Ανησυχητικές οι διαπιστώσεις της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον αναφορικά με την πορεία της γερμανικής οικονομίας, σύμφωνα με τον γερμανικό Τύπο.
Ειδικότερα, η εφημερίδα Χάντελσμπλατ με τίτλο «Προβληματικό παιδί, Γερμανία», σημειώνει πως το Ταμείο προειδοποιεί για τις επιπτώσεις από την εμπορική διαμάχη με τον Τράμπ και υπογραμμίζει πως «εμπορικές διαμάχες, οι αβεβαιότητες λόγω Brexit ή το πρόβλημα δημοσίου χρέους της Ιταλίας – πολλοί πολιτικοί κίνδυνοι επιβαρύνουν τη διεθνή οικονομία. Μεταξύ αυτών, η Γερμανία υποφέρει ιδιαίτερα ως μεγάλη χώρα εξαγωγών».
Οι παράγοντες του Ταμείου παρατηρούν με ανησυχία την Ευρωζώνη, ειδικά σε ό, τι αφορά τις αδυναμίες που καταγράφονται τελευταία στη γερμανική οικονομία. Κατά τη διάρκεια των ερχόμενων εβδομάδων, η γερμανική κυβέρνηση θα ανακοινώσει ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας της χώρας που θα περιορίζεται στο 0,5%.
Με δεδομένες τις αλλεπάλληλες αναθεωρήσεις των προβλέψεων για την οικονομική ανάπτυξη προς τα κάτω που καθιστούν πλέον σαφές ότι η τάση για τη γερμανική οικονομία είναι καθοδική, το ερώτημα που απασχόλησε τις συνομιλίες στην Ουάσιγκτον επικεντρώθηκε στο πόσο έντονη θα είναι αυτή η τάση.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών, Όλαφ Σολτς, επιχείρησε να καθησυχάσει τις ανησυχίες στην Ουάσιγκτον, λέγοντας ότι «Έχουμε μία ανάπτυξη σε πιο αργούς ρυθμούς, αλλά παραμένει ανάπτυξη».
Πρόσθεσε δε ότι οι κίνδυνοι για την οικονομία «παράγονται κυρίως μέσα από πολιτικές διεργασίες», υπογραμμίζοντας ότι «Η αποστολή μας είναι να δώσουμε ένα τέλος σε αυτές τις αβεβαιότητες». Και ο διοικητής της Bundesbank, Γενς Βάιντμαν, κινήθηκε προς την ίδια κατεύθυνση, δηλώνοντας ότι η οικονομική δραστηριότητα στη χώρα του παρουσίασε «αισθητή» ανάπτυξη, χωρίς ωστόσο «η εικόνα της να είναι αυτή μίας δραματικής ανόδου», ενώ τόνισε ότι η παρούσα φάση εξασθένισης της γερμανικής οικονομίας είναι «προσωρινή».
Τα γερμανικά ΜΜΕ κάνουν αναφορά στις εδώ και χρόνια εισηγήσεις του ΔΝΤ προς τη γερμανική κυβέρνηση να μην περιορίζεται στην ικανοποίηση για τη συσσώρευση δημοσιονομικών πλεονασμάτων, αλλά να κινηθεί εντατικότερα προς την κατεύθυνση των δαπανών και επενδύσεων ή προς τη μείωση στη φορολογίας, προκειμένου να αναζωογονηθεί η οικονομία της.
Από την πλευρά του ωστόσο, ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ δεν επιδεικνύει ιδιαίτερη κατανόηση για αυτές τις εισηγήσεις, καθώς κατά την άποψή του εδράζονται σε εσφαλμένες εκτιμήσεις, τονίζοντας ότι «έχουμε μία πολύ διασταλτική δημοσιονομική πολιτική», θέση που –σύμφωνα με την Χάντελσμπλατ- συμμερίζεται και ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης.
Ο κ. Σολτς στη διάρκεια της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ αντέκρουσε τις απαιτήσεις του Ταμείου για περισσότερες δημόσιες δαπάνες, προβάλλοντας τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί και συνεπάγονται τη διάθεση περισσότερων κονδυλίων.
Όπως σημειώνεται, αυτή η επιχειρηματολογία φαίνεται ότι είχε κάποια μικρή επίδραση στους κύκλους του Ταμείου, καθώς αναγνωρίζεται ότι η γερμανική κυβέρνηση κάνει περισσότερες κινήσεις προς την άνοδο των δημοσίων επενδύσεων. Ωστόσο, η εκτίμηση στην Ουάσιγκτον ότι μπορούν να γίνουν περισσότερα βήματα παραμένει, και αυτό κυρίως λόγω και των διαρκώς επιδεινούμενων προοπτικών για την οικονομική δραστηριότητα.