Αποζημιώσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ για τις ζημιές που υπέστησαν από το κούρεμα καταθέσεων το 2013, διεκδικούν Έλληνες υπήκοοι με προσφυγή που καταχώρησαν στο Διεθνές Κέντρο Επίλυσης των Επενδυτικών Διαφορών (ICSID) της Παγκόσμιας Τράπεζας κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Με επιστολή τους προς την Βουλή των Αντιπροσώπων, οι 956 καταθέτες και ομολογιούχοι από την Ελλάδα καλούν τη Βουλή «να ασκήσει την όποια επιρροή της στον Πρόεδρο της Κύπρου, για μια ταχύτερη επίλυση του θέματος, σε μία υπόθεση που είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα καταλήξει υπέρ μας». Σχετικό αντίγραφο της επιστολής, όπως αναφέρουν, έλαβε και η Ελληνική Κυβέρνηση «με σκοπό να ασκηθεί πίεση σε ανώτατο επίπεδο».
Για προσπάθεια άσκησης πολιτικής πίεσης και για καθ’ όλα αβάσιμους ισχυρισμούς, κάνει λόγο η Νομική Υπηρεσία, σύμφωνα με δηλώσεις εκπροσώπου της στο ΚΥΠΕ, σημειώνοντας ότι «παρόμοιοι ισχυρισμοί σχετικά με τα μέτρα εξυγίανσης έχουν ήδη απορριφθεί από άλλα διαιτητικά δικαστήρια, από το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
«Ο σκοπός αυτής της επιστολής», αναφέρουν οι αιτητές, μέσω των δικηγόρων τους, «είναι να αντιληφθεί η Κυπριακή Βουλή τις σημαντικές παραμέτρους και τις δυσμενείς επιπτώσεις που δύναται να έχει αυτή η υπόθεση στον κυπριακό λαό και σκοπίμως «αποσιωπώνται» και αποκρύπτονται από την κοινή γνώμη , καθώς είναι η πρώτη υπόθεση που εκδικάζεται με αυτό το περιεχόμενο, μετά την χρεωκοπία της Αργεντινής το 2001 και τις αντίστοιχες καταδικαστικές αποφάσεις εναντίον της από ακριβώς το ίδιο Διαιτητικό Όργανο που έχουν προσφύγει και οι 956 Έλληνες Αιτητές».
Σημειώνεται, μεταξύ άλλων στην επιστολή τους, «ότι στις 7 Φεβρουαρίου 2020, η Κυπριακή Δημοκρατία υπέστη ένα πολύ σοβαρό δικαστικό «πλήγμα», καθώς το Διεθνές Διαιτητικό Όργανο που εξέτασε τα αιτήματα των 956 καταθετών και ομολογιούχων κατά του Κυπριακού Κράτους, -που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν de facto απαλλοτρίωση της περιουσίας τους μέσω του επιβληθέντος bail in στους Έλληνες υπηκόους και νομικά πρόσωπα-, απεφάνθη ότι η υπόθεση προχωρά στην εκτίμηση της υπαιτιότητας της Κύπρου πριν το τέλος του 2021».
«Αυτό σημαίνει ότι κάποια στιγμή μέσα στον επόμενο χρόνο θα κληθούν να καταθέσουν ως μάρτυρες και να αντεξετασθούν ο Πρόεδρος της Κύπρου κ. Αναστασιάδης, πρώην Υπουργοί Οικονομικών, οι πρώην Διοικητές της Κεντρικής Τράπεζας κ. Δημητριάδης & Ορφανίδης, αρκετά μέλη του Κοινοβουλίου καθώς και ορισμένοι κρατικοί αξιωματούχοι», προστίθεται. Σύμφωνα με την επιστολή, η ουσία της προσφυγής θα συζητηθεί στο ICSID στην Washington από 8-19 Νοεμβρίου 2021.
Όπως αναφέρεται, οι αιτητές αναφέρουν ότι «δεδομένης της ανάγκης οι δύο ‘αδελφές’ χώρες να διατηρούν ενιαίο μέτωπο έναντι του κοινού εχθρού, εκτιμούμε ότι η επιστολή αυτή θα ευαισθητοποιήσει τα ανώτατα πολιτικά στελέχη των δύο χωρών, ώστε να μην φθάσουμε στο ‘μη περαιτέρω’», ενώ προειδοποιούν πως «εάν η Κύπρος, όπως με προκλητικό, ‘εξοργιστικό’ τρόπο δηλώνουν απερίφραστα οι δικηγόροι της, αρνηθεί να καταβάλλει αποζημιώσεις οικειοθελώς, μετά από το τελικό award της Διεθνούς Διαιτησίας», τότε, μέσω των δικηγόρων τους, θα προβούν «σε αναγκαστική εκτέλεση, όπου είναι εφικτό, παγκοσμίως».
