Με 201 εκατομμύρια άνεργους το 2017 – αύξηση 3,4 εκατομμυρίων σε σύγκριση με το 2016 – οι επιχειρήσεις, ιδίως οι μικρομεσαίες (ΜμΕ), διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία αξιοπρεπών θέσεων εργασίας σε όλο τον κόσμο, σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ).Μεταξύ 2003 και 2016, ο αριθμός των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης στις ΜμΕ σχεδόν διπλασιάστηκε, με το μερίδιο της συνολικής απασχόλησης που αποδίδεται στις ΜμΕ να αυξάνεται από 31% σε 35%, σύμφωνα με την «Παγκόσμια Έκθεση για την Απασχόληση και την Κοινωνική Προοπτική 2017: Βιώσιμες επιχειρήσεις και Θέσεις εργασίας», της ΔΟΕ.Ωστόσο, πέρσι, η συμβολή τους στη συνολική απασχόληση παρουσιάζει στασιμότητα. Μεταξύ 2015 και 2016 η συμβολή των ΜμΕ στη συνολική απασχόληση παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητη, αυξανόμενη οριακά από 34,6 σε 34,8%.Σύμφωνα με την έκθεση, οι επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα αντιπροσώπευαν το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας απασχόλησης το 2016. Αυτές οι επιχειρήσεις απασχολούσαν 2,8 δισεκατομμύρια άτομα, δηλαδή το 87% της συνολικής απασχόλησης. Ενώ η μόνιμη πλήρης απασχόληση στις ΜμΕ αυξήθηκε περισσότερο από ό,τι στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις από το 2003 έως το 2008 – κατά μέσο όρο 4,7 ποσοστιαίες μονάδες στις μικρές και 3,3 ποσοστιαίες μονάδες στις μεσαίες επιχειρήσεις – από το 2009 μέχρι το 2014 δεν υπήρξε αύξηση της απασχόλησης στις ΜμΕ.«Για να αντιστραφεί η πρόσφατη τάση στασιμότητας της απασχόλησης στις ΜμΕ, χρειαζόμαστε πολιτικές για την καλύτερη προώθηση των ΜμΕ και ένα καλύτερο επιχειρηματικό περιβάλλον για όλες τις επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στη χρηματοδότηση για τους νέους», δήλωσε η Ντέμπορα Γκρίνφιλντ, Αναπληρώτρια Γενική Διευθύντρια της ΔΟΕ για την Πολιτική.Στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, οι ΜμΕ αντιπροσωπεύουν το 52% της συνολικής απασχόλησης, έναντι 34% στις αναδυόμενες οικονομίες και 41% στις ανεπτυγμένες οικονομίες.Η δυναμική απασχόλησης ανάμεσα στις νέες επιχειρήσεις όσον αφορά τη μόνιμη πλήρη απασχόληση έχει αποδυναμωθεί επίσης από την παγκόσμια οικονομική κρίση, σύμφωνα με την έκθεση.Ο ρυθμός αύξησης της μόνιμης πλήρους απασχόλησης στις νέες επιχειρήσεις ήταν κατά μέσο όρο 6,9 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος από ό, τι στις εγκατεστημένες επιχειρήσεις κατά την περίοδο πριν από την κρίση, αλλά η διαφορά μειώθηκε σε 5,5 ποσοστιαίες μονάδες μετά την κρίση. Η αλλαγή αυτή αντικατοπτρίζει τις εξελίξεις στο γενικό επιχειρηματικό περιβάλλον, όπου νέες επιχειρήσεις έχουν καταργήσει θέσεις εργασίας με ρυθμούς ταχύτερους από ό, τι πριν.Η έκθεση διαπιστώνει επίσης ότι η παροχή κατάρτισης σε μόνιμους υπαλλήλους συνδέεται με ψηλούς μισθούς, ψηλότερη παραγωγικότητα και χαμηλότερο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, ενώ η αύξηση της χρήσης προσωρινής απασχόλησης συνδέεται με χαμηλότερους μισθούς και χαμηλότερη παραγωγικότητα, χωρίς επιπτώσεις στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι, κατά μέσο όρο, οι επιχειρήσεις που παρέχουν κατάρτιση στους μόνιμους υπαλλήλους πλήρους απασχόλησης πληρώνουν 14 τοις εκατό ψηλότερους μισθούς, είναι 19,6 τοις εκατό πιο παραγωγικές και έχουν 5,3 τοις εκατό χαμηλότερο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε σύγκριση με εκείνες που δεν προσφέρουν κατάρτιση. Εναλλακτικά, κατά μέσο όρο, η αύξηση του ποσοστού προσωρινής απασχόλησης κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες συνδέεται με χαμηλότερους μέσους μισθούς κατά 2,6% και χαμηλότερη παραγωγικότητα κατά 1,9%, γεγονός που δεν παρέχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα από πλευράς κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.