Σκηνικό αβεβαιότητας και το 2021 βλέπει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο στην εαρινή έκθεση του η οποία εγκρίθηκε στις 2 Ιουνίου με στοιχεία που ήταν διαθέσιμα μέχρι τις 26 Μαϊου.
Το Συμβούλιο αφού μελέτησε τα δεδομένα που είχε στη διάθεση του, επισημαίνει τα πιο κάτω για το 2020:
• Το μακροοικονομικό περιβάλλον κατά το 2020 παρέμεινε αβέβαιο με σημαντικές προκλήσεις, σκηνικό το οποίο συνεχίζεται και το 2021.
• Η Κύπρος όπως και άλλα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν ενεργοποιήσει τη Γενική Ρήτρα Απόδρασης η οποία επιτρέπει την προσωρινή απόκλιση από τους αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες με στόχο την πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης. Ως εκ τούτου, δεν τίθεται θέμα μη συμμόρφωσης. Το Συμβούλιο επισημαίνει ότι, η χρήση της Ρήτρας αυτής επιβάλλεται να λαμβάνει υπόψη το ύψος του δημόσιου χρέους και τη διαχρονική βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών και συγκεκριμένα τη δυνατότητα εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους.
• Οι γενικές εκτιμήσεις για την επόμενη διετία εμπεριέχουν μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας, λόγω της μη προβλεψιμότητας για την πιθανή εξέλιξη της πανδημίας του COVID-19, όπως και τυχόν μόνιμες επιπτώσεις στις καταναλωτικές συνήθειες και στον τρόπο διεξαγωγής των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Οι μακροοικονομικές προβλέψεις αφορούν ένα ευρύ φάσμα τιμών το οποίο βασίζεται σε παραδοχές σεναρίων για την εξέλιξη της πανδημίας. Το Συμβούλιο θεωρεί ότι, οι προβλέψεις και ο δημοσιονομικός σχεδιασμός θα πρέπει να αναθεωρούνται και να αναπροσαρμόζονται σε τακτά χρονικά διαστήματα ανάλογα με τα νέα στοιχεία και δεδομένα αντικατοπτρίζοντας πιο ξεκάθαρη εικόνα για την εξέλιξη της πανδημίας και τις επιπτώσεις της στην οικονομία.
• Στο μεσοδιάστημα και μέχρι να ξεκαθαρίσει το σκηνικό αναφορικά με την εξέλιξη της πανδημίας COVID-19 και λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση στην οποία θα βρίσκεται η οικονομική δραστηριότητα, οι δημοσιονομικοί πόροι θα πρέπει να παρέχονται με φειδώ. Τα μέτρα στήριξης από την κυβέρνηση θα πρέπει να παρέχονται με προτεραιότητα σε βιώσιμες δραστηριότητες που αντιμετωπίζουν προσωρινά προβλήματα ρευστότητας και σε νοικοκυριά τα οποία θα έχουν απόλυτη ανάγκη. Το κράτος θα πρέπει να διατηρεί ένα αποθεματικό με γνώμονα τη δημιουργία νέας ανάγκης παρέμβασης σε κατοπινό στάδιο. Επιπρόσθετα, θα πρέπει πάντα να λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο το δημόσιο χρέος να καταστεί μη βιώσιμο, είτε λόγω της περαιτέρω αύξησης του, είτε λόγω μείωσης της δυνατότητας πραγματοποίησης ικανοποιητικών δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Πιθανή μείωση της παραγωγικής δυνατότητας της Κύπρου ή και ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων θα έχουν αρνητική επίπτωση στη δυνατότητα εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, γι’ αυτό θα πρέπει να διατηρηθεί στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο.
• Τα πιο πρόσφατα στοιχεία σχετικά με την εξέλιξη της πανδημίας και τις επιπτώσεις της στην οικονομία δείχνουν σταδιακή επιστροφή στην ομαλότητα και ανάκαμψη της οικονομίας. Σύμφωνα με τις παραδοχές και προβλέψεις του Υπουργείου Οικονομικών, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου αναμένεται ότι το ΑΕΠ της Κύπρου θα επιστρέψει τα προ της κρίσης επίπεδα μέχρι το 2023.
• Με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα και παραδοχές, τα οποία επαναλαμβάνεται ότι χαρακτηρίζονται από μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας, η Κύπρος φαίνεται να παραμένει σε θέση να εξυπηρετεί το δημόσιο χρέος. Η πρόβλεψη αυτή καταγράφεται στις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής 7 Επιτροπής και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Τονίζεται ότι η πρόβλεψη αυτή βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην υπόθεση ότι η Κύπρος θα επιτύχει ονομαστικό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης μεγαλύτερο από το μέσο επιτόκιο δημόσιου χρέους. Με δεδομένο ότι η νομισματική πολιτική, η οποία μέχρι σήμερα αποσκοπεί στην ποσοτική χαλάρωση και στη διατήρηση των επιτοκίων σε χαμηλά επίπεδα, καθορίζεται σε επίπεδο ευρωζώνης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η οποία μπορεί να διαφοροποιηθεί όταν και εφόσον τα πλείστα μέλη της επιτύχουν ψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης με πληθωριστικές πιέσεις, η Κύπρος πρέπει να επανέλθει σύντομα σε πλεονασματικό προϋπολογισμό και ψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Το Συμβούλιο θεωρεί ότι, η απρόσμενη κρίση αναδεικνύει για ακόμη μία φορά τη σημασία της προώθησης των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων που καταγράφονται διαχρονικά στις Εκθέσεις και παρεμβάσεις θεσμών και οργανισμών, μεταξύ των οποίων και του Δημοσιονομικού Συμβουλίου. Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στις μεταρρυθμίσεις που αφορούν:
• στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας ώστε να την καταστήσουν πιο ελκυστική σε εγχώριες και ξένες επενδύσεις,
• στη δημιουργία δημοσιονομικών πλεονασμάτων, τόσο μέσω της συγκράτησης των δαπανών και ιδιαίτερα του κρατικού μισθολογίου, όσο και της ενίσχυσης της οικονομικής δραστηριότητας, πολιτικές που θα μειώσουν δραστικά το δανεισμό και το κόστος εξυπηρέτησης του και θα ενισχύσουν το αποθεματικό που είναι αναγκαίο για την αντιμετώπιση κινδύνων όπως της τρέχουσας πανδημίας,
• στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της χαμηλής ιδιωτικής αποταμίευσης συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ενός αποτελεσματικού συνταξιοδοτικού συστήματος που θα διασφαλίζει τη συνταξιοδοτική επάρκεια για το σύνολο των πολιτών και
• στην επίλυση του προβλήματος του υπερδανεισμού στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων που ακόμη αποτελούν απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.