Ως εκ τούτου, αναφέρουν, «η Κύπρος, θα ‘καταταγεί’, εξ αυτού του λόγου, στα Κράτη-Παρίες της Διεθνούς Κοινότητας, όπως η Βενεζουέλα και η Β. Κορέα, με ανεπανόρθωτες συνέπειες στην οικονομία της και το διεθνές της status. Και το πιο θλιβερό είναι, ότι αυτο θα έχει συμβεί, αρνούμενη να συμμορφωθεί με απόφαση της Διεθνούς Διαιτησίας, έναντι των αδελφών της Ελλήνων».
«Η άδικη μεταχείριση που επέδειξε η Κύπρος στους Έλληνες καταθέτες δεν είναι ισχυρισμός που προβάλλουν μόνον αυτοί στο ICSID, αλλά ήδη «διατρανώθηκε πανηγυρικά» και από αρκετούς διακεκριμένους Κυπρίους Βουλευτές, όπως ο Ζαχαρίας Κουλίας, ο Δημήτρης Συλλούρης, ο Γιαννάκης Ομήρου και ο Μάριος Καρογιάν, οι οποίοι δημόσια τοποθετήθηκαν, χαρακτηρίζοντας αυτό το κούρεμα καταθέσεων του 2013 με βαρύτατους χαρακτηρισμούς και περιγράφοντάς το με τα μελανότερα χρώματα, μπροστά στα οποία τα δικά μας σχόλια φαντάζουν επιεική…”, όπως υποστηρίζουν. Επικαλούμενοι δηλώσεις του πρώην Διοικητή της ΚτΚ κ. Δημητριάδη και προειδοποιήσεις του Γενικού Εισαγγελέα και του τότε Νομικού Συμβούλου της Προεδρίας της Δημοκρατίας και νυν Δικαστή στο Ανώτατο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως εκπρόσωπος της Κύπρου, για το κούρεμα αλλά και έγγραφα της ΚΤΚ και του Υπουργείου Οικονομικών, οι αιτητές κάνουν λόγο στην επιστολή τους για «εξόχως αποκαλυπτικές» παραδοχές της ευθύνης της Κύπρου και των νομικών της υποχρεώσεων.
Υποστηρίζουν, επίσης, ότι «η μεταχείριση του θέματος έως τώρα, δεδομένου του υψηλού πολιτικού κόστους που θα ανακύψει σίγουρα μόλις έλθει η ώρα της καταβολής των αποζημιώσεων, είναι η γνωστή… μετάθεση του προβλήματος στο απώτερο μέλλον, ώστε να την πληρώσει η επόμενη, η μεθεπόμενη κυβέρνηση. Ο σκοπός είναι η υπόθεση να μην προκαλεί τη δημοσιότητα, ώστε να μην μάθει ο Κυπριακός Λαός ότι η υπόθεση αυτή, ήδη του στοιχίζει σε δικηγορικές αμοιβές μόνον περί τα 14,8 εκατομμύρια δολάρια!»
«Αλλά αυτό ίσως είναι το λιγότερο: Ενώ οι αρχικές απαιτήσεις των Ελλήνων καταθετών ήταν περί τα 209 εκατ ευρώ, μόνον οι τόκοι σήμερα είναι περί τα 182 και όταν τελικά η υπόθεση θα εκδικασθεί του χρόνου επί της ουσίας, θα έχει ξεπεράσει τα 418 εκατ, ενώ μαζί με τις νέες αιτήσεις αποζημιώσεως που προστίθενται καθημερινά και ήδη ανέρχονται σε 50 εκατ, και αυτές , όπως φαίνεται θα ξεπεράσουν τα 100..εντόκως και αυτές»
«Ας είμαστε ξεκάθαροι: Δεν υπάρχει καμμία περίπτωση η Κύπρος να γλυτώσει το αναπόφευκτο: Το Διεθνές Δίκαιο απαιτεί σε περίπτωση απαλλοτρίωσης περιουσίας να καταβάλλεται εύλογη αποζημίωση, ενώ σε πρόσφατη απόφασή του, το ανώτατο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην απόφασή του επί της υποθέσεως Ledra το 2016, έκρινε ότι η απόφαση για το κούρεμα του 2013 ήταν αποκλειστικά ευθύνη της Κυπριακής Κυβέρνησης και όχι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η στρατηγική της λοιπόν είναι απλώς, να κερδίσει χρόνο για να αποφύγει το αναπόφευκτο, δηλαδή να πληρώσει», καταλήγουν οι αιτητές.
