Του Δρ. Γιάννου Ρωσσίδη – Προϊστάμενος Τμήματος Ανθρώπινου Δυναμικού, Κοινωνικών Υποθέσεων, Εκπαίδευσης & Κατάρτισης Σύνδεσμος Τραπεζών Κύπρου
Αναμφίβολα, ένα θέμα που προβληματίζει κάποια μερίδα του πληθυσμού μας τις τελευταίες εβδομάδες είναι οι ενδεχόμενες απολύσεις εργαζομένων, τόσο στον ιδιωτικό τομέα όσο και οι μειώσεις μισθών στον δημόσιο τομέα. Ενδεχομένως, αυτοί οι προβληματισμοί να πηγάζουν από την ανάγκη υλοποίησης αντισταθμιστικών μέτρων για μείωση των δημοσιονομικών δαπανών και ελλειμμάτων που η κυβέρνηση δημιουργεί στο παρόν στάδιο για να στηρίξει την οικονομία.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης μέσω των μέτρων που εξήγγειλε, στοχεύει από τη μία στη στήριξη των επιχειρήσεων και από την άλλη στη στήριξη των εργαζομένων. Ο διττός αυτός στόχος της κυβέρνησης, πέραν από τη διατήρηση των θέσεων εργασίας που είναι ένα από τα κυριότερα μέτρα για στήριξη της οικονομίας, έχει και μία πρόσθετη έμμεση ερμηνεία που αφορά στη στήριξη των μισθών.
Επιπρόσθετα, διαφαίνεται ότι o πρωταρχικός στόχος της κυβέρνησης, είναι η γρηγορότερη αναθέρμανση της οικονομίας αμέσως μετά την έξοδο από αυτήν την πρωτόγνωρη υγειονομική – κοινωνική κρίση. Συνεπώς, τα μέτρα που έχουν ληφθεί μέχρι στιγμής, δεν αφορούν το βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, αλλά απώτερος σκοπός είναι να επιτευχθεί τουλάχιστον, έστω και μεσοπρόθεσμα, η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προστασία των θέσεων εργασίας, έτσι ώστε τα ποσοστά ανεργίας να είναι διαχειρίσιμα.
Τα πιο πάνω καθίστανται ως ουσιαστικά συστατικά, τα οποία θα χρησιμεύσουν στην επαναδραστηριοποίηση της οικονομίας αμέσως μετά την επιστροφή στην οικονομική καθημερινότητα-κανονικότητα. Η πρόθεση αυτή, για τη διατήρηση των μισθών αλλά και των θέσεων εργασίας, διαφαίνεται από τις προσπάθειες της κυβέρνησης τις τελευταίες εβδομάδες αλλά και στην επέκταση των μέτρων στήριξης ακόμα και μετά τη λήξη των περιοριστικών μέτρων.
Ας έχουμε υπόψη ότι, η κρίση δεν βρίσκεται χρονικά τουλάχιστον, στο ίδιο επίπεδο σε όλες τις χώρες. Ως εκ τούτου, κάποιες χώρες, π.χ. Κίνα, Νότιος Κορέα φαίνεται να εξέρχονται, άλλες, π.χ. Ιταλία, Ισπανία βρίσκονται ίσως στην κορύφωση, και άλλες είναι ίσως πριν την κορύφωση, π.χ. ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο. Τα στοιχεία αυτά δεικνύουν ότι κάποιες χώρες θα εξέλθουν από την κρίση του κορωνοϊού τον Ιούνιο και άλλες ίσως να φθάσουν μέχρι τον Ιούλιο ή ενδεχομένως και αργότερα.
Ακόμα και αν κάποιες χώρες εξέλθουν νωρίτερα από την κρίση, η αβεβαιότητα και γενικότερα η ανασφάλεια που θα επικρατεί στον ευρύτερο οικονομικό και κοινωνικό κόσμο, δεν θα επιτρέψει σε κάθε σκεπτόμενο πολίτη να προγραμματίσει μελλοντικές δραστηριότητες αναψυχής οποιασδήποτε μορφής. Αυτό θα επηρεάσει τον παγκόσμιο τουρισμό και συνεπακόλουθα την Κύπρο ως τουριστικό προορισμό.
