Αιτιολογημένη γνώμη, το τελευταίο στάδιο πριν την παραπομπή στο Δικαστήριο της ΕΕ, αναφορικά με την μη εφαρμογή από την Κύπρο και άλλα κράτη μέλη της συμφωνίας για επιβολή ελάχιστης φορολογίας 15% στις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, περιέχει η δέσμη αποφάσεων επί παραβάσει για τον Μάιο τον οποίο έδωσε στη δημοσιότητα την Πέμπτη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Το πακέτο αποφάσεων επί παραβάσει περιέχει επίσης και αιτιολογημένη γνώμη κατά της Κύπρου και άλλων κρατών μελών για τη μη εφαρμογή νομοθεσιών που αφορούν την εταιρική διαφάνεια και την ενίσχυση του δημόσιου ελέγχου των πολυεθνικών επιχειρήσεων.
Ακόμα, η Κομισιόν ξεκίνησε νέα διαδικασία επί παραβάσει κατά 18 κρατών μελών, μεταξύ τους και της Κύπρου, σε σχέση με την Πράξη για τη Διακυβέρνηση Δεδομένων, και συγκεκριμένα τον ορισμό των αρμόδιων αρχών για παρακολούθηση της εφαρμογής της.
Οι διαδικασίες επί παραβάσει αφορούν τη μη συμμόρφωση κρατών μελών με το κοινοτικό κεκτημένο και νομοθεσίες, και μπορούν να καταλήξουν με προσφυγή της Κομισιόν κατά ενός κράτους μέλους στο Δικαστήριο της ΕΕ και επιβολή προστίμων, αν και πολλές αποφάσεις ολοκληρώνονται χωρίς να χρειαστούν τέτοια μέτρα.
Το πρώτο στάδιο της διαδικασίας είναι η αποστολή προειδοποιητικής επιστολής στην οποία το κράτος μέλος έχει αρχικά διορία δύο μηνών για να απαντήσει. Σε περίπτωση που οι όποιες απαντήσεις δεν κριθούν ικανοποιητικές, η Κομισιόν αποστέλλει αιτιολογημένη γνώμη. Αν το κράτος μέλος δεν συμμορφωθεί, η Κομισιόν μπορεί να επιλέξει να προσφύγει στο ΔΕΕ.
Φορολογία σε πολυεθνικές και μεγάλες επιχειρήσεις
Η Επιτροπή αποφάσισε να αποστείλει αιτιολογημένες γνώμες στην Κύπρο (INFR(2024)0020) καθώς και την Ισπανία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, την Πολωνία και την Πορτογαλία λόγω μη κοινοποίησης μέτρων για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας για ένα ελάχιστο επίπεδο φορολογίας για τους πολυεθνικούς ομίλους επιχειρήσεων και τους εγχώριους ομίλους μεγάλης κλίμακας στην ΕΕ (Οδηγία (ΕΕ) 2022/2523, γνωστή ως οδηγία για τον Πυλώνα 2 στο πλαίσιο στη συμφωνίας μεταρρύθμισης της παγκόσμιας φορολογίας του ΟΟΣΑ και των G20).
Η οδηγία θέτει τις νομικές βάσεις για εφαρμογή του μέρους της συμφωνίας που αφορά την επιβολή ελάχιστου φορολογικού συντελεστή 15%, σε μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις. Τα κράτη μέλη της ΕΕ είχαν υποχρέωση να εφαρμόσουν τις σχετικές νομοθεσίες για τον Πυλώνα 2 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2023.
Αν και τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν προχωρήσει, η Κύπρος, η Ισπανία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Πολωνία και η Πορτογαλία δεν έχουν ακόμη κοινοποιήσει τα εθνικά τους μέτρα εφαρμογής. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε να εκδώσει αιτιολογημένη γνώμη προς τα εν λόγω κράτη μέλη, τα οποία έχουν προθεσμία δύο μηνών για να απαντήσουν και να λάβουν τα αναγκαία μέτρα. Διαφορετικά, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Υποβολή εκθέσεων για εταιρική διαφάνεια
Επίσης, η Επιτροπή απέστειλε αιτιολογημένες γνώμες στην Κύπρο (INFR(2023)0118), καθώς και στο Βέλγιο, την Ιταλία, τη Σλοβενία, την Αυστρία και τη Φινλανδία λόγω μη πλήρους μεταφοράς της οδηγίας για τη δημόσια υποβολή εκθέσεων ανά χώρα (οδηγία (ΕΕ) 2021/2101) που τροποποιεί τη λεγόμενη «λογιστική οδηγία» (οδηγία 2013/34/ΕΕ).
