Στην βελτιωμένη τρέχουσα κατάσταση του κυπριακού τραπεζικού τομέα καθώς και στις προκλήσεις που αυτός αντιμετωπίζει, όπως είναι, μεταξύ άλλων, οι προοπτικές κερδοφορίας, ο αριθμός των τραπεζών σε σχέση με το μέγεθος της αγοράς, ο ανταγωνισμός από τις εταιρείες Fintech, οι πιστωτικοί κίνδυνοι και οι κλιματική αλλαγή, αναφέρθηκε ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (ΚΤΚ) Κωνσταντίνος Ηροδότου σε χαιρετισμό του την Πέμπτη στην Ετήσια Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου Διεθνών Χρηματοπιστωτικών Εταιρειών Κύπρου (ACIFF).
Ταυτόχρονα, ο κ. Ηροδότου είπε ότι ο κυπριακός τραπεζικός τομέας διαθέτει ισχυρό ισολογισμό ενώ έχει βελτιώσει την ικανότητα απορρόφησης ζημιών, παρά τις πιέσεις που προκαλεί η συνεχιζόμενη πανδημία, ενώ τόνισε πως ο μετασχηματισμός του επιχειρηματικού μοντέλου των τραπεζών προς την ψηφιοποίηση ενδεχόμενα να τους δώσει μακροπρόθεσμα την ευκαιρία να ενισχύσουν την κερδοφορία.
Ειδικότερα, στον χαιρετισμό του στο συνέδριο, το οποίο διεξήχθη διαδικτυακά λόγω της πανδημίας, ο Διοικητής της ΚΤΚ είπε ότι “πρόκληση παραμένουν οι προοπτικές κερδοφορίας των τραπεζών τόσο στην Κύπρο όσο και σε ολόκληρη την ΕΕ” και πρόσθεσε ότι “ένας σταθερά κερδοφόρος τραπεζικός τομέας είναι απαραίτητος για τη δημιουργία αποθεμάτων ασφαλείας για την απορρόφηση απροσδόκητων ζημιών, όπως αυτές που είδαμε πρόσφατα λόγω της πανδημίας”.
“Ενισχύει επίσης περαιτέρω την ικανότητα παροχής βιώσιμων δανείων τόσο σε επιχειρήσεις όσο και σε νοικοκυριά, συμβάλλοντας στην αποτελεσματική λειτουργία της πραγματικής οικονομίας”, υπογράμμισε.
Χρειάζεται προσοχή λόγω των ΜΕΔ
Αναφερόμενος στους πιστωτικούς κινδύνους, ο κ. Ηροδότου είπε ότι αυτοί θεωρούνται σημαντική πρόκληση για τον τραπεζικό τομέα και πρόσθεσε πως για χώρες που έχουν υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων όπως η Κύπρος, αυτός ο κίνδυνος απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, παρά την βελτίωση που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια.
«Ένα ασθενέστερο από το αναμενόμενο οικονομικό περιβάλλον μπορεί να οδηγήσει σε επιδείνωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων», σημείωσε.
Ως εκ τούτου, συνέχισε, είναι σημαντικό για τις κυπριακές τράπεζες να συνεχίσουν να βελτιώνουν την ποιότητα του ενεργητικού τους, γεφυρώνοντας το χάσμα με τις ευρωπαϊκές τράπεζες.
Η ψηφιοποίηση θα βελτιώσει την κερδοφορία
Ανέφερε επίσης ότι ο μετασχηματισμός του επιχειρηματικού μοντέλου των τραπεζών προς την ψηφιοποίηση ενδεχόμενα να τους δώσει μακροπρόθεσμα την ευκαιρία να ενισχύσουν την κερδοφορία τους, εξορθολογίζοντας τη δομή του κόστους τους και παρέχοντας πιο αποτελεσματικές, εξατομικευμένες υπηρεσίες στους πελάτες τους, προσθέτοντας, ωστόσο, ότι οι βαθύτεροι κίνδυνοι αυτού του μετασχηματισμού «δεν πρέπει να αγνοηθούν».Ο κ. Ηροδότου είπε ότι ο «ανταγωνισμός από τις εταιρείες Fintech δεν αφήνει κανένα περιθώριο εφησυχασμού στις τράπεζες», τονίζοντας πως οι τράπεζες «πρέπει να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της νέας εποχής ανεξάρτητα από την σχολή σκέψης στην οποία ανήκουν».Αναφέροντας ότι οι τράπεζες αντιμετωπίζουν επίσης αυξανόμενο ανταγωνισμό που προέρχεται από νεοεισερχόμενους στην αγορά, ο Διοικητής είπε ότι στην Κύπρο, υπάρχουν σήμερα 15 εξουσιοδοτημένα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος και 10 εξουσιοδοτημένα ιδρύματα πληρωμών, προσθέτοντας ότι αυτός ο αριθμός είναι πιθανό να αλλάξει δραματικά. Πρόσθεσε ότι αυτή τη στιγμή στην ΚΤΚ εκκρεμούν 44 αιτήσεις, αριθμός που είναι διπλάσιος, όπως είπε, σε σύγκριση με τις αιτήσεις που εκκρεμούσαν μόλις πριν από ένα χρόνο.
