Απάντηση στις επικρίσεις του τέως Προέδρου του ΔΗΣΥ Αβέρωφ Νεοφύτου, αναφορικά με τους κυβερνητικούς χειρισμούς σε σχέση με το Ταμείο Προνοίας των υπαλλήλων της Τράπεζας Κύπρου, έδωσε ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος Κωνσταντίνος Λετυμπιώτης. Μετά τη σημερινή συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου και ερωτηθείς σχετικά είπε «να υπενθυμίσω στον κ. Νεοφύτου ότι ηγείτο κυβερνώντος κόμματος για δέκα χρόνια και για δέκα ολόκληρα χρόνια δεν προέβη στις απαραίτητες ενέργειες και ασφαλώς με τον με τον δέοντα τρόπο, δια μέσου της εκτελεστικής εξουσίας.»
«Δεν το έπραξε. Σας θυμίζω ότι, παρόλες τις διαβεβαιώσεις που είδαμε και τον Ιανουάριο του 2018, παραμονές των προεδρικών εκλογών τότε, το ζήτημα δεν επιλύθηκε και δεν επιλύθηκε ούτε διά της οδού που θα έπρεπε μέσω της εκτελεστικής εξουσίας. Θα αναμέναμε από τον κ. Νεοφύτου, ως έμπειρος βουλευτής, ως πρώην Υπουργός, να γνωρίζει ότι η παρούσα πρόταση νόμου συγκρούεται με συνταγματικές διατάξεις, τόσο σε σχέση με την αύξηση των δημοσίων δαπανών όσο και ως προς τη διάκριση εξουσιών. Και πολύ συγκεκριμένα, ο υπό αναφορά νόμος, ο οποίος ψηφίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, επιφέρει αύξηση των δημοσίων δαπανών. Είναι το άρθρο 80 του Συντάγματος που δεν επιτρέπει πρόταση νόμου από βουλευτή η οποία συνεπάγεται αύξηση των εξόδων σε ό, τι αφορά το σχέδιο αυξημένης αναπλήρωσης της απώλειας των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των μελών του Ταμείου Προνοίας οι καταθέσεις των οποίων έχουν απομειωθεί που προβλέπονται στον προϋπολογισμό. Αυτό είναι η πρώτη συνταγματική πρόνοια με την οποία συγκρούεται η πρόταση νόμου του κ. Νεοφύτου. Η δεύτερη είναι ότι ο υπό αναφορά νόμος υποχρεώνει στη διενέργεια συγκεκριμένων είδους δαπανών η αρμοδιότητα της οποίας ανατίθενται στην εκτελεστική εξουσία. Ως εκ τούτου, γίνεται καταστρατήγηση της αρχής που διέπεται στο Σύνταγμα αναφορικά με την διάκριση των εξουσιών, καθότι η νομοθετική εξουσία μέσα από την ψήφιση του υπό αναφορά νόμου επεμβαίνει στο έργο της εκτελεστικής εξουσίας.
AdvertisementΚαι θα αναμέναμε αυτά ο κ. Νεοφύτου να τα γνωρίζει. Να σημειώσω ως προς την ουσία της συζήτησης ότι ήδη έχει οριστεί συνάντηση του Προέδρου της Δημοκρατίας με τα μέλη της Επιτροπής Διεκδίκησης Ταμείων Προνοίας Τραπεζικών Υπαλλήλων προς το τέλος Αυγούστου. Η ακριβής ημερομηνία θα ανακοινωθεί. Και αν πραγματικά σεβόμαστε όσους συμπολίτες μας έχουν επηρεαστεί από το 2013, νομίζω ότι τότε οφείλουμε τουλάχιστον να μη λαϊκίζουμε και να μην προχωρούμε σε ενέργειες που ενώ γνωρίζουμε ότι δεν θα τελεσφορήσουν, απλά και μόνο για χάριν εντυπωσιασμού. Αυτό είναι το ελάχιστο που οφείλουμε προς την κυπριακή κοινωνία.
Να σημειώσω ότι είναι αυτή η Κυβέρνηση, η παρούσα Κυβέρνηση που ενεργοποίησε το Ταμείο Αλληλεγγύης, ένα ζήτημα που χρόνιζε, μέσα από τη λειτουργία της ηλεκτρονικής πλατφόρμας του Ταμείου Αλληλεγγύης, παρέλαβε τις αιτήσεις, οι οποίες εξετάζονται αυτή τη στιγμή, με στόχο να μπορέσει να προχωρήσει η καταβολή των ποσών στους δικαιούχους. Και είναι αυτή η Κυβέρνηση που έχει διπλασιάσει την εισφορά στο Ταμείο Αλληλεγγύης από 25 εκατομμύρια στα 50 εκ. ετησίως».
Σε ανακοίνωση που εξέδωσε νωρίτερα σήμερα, ο κύριος Νεοφύτου αναφέρει ότι «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Χριστοδουλίδης με την επιλογή να κάνει αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο του νόμου για την ανακούφιση των κουρεμένων υπέπεσε σε τρία πολιτικά ολισθήματα.»
Advertisement«Πρώτον, ακύρωσε μια προεκλογική δέσμευσή του, την οποία ανέλαβε δημόσια στην παρουσία των τραπεζικών υπαλλήλων. Τότε είχε συμφωνήσει απόλυτα με τη δική μου πρόταση για το θέμα.
Δεύτερον, περιφρονεί το πολιτικό μήνυμα που έστειλε η Βουλή των Αντιπροσώπων υιοθετώντας με συναινετικές διαδικασίες την πρόταση νόμου, την οποία είχα την τιμή να καταθέσω εκ μέρους της παράταξης μου και να επεξεργαστώ ως την τελευταία λέξη.
AdvertisementΤρίτον, εγείρει ζήτημα αντισυνταγματικότητας σε νόμο, που θα αποκαθιστούσε μερικώς την μεγάλη αδικία που προήλθε από το κούρεμα και θυματοποίησε καταθέτες, κατόχους αξιογράφων, μετόχους και εργαζόμενους που απώλεσαν τα ταμεία πρόνοιας τους.
Τέλος, πόσο πιο πολιτικά ορθόδοξο είναι, οι τράπεζες που εξ’ αιτίας τους κουρεύτηκαν οι μέτοχοι, οι κάτοχοι αξιογράφων, οι καταθέτες, και τα ταμεία πρόνοιας των εργαζομένων, να πληρώνουν για την αποκατάσταση τους.
Οφείλει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να κάνει δεύτερες σκέψεις και να αποσύρει την αναφορά.»