Η οδηγία για τη δημόσια υποβολή εκθέσεων ανά χώρα αφορά την ενίσχυση της εταιρικής διαφάνειας και την ενίσχυση του δημόσιου ελέγχου των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Περιέχει κανόνες για τη δημοσιοποίηση πληροφοριών σχετικά με τη φορολογία εισοδήματος από ορισμένες πολυεθνικές επιχειρήσεις με έσοδα άνω των 750 εκατ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων πολυεθνικών επιχειρήσεων από τρίτες χώρες που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ.
Όπως σημειώνεται στο πακέτο παραβάσεων, τυχόν καθυστερήσεις στην εφαρμογή της πολιτικής αυτής θα πλήξει τις προσπάθειες για ενίσχυση της λογοδοσίας των εταιριών αυτών σχετικά με τον φόρο εισοδήματος που καταβάλλουν σε κάθε κράτος μέλος, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την εμπιστοσύνης των πολιτών στα εθνικά συστήματα φορολόγησης.
Η Επιτροπή εξέδωσε αιτιολογημένες γνώμες στις έξι χώρες οι οποίες έχουν πλέον δύο μήνες για να απαντήσουν και να λάβουν τα αναγκαία μέτρα. Διαφορετικά, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να παραπέμψει τις υποθέσεις στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Διακυβέρνηση δεδομένων
Η Επιτροπή ξεκίνησε επίσης διαδικασία επί παραβάσει κατά της Κύπρου (INFR(2024)2056) και άλλων 17 κρατών μελών (Βέλγιο, Τσεχία, Γερμανία, Εσθονία, Ελλάδα, Γαλλία, Ιταλία, Λετονία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Αυστρία, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβενία, Σλοβακία και Σουηδία), καθώς δεν όρισαν αρμόδιες εθνικές αρχές για έλεγχο της συμμόρφωσης με την Πράξη για τη Διακυβέρνηση Δεδομένων, ή δεν απέδειξαν πως οι αρχές που υπέδειξαν έχουν τις αναγκαίες εξουσίες.
Η Πράξη για τη Διακυβέρνηση των Δεδομένων διευκολύνει την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ τομέων και χωρών της ΕΕ προς όφελος των πολιτών και των επιχειρήσεων, θεσπίζοντας κανόνες για την ουδετερότητα των διαμεσολαβητών που συνδέουν ιδιώτες και εταιρείες με χρήστες δεδομένων.
Οι δραστηριότητες διαμεσολάβησης δεδομένων πρέπει να είναι αυστηρά ανεξάρτητες από οποιεσδήποτε άλλες υπηρεσίες που παρέχουν, πρέπει να είναι καταχωρημένες και να μπορούν να αναγνωρίζονται με τη χρήση λογότυπου κοινού σε όλη την ΕΕ.
Η νομοθεσία θα διευκολύνει επίσης την επαναχρησιμοποίηση ορισμένων δεδομένων που κατέχει ο δημόσιος τομέας και θα τονώσει την εθελοντική ανταλλαγή δεδομένων.
Βάσει της αρχής του «αλτρουισμού σε σχέση με τα δεδομένα», οι πολίτες θα μπορούν να δώσουν τη συγκατάθεσή τους για τη διάθεση δεδομένων που παράγουν για το κοινό καλό, για παράδειγμα για ιατρικά ερευνητικά έργα. Οργανισμοί που χειρίζονται τέτοια δεδομένα θα θέλουν να συμπεριληφθούν στο δημόσιο μητρώο και να φέρουν τη σχετική σήμανση της ΕΕ πρέπει να έχουν μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα και να πληρούν τις απαιτήσεις διαφάνειας, καθώς και να προσφέρουν ειδικές εγγυήσεις για την ασφάλεια των δεδομένων πολιτών και εταιριών.
Από τις 24 Σεπτεμβρίου 2023, οι αρμόδιες αρχές είναι υπεύθυνες για την καταχώριση των οργανισμών αλτρουισμού δεδομένων και για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης των παρόχων υπηρεσιών διαμεσολάβησης δεδομένων.
Τα 18 κράτη μέλη στα οποία στάλθηκε η προειδοποιητική επιστολή έχουν πλέον 2 μήνες προθεσμία για να απαντήσουν και να αντιμετωπίσουν τις ελλείψεις που κατέγραψε η Επιτροπή. Εάν δεν υπάρξει ικανοποιητική απάντηση, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να εκδώσει αιτιολογημένη γνώμη.