Συνεπώς ένας αντικειμενικός αναλυτής, θα πρέπει να συνυπολογίσει ότι τα έσοδα από το τουριστικό προϊόν της Κύπρου θα είναι αισθητά μειωμένα και ως εκ τούτου θα βασίζονται σε ένα εξαιρετικά μεγάλο βαθμό στον εγχώριο τουρισμό τουλάχιστον μέχρι το τέλος του έτους.
Τα πιο πάνω δεδομένα σαφώς και θα ισχύουν και σε άλλου τύπου βιομηχανίες. Συγκεκριμένα, ο κατασκευαστικός τομέας αλλά και οι επηρεαζόμενες από αυτόν βιομηχανίες οι οποίες έχουν σημαντική συμβολή στο ΑΕΠ, είναι παραδεκτό ότι επηρεάζονται αρνητικά από την κρίση και τα περιοριστικά μέτρα. Συνεπακόλουθα και αυτές θα βασιστούν τους επόμενους μήνες στον εγχώριο καταναλωτή-δυνητικό αγοραστή. Είναι απολύτως λογικό, ότι η όποια δραστηριότητα σε αυτούς τους τομείς θα προέλθει κυρίως από την εγχώρια αγορά η οποία αν και σημαντική δεν θα μπορέσει πιθανότατα να αντισταθμίσει τη συμβολή στην αγορά ακινήτων από ξένους επενδυτές, οι οποίοι εκτιμάται ότι θα καθυστερήσουν να επανέλθουν επενδυτικά στην Κύπρο.
Η κυβέρνηση μέσω των μέτρων που εφαρμόζει, αλλά και των δηλώσεων κρατικών αξιωματούχων, διαβλέπει ότι η αναθέρμανση της οικονομίας θα βασίζεται κατά κύριο λόγο στην εγχώρια κατανάλωση και γι’ αυτό καταβάλλει τεράστιες προσπάθειες να στηρίξει τόσο τις επιχειρήσεις όσο και τους εργαζομένους. Με τη στάση αυτή η κυβέρνηση, ευελπιστεί ότι θα δώσει τη δυνατότητα στον επιχειρηματικό κόσμο αλλά και στους εργαζομένους να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους από το σημείο που σταμάτησαν.
Διαφαίνεται επίσης ότι η κυβέρνηση αφήνει τη συζήτηση για την κάλυψη των δημοσιονομικών ελλειμάτων που ενδέχεται να δημιουργηθούν και των τυχόν μέτρων που θα πρέπει να ληφθούν, σε μεταγενέστερο στάδιο και όταν θα έχει επιτευχθεί η εκ των ων ουκ άνευ επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας.
Ως εκ τούτου, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι, η αναθέρμανση της οικονομίας θα βασιστεί κατά κύριο λόγο στην εγχώρια κατανάλωση τουλάχιστον μέχρι το τέλος του έτους. Οποιεσδήποτε αναφορές σε απολύσεις και μειώσεις μισθών, δεν συνάδουν με την αναθέρμανση της οικονομικής δραστηριότητας που αναμένεται ότι θα επέλθει, κυρίως – δια μέσου της εγχώριας κατανάλωσης. Τέτοιες αναφορές, θα αυξήσουν την αβεβαιότητα και ανασφάλεια των πολιτών για τις θέσεις εργασίας τους αλλά και τα εισοδήματά τους, με αποτέλεσμα να υπάρξει μείωση των καταναλωτικών δαπανών με ότι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία. Είναι γενικά παραδεκτό ότι, όσο μεγαλύτερη θα είναι η μείωση της εγχώριας κατανάλωσης τόσο θα διογκώνεται και η μείωση εσόδων, με απρόβλεπτες ίσως συνέπειες.
Η κρίση που αντιμετωπίζουμε δεν είναι η ίδια με το 2013. Συνεπώς, τα μέτρα που λαμβάνονται ή που θα ληφθούν δεν μπορεί ούτε και πρέπει να είναι τα ίδια. Καταληκτικά, είναι προς όφελος όλων, της πολιτείας, του επιχειρηματικού κόσμου αλλά και της κοινωνίας, όπως στηριχθεί η εγχώρια κατανάλωση δίνοντας περισσότερα κίνητρα στους εργαζόμενους – καταναλωτές, έτσι ώστε να συνεχίσουν να εμβολιάζουν την οικονομική δραστηριότητα η οποία θα επιδράσει θετικά στην οικονομία.