Ανέφερε ότι ο αριθμός αυτός είναι σημαντικά υψηλότερος από τις 11 εγχώριες και ξένες εξουσιοδοτημένες τράπεζες και θυγατρικές που λειτουργούν στην Κύπρο.
Οι κίνδυνοι από την κλιματική αλλαγή
Ο Διοικητής της ΚΤΚ είπε ακόμη ότι οι κίνδυνοι που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή αλλά και άλλοι αναδυόμενοι κίνδυνοι, όπως η ασφάλεια στον κυβερνοχώρο, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά το μετασχηματισμό των επιχειρηματικών μοντέλων, προκειμένου να διασφαλιστεί η βιώσιμη ανάπτυξη.Πρόσθεσε ότι «η μετάβαση σε μια πράσινη οικονομία έχει κόστος και αυτό θα επηρεάσει τις τράπεζες μέσω διαφόρων καναλιών», με κυριότερο την έκθεσή τους σε επιχειρήσεις με υψηλές εκπομπές άνθρακα.Επικαλούμενος τον Κάρολο Δαρβίνο, ο κ. Ηροδότου είπε ότι δεν είναι το ισχυρότερο από τα είδη που επιβιώνει, ούτε το πιο έξυπνο, αλλά αυτό που είναι πιο προσαρμοστικό στην αλλαγή.
Ισυχρός ο ισολογισμός των τραπεζών
Αναφερόμενος στη σημερινή κατάσταση του τραπεζικού τομέα της Κύπρου, ο κ. Ηροδότου είπε ότι μια δεκαετία μετά την κορύφωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης στην Κύπρο, ο τραπεζικός τομέας διαθέτει έναν ισχυρό ισολογισμό ενώ έχει βελτιώσει την ικανότητά του για απορρόφηση ζημιών, παρά τις πιέσεις που προκαλεί η συνεχιζόμενη πανδημία. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι η κεφαλαιακή θέση των κυπριακών τραπεζών, μέσω του δείκτη κοινών μετοχών tier 1, αυξήθηκε από 14,2% στο τέλος του 2014 σε 17,2% στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2021, σημειώνοντας ότι αυτό το ποσοστό είναι πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι το 15,7%. Επιπλέον, ο Διοικητής της ΚΤΚ είπε πως κατά την ίδια περίοδο υπήρξε αξιοσημείωτη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), τα οποία μειώθηκαν από 28,3 δισ. ευρώ το 2014 σε 4,3 δισ. ευρώ τον Οκτώβριο του 2021, τονίζοντας, ωστόσο, ότι ο δείκτης ΜΕΔ στον τραπεζικό τομέα της Κύπρου εξακολουθεί να είναι υψηλός, περίπου 15,2% τον Οκτώβριο του 2021. «Αν και ο Δείκτης ΜΕΔ έχει μειωθεί σημαντικά από το ανώτατο όριο του 48% το 2014, εξακολουθεί να είναι πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ του 2,1%. Ως εκ τούτου, οι προσπάθειες για περαιτέρω απομόχλευση πρέπει να συνεχιστούν», υπογράμμισε. Επίσης, ανέφερε ότι έχει βελτιωθεί η ρευστότητα των κυπριακών τραπεζών με το επίπεδο των καταθέσεων να βρίσκεται στο υψηλότερο του επίπεδο από το 2014, σε 51,5 δισ. ευρώ με την εξάρτηση του από εγχώριους καταθέτες να ανέρχεται στο 82%, σε αντίθεση με το 70% το 2014. Αυτό ενισχύει την ανθεκτικότητα της βάσης των καταθέσεων, καθώς οι εγχώριοι καταθέτες συνδέονται με μια πιο προβλέψιμη και σταθερή συμπεριφορά, σημείωσε. Ο κ. Ηροδότου είπε ακόμη ότι ο Δείκτης Κάλυψης Ρευστότητας διαμορφώθηκε στο επίπεδο του 313% τον Δεκέμβριο του 2021 και είναι υπερτριπλάσιος από την ελάχιστη απαίτηση του 100%, τοποθετώντας τον κυπριακό τραπεζικό τομέα μεταξύ αυτών με τη μεγαλύτερη ρευστότητα στην ΕΕ, όπου ο μέσος όρος ανέρχεται στο 175%.