Στην απόρριψη αγωγής καταθετών της Τράπεζας Κύπρου κατά της Δημοκρατίας σε σχέση με την απομείωση καταθέσεων το 2013 προχώρησε σήμερα το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της Νομικής Υπηρεσίας, σε πρόσφατη, πολυσέλιδη απόφασή του, το Δικαστήριο αναφέρει, μεταξύ άλλων, πως ως αποτέλεσμα των μέτρων εξυγίανσης που λήφθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου, οι ενάγοντες καταθέτες βρεθήκαν να είναι σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν εάν η Τράπεζα Κύπρου τίθετο σε εκκαθάριση. Ουδεμία ζημία έχει αποδειχθεί από τους ενάγοντες στους οποίους δόθηκαν μετοχές ανάλογης ονομαστικής αξίας, ενώ «…για να διαπιστωθεί ζημιά θα έπρεπε να τεθεί σε μαρτυρία τυχόν μειωμένη αξία με δεδομένο μάλιστα και το καθήκον από πλευράς εναγόντων για μετριασμό της ζημιάς», προστίθεται.
Με την απόφασή του το Δικαστήριο απέρριψε αγωγή για την απομείωση καταθέσεων το 2013, η οποία στρεφόταν εναντίον της Τράπεζας Κύπρου, της Κεντρικής Τράπεζας και της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στο πλαίσιο της αγωγής, μεταξύ άλλων, οι ενάγοντες ισχυρίζονταν ότι «Το περί Διάσωσης με Ίδια Μέσα της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρίας Λτδ., Διάταγμα του 2013, Κ.Δ.Π.103/2013» είναι αντισυνταγματικό. Το Δικαστήριο στην απόφαση του επεσήμανε ότι η Τράπεζα Κύπρου τέθηκε σε εξυγίανση με βάση τις πρόνοιες του «περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμος του 2013», του οποίου η συνταγματικότητα δεν προσβάλλεται. «Το Δικαστήριο, στην απόφασή του, αναφέρει ότι δεν αντιλαμβάνεται πώς είναι δυνατόν να είναι αντισυνταγματικό ένα Διάταγμα, το οποίο εκδόθηκε με βάση τις πρόνοιες ενός συνταγματικού νόμου. Συναφώς δεν τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας», σημειώνει η Νομική Υπηρεσία.
Το Δικαστήριο, ανέφερε, ακόμη πως κατά την κρίση του, όντως συνέτρεχαν τέτοιοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας χωρίς, τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, να επιτρέπουν κατάληξη για ύπαρξη παραβίασης της συνταγματικής αρχής της ισότητας.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο υιοθέτησε το σκεπτικό της απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Μυρτώ Χριστοδούλου κ.ά. -ν- Δημοκρατίας, 553/13 κ.ά. ως προς το ότι η σχέση καταθέτη-τράπεζας είναι σχέση πιστωτή – οφειλέτη. Δηλαδή, σύμφωνα με το Ανώτατο, «με την κατάθεση ο καταθέτης παύει να έχει ιδιοκτησιακό καθεστώς στα συγκεκριμένα χρήματα και έχει πλέον προς πίστη του ισάξια οφειλή της Τράπεζας προς αυτόν. Επομένως, με την απόδοση των πιο πάνω αναφερόμενων μετοχών, καθίσταται εμφανές ότι δεν έχει αποδειχθεί επηρεασμός, μείωση ή αποστέρηση της περιουσίας των εναγόντων».
Το Δικαστήριο απέρριψε όλες τις αξιώσεις των Εναγόντων και επιδίκασε έξοδα προς όφελος των εναγόμενων.
Την υπόθεση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας χειρίστηκε η Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, Ζήνα Χαραλάμπους.