Η έκθεση διαπιστώνει ότι η καινοτομία αποτελεί σημαντική πηγή ανταγωνιστικότητας και δημιουργίας θέσεων εργασίας για τις επιχειρήσεις. Οι καινοτόμες επιχειρήσεις, συνολικά, τείνουν να είναι πιο παραγωγικές, δημιουργούν περισσότερες θέσεις εργασίας, απασχολούν πιο μορφωμένους εργαζόμενους και προσφέρουν μεγαλύτερη κατάρτιση. Προσλαμβάνουν επίσης περισσότερες γυναίκες εργαζόμενες.Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, η καινοτομία έχει οδηγήσει σε πιο εντατική χρήση προσωρινά απασχολουμένων (ιδίως σε επιχειρήσεις με καινοτομία προϊόντων και διαδικασιών) και σε μεγαλύτερη συγκέντρωση γυναικών στην προσωρινή απασχόληση. Για παράδειγμα, οι επιχειρήσεις που εφαρμόζουν καινοτομία προϊόντων και διαδικασιών τείνουν να απασχολούν περισσότερους προσωρινούς εργαζόμενους από ό, τι οι μη καινοτόμοι, σε ποσοστό που ξεπερνά το 75%.Το εμπόριο και η δραστηριοποίηση στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού προσφέρουν σημαντική τόνωση στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και την αύξηση της παραγωγικότητας. Καθώς το εμπόριο παρουσιάζει στασιμότητα τα τελευταία χρόνια, το ίδιο συμβαίνει και με την απασχόληση στον τομέα αυτό. Το 2016, το 37,3% των εργαζομένων απασχολούνταν σε ιδιωτικές εξαγωγικές επιχειρήσεις. Το μερίδιο αυτό είναι χαμηλότερο από το 38,6% πριν από την κρίση. Η έκθεση επισημαίνει ότι οι εμπορικές επιχειρήσεις έχουν ψηλότερη παραγωγικότητα και πληρώνουν ψηλότερους μισθούς από τις επιχειρήσεις που δεν ασχολούνται με το εμπόριο.Η έρευνα της ΔΟΕ δείχνει ακόμα ότι οι γυναίκες που κατέχουν μόνιμες θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης είναι περισσότερες στις ΜμΕ παρά σε μεγάλες επιχειρήσεις. Κατά μέσο όρο και σε όλες τις περιφέρειες, περίπου το 30% των μόνιμων υπαλλήλων πλήρους απασχόλησης στις ΜμΕ είναι γυναίκες, σε σύγκριση με 27% στις μεγάλες επιχειρήσεις.Επιπλέον, το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών, ιδίως στις ΜμΕ, συσχετίζεται έντονα με το κατά κεφαλήν εισόδημα μιας χώρας. Κατά συνέπεια, μεγαλύτερος αριθμός γυναικών στις επιχειρήσεις μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη, επειδή οι πολύ μικρές επιχειρήσεις και οι ΜμΕ συχνά προσφέρουν στις γυναίκες ένα σημείο εισόδου στην επίσημη αγορά εργασίας.Τέλος, η έκθεση της ΔΟΕ επιμένει στο βασικό ρόλο του κοινωνικού διαλόγου μεταξύ κυβερνήσεων, εργοδοτών και εργαζομένων για τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων.«Ενώ οι κυβερνήσεις διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση θεσμών που ενισχύουν τις βιώσιμες επιχειρήσεις και τη χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη, οι εργαζόμενοι και οι οργανώσεις τους υποστηρίζουν κατάλληλες πολιτικές και κανονισμούς καθώς και εκπροσώπηση. Μέσα από αυτές τις συντονισμένες δράσεις, οι βιώσιμες επιχειρήσεις μπορούν να προωθήσουν ίσες ευκαιρίες απασχόλησης, προστασία των εργαζομένων και των δικαιωμάτων τους και να επενδύσουν σε εργαζόμενους καθώς και σε άλλους σημαντικούς παράγοντες της παραγωγής», επεσήμανε η κα. Γκρίνφιλντ.