους τομείς.
Συμπλήρωσε ότι οι κυριότερες δράσεις του Υπουργείου την τρέχουσα περίοδο περιλαμβάνουν μια σειρά από στοχευμένα σχέδια χορηγιών, τα οποία θα χρηματοδοτηθούν ως επί το πλείστον από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης Και Ανθεκτικότητας της ΕΕ και από το πρόγραμμα ΘΑλΕΙΑ 2021-2027, όπως το σχέδιο χορηγιών για την ενεργειακή αναβάθμιση και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των μεγάλων επιχειρήσεων με συνολικό προϋπολογισμό 17 εκατ. ευρώ, το σχέδιο χορηγιών για την κυκλική οικονομία στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις με συνολικό προϋπολογισμό 14,4 εκατ. ευρώ και η δεύτερη προκήρυξη του σχεδίου «Εξοικονομώ-Αναβαθμίζω» για μικρομεσαίες επιχειρήσεις και μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς με συνολικό προϋπολογισμό 20 εκατ. ευρώ.
Ο κ. Παπαναστασίου έκανε επίσης σύντομη αναφορά στους σχεδιασμούς του Υπουργείου για τους επόμενους μήνες και έτη, σημειώνοντας ότι στόχος είναι η μείωση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας στη βάση τριών πυλώνων.
Πρώτος πυλώνας, σύμφωνα με τον Υπουργό, είναι η άμεση ανάγκη εισαγωγής φυσικού αερίου σε υγροποιημένη μορφή μέσα από το υπό κατασκευή τερματικό, το οποίο χαρακτήρισε ως έργο εξαιρετικής αξίας για την υλοποίηση του παραπάνω πυλώνα, παρά το αυξημένο κόστος του, καθώς θα μειώσει σημαντικά τους ρύπους και κατά συνέπεια το κόστος της ηλεκτροπαραγωγής, με τον δεύτερο πυλώνα να αφορά στις ΑΠΕ με τη δημιουργία φωτοβολταϊκών πάρκων, την ενεργειακή αυτονόμηση των κατοικιών και των επιχειρήσεων και την ενίσχυση του δικτύου με αποθήκευση ενέργειας που παρέχεται από τις ΑΠΕ, ενώ ο τρίτος πυλώνας αφορά στην ηλεκτρική διασύνδεση με τις γειτονικές χώρες, η οποία, όπως ανέφερε, ενέχει τόσο γεωπολιτική διάσταση αλλά και αυτή της ασφάλειας προμήθειας.
Συμπλήρωσε ότι για να έχουν τα οφέλη που προσδοκούν οι καταναλωτές, οι δύο πρώτες πυλώνες θα πρέπει να συνδυαστούν με την ανταγωνιστική αγορά ηλεκτρισμού, η οποία θα υλοποιηθεί μέχρι τον Ιούλιο του 2025.
«Η πίεση που ασκεί η Ευρώπη σε ό,τι αφορά τις πράσινες τεχνολογίες επιβαρύνει τον εαυτό της, με αποτέλεσμα η οικονομία της και η βιομηχανία της να μην είναι πλέον ανταγωνιστικές, κάτι που αντιλαμβάνεται η ΕΕ και έχει προχωρήσει σε μία διόρθωση μέσα από τοποθετήσεις ώστε να μπορέσει να είναι πιο βιώσιμη η πράσινη μετάβαση», σημείωσε ο κ. Παπαναστασίου, συμπληρώνοντας πως κατά την προσωπική του άποψη, η πράσινη τεχνολογία θα πρέπει να συνυπάρχει με την τεχνολογία φυσικού αερίου.
Ο Αναπληρωτής Διευθυντής του Τμήματος Περιβάλλοντος Λάκης Μεσημέρης αναφέρθηκε στον δικό του χαιρετισμό στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, στόχος της οποίας, όπως είπε, είναι η επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050, και στη δέσμη 15 νομοθετικών προτάσεων «Fit for 55» που καλύπτει όλους τους τομείς της οικονομίας και θα οδηγήσει σε μια πιο ανταγωνιστική οικονομία.
Μεταξύ των παραπάνω προτάσεων, στάθηκε στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, το οποίο από το 2005, όπως είπε, έχει δώσει εξαιρετικά αποτελέσματα, με τις ενεργοβόρες βιομηχανίες σε επίπεδο ΕΕ να έχουν καταφέρει μέσω της τιμολόγησης του άνθρακα να βρουν εναλλακτικές επιλογές που οδήγησαν σε καθαρές τεχνολογίες, εξοικονόμηση ενέργειας και μείωση των εκπομπών κατά 47%.
Για την Κύπρο ειδικότερα, είπε πως η μη αξιοποίηση του παραπάνω εργαλείου επιβάρυνε την οικονομία, αναφέροντας επί παραδείγματι ότι το 30% του λειτουργικού κόστους της βιομηχανίας των ξενοδοχείων αφορά στο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας και υποβαθμίζει την ανταγωνιστικότητα του κλάδου.
«Αν δεν καταφέρουμε να βρούμε την ωφέλιμη προσέγγιση ως προς αυτό το εργαλείο, θα καταδικάσουμε ακόμα περισσότερο οτιδήποτε έχει σχέση με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και θα υπάρχει πρόσθετος πονοκέφαλος για την επίτευξη των εθνικών στόχων», σημείωσε, προσθέτοντας ότι αν θέλουμε να δούμε λύσεις αναφορικά με τους εθνικούς στόχους και την αξιοποίηση των θεσμικών εργαλείων θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την εξοικονόμηση ενέργειας και το Τμήμα Περιβάλλοντος θα στηρίξει κάθε ενέργεια προς αυτή την κατεύθυνση.
Τέλος, ο πρόεδρος του Παγκύπριου Συνδέσμου Επιχειρήσεων Εξοικονόμησης Ενέργειας Γιώργος Γεωργίου είπε από την πλευρά του πως η Κύπρος έχει θέσει φιλόδοξους στόχους για την προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, μεταξύ των οποίων η μείωση των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου κατά 32% έως το 2030 και η αύξηση του ποσοστού των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας στο 33%.
Τόνισε ακόμη πως η εξοικονόμηση και ορθολογική χρήση της ενέργειας είναι το μοναδικό μέσο για την επίτευξη των στόχων της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής, αλλά και για τη διασφάλιση της ενεργειακής επάρκειας της χώρας, και πως η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης σε κτίρια και επιχειρήσεις μειώνει το λειτουργικό κόστος.