Την επιστολή υπογράφει o Διευθύνων Σύμβουλος του δικηγορικού γραφείου Kyros Law Offices στην Αθήνα, Δικηγόρος – Οικονομολόγος Γιάννης Κυριακόπουλος. Το εν λόγω γραφείο χειρίζεται την προσφυγή μαζί με τις δικηγορικές εταιρείες GRANT & EISENHOFER, KESSLER & TOPPAZ και την FIETTA LAW.Νομική Υπηρεσία: Αβάσιμοι οι ισχυρισμοί των αιτητών, επιδιώκουν να ασκήσουν πολιτική πίεση
Κληθείς να σχολιάσει το περιεχόμενο της επιστολής, εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας, δήλωσε στο ΚΥΠΕ ότι οι «εν λόγω δικηγόροι προσπαθούν να προωθήσουν τα συμφέροντα των πελατών τους μέσω των εν λόγω επιστολών, επιδιώκοντας να ασκήσουν πολιτική πίεση, αντί μέσω της εκδίκασης της υπόθεσης ενώπιον του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου».
«Στις 7 Φεβρουαρίου 2020, εκδόθηκε η απόφαση του διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου επί του ζητήματος της Δικαιοδοσίας στην υπό αναφορά υπόθεση. Οι απαιτητές, Έλληνες και Λουξεμβουργιανοί υπήκοοι φέρονται να είναι καταθέτες και ομολογιούχοι της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής Τράπεζας και προσβάλλουν τα μέτρα εξυγίανσης που εφαρμόστηκαν στις τράπεζες αυτές το 2013», είπε.
Σημείωσε ότι «η Κυπριακή Δημοκρατία είχε εγείρει ενστάσεις σχετικά με τη δικαιοδοσία του διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου να επιληφθεί των αξιώσεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν, ειδικότερα, ενστάσεις σχετικά με τη φύση της υπόθεσης όσον αφορά τη μαζική διεκδίκηση και την επίκληση από τους απαιτητές διεθνών επενδυτικών συμφωνιών μεταξύ Κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες υπερκεράστηκαν από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο μετά την ένταξη και των δύο κρατών στην ΕΕ». Ανέφερε, επίσης, ότι «το διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο, κατά πλειοψηφία, αποφάνθηκε υπέρ της ύπαρξης δικαιοδοσίας επί των αξιώσεων, ενώ ο τρίτος Διαιτητής εξέδωσε μειοψηφούσα γνώμη περί του αντιθέτου».
«Η Κυπριακή Δημοκρατία διαφωνεί με την απόφαση της πλειοψηφίας, η οποία, αν χρειαστεί, μπορεί να αμφισβητηθεί μετά την ολοκλήρωση της διαιτησίας. Επί του παρόντος, η διαδικασία προχωρεί με την επί της ουσίας εξέταση των ισχυρισμών των απαιτητών. Η Δημοκρατία θεωρεί ότι οι ισχυρισμοί των απαιτητών είναι καθ’ όλα αβάσιμοι και σημειώνει ότι παρόμοιοι ισχυρισμοί σχετικά με τα μέτρα εξυγίανσης έχουν ήδη απορριφθεί από άλλα διαιτητικά δικαστήρια, από το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ανέφερε.
Είπε, τέλος, ότι η Κυπριακή Δημοκρατία μέσω της Νομικής Υπηρεσίας, της Κεντρικής Τράπεζας και του Υπουργείου Οικονομικών σε συνεργασία με τον διεθνούς εμβέλειας Δικηγορικό Οίκο Curtis Mallet-Prevost Colt & Mosle, υπερασπίζεται την υπόθεση ενώπιον του διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου.