Τις αδυναμίες στο πλαίσιο ελέγχου των άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναλύει και καταγράφει έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου που δόθηκε στη δημοσιότητα την Τετάρτη το απόγευμα, στην οποία καταγράφεται πως η Κύπρος ήταν μια από τις χώρες που την περίοδο 2020 με 2022 δεν προχώρησαν σε κανένα έλεγχο, παρά το ότι έχει σημαντικό ποσοστό τέτοιων επενδύσεων.
Όπως σημειώνεται σε σχετική ανακοίνωση, τέτοιες επενδύσεις φέρνουν πάνω από 100 δις ευρώ τον χρόνο στην ΕΕ, ωστόσο η αποτελεσματικότητα του πλαισίου για τον έλεγχό τους και για την αποτροπή πιθανών αναδυόμενων απειλών κατά της ασφάλειας και της δημόσιας τάξης, επηρεάζεται από τη μορφή του πλαισίου καθώς και τις αδυναμίες στην εφαρμογή του πλαισίου αυτού.
Όσον αφορά τους ελέγχους την περίοδο 2020 και 2022, διαπιστώθηκε πως έξι χώρες πραγματοποίησαν το 92% όλων των ελέγχων που καταγράφηκαν, ενώ δώδεκα χώρες (Κύπρος, Λουξεμβούργο, Ιρλανδία, Βέλγιο, Σουηδία, Πορτογαλία, Σλοβακία, Βουλγαρία, Ελλάδα, Εσθονία, Κροατία και Σλοβενία) δεν προέβησαν σε ελέγχους. Σημειώνεται πως στην Κύπρο καταγράφεται το 2,9% του αποθέματος εισερχόμενων επενδύσεων στην ΕΕ την περίοδο 2019 – 2021.
Οι ελεγκτές σημειώνουν ότι το νεοσυσταθέν ενωσιακό πλαίσιο αποτελεί θετική εξέλιξη, καθώς επιτρέπει τον εντοπισμό των πιθανών απειλών για την ασφάλεια και τη δημόσια τάξη στην ΕΕ, ωστόσο ένα μεγάλο μέρος των άμεσων ξένων επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 2020 και 2022 δεν ελέγχθηκε, ούτε γνωστοποιήθηκε, σε επίπεδο ΕΕ.
Αυτό οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο ότι σε ορισμένες χώρες δεν έχει καν τεθεί σε εφαρμογή μηχανισμός ελέγχου, ενώ και αυτές που διέθεταν τέτοιο μηχανισμό δεν συνέκλιναν ως προς τους κρίσιμης σημασίας τομείς ή ερμήνευαν με διαφορετικό τρόπο βασικές έννοιες του κανονισμού.
Αν και αποτελεί θεμελιώδη αξία της ενιαίας αγοράς το ότι είναι ανοικτή σε άμεσες ξένες επενδύσεις, σημειώνεται, οι επενδύσεις σε στρατηγικούς τομείς, ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια και τη δημόσια τάξη στην ΕΕ (όπως λιμάνια, πυρηνικές εγκαταστάσεις, ημιαγωγούς ή μικροκυκλώματα διπλής χρήσης), εμπεριέχουν τον κίνδυνο ο έλεγχος να περιέλθει σε επενδυτές εκτός της ΕΕ που εμπλέκονται σε εγκληματικές δραστηριότητες ή που ελέγχονται από ξένες κυβερνήσεις ή ένοπλες δυνάμεις.
Ο έλεγχος επί των ξένων επενδύσεων, δήλωσε ο Mihails Kozlovs, μέλος του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου και αρμόδιος για την έκθεση, είναι «ένα δίχτυ ασφάλειας για την ΕΕ, που όμως είναι τρύπιο σε αρκετά σημεία», το οποίο η Κομισιόν και τα κράτη μέλη «πρέπει να αναλάβουν να μπαλώσουν».
Το κλιμάκιο ελέγχου διαπίστωσε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβη σε μια σειρά ενεργειών για τη δημιουργία του πλαισίου και ότι όλο και περισσότερες χώρες της ΕΕ ακολουθούν το παράδειγμά της, αναπτύσσοντας τους δικούς τους μηχανισμούς ελέγχου και τη μεταξύ τους στενότερη συνεργασία.
Παρόλα αυτά, διάφοροι παράγοντες εξακολουθούν να στέκονται εμπόδιο στη σωστή λειτουργία του συστήματος. Για παράδειγμα, οι κανόνες της ΕΕ δεν υποχρεώνουν τις χώρες να αναπτύσσουν μηχανισμό ελέγχου, αναγνωρίζοντάς τους επίσης διακριτική ευχέρεια ως προς τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής των εθνικών κανόνων περί ελέγχου.
Επιπλέον, τα κράτη μέλη δεν είναι υποχρεωμένα να αναφέρουν την έκβαση των δικών τους αποφάσεων ελέγχου στην Επιτροπή, ακόμη και όταν αυτή εκδίδει γνώμη ή όταν άλλες χώρες της ΕΕ έχουν εκφράσει την ανησυχία τους.
Οι ελεγκτές παρατήρησαν ότι πολλά κράτη μέλη ανέφεραν μόνο τις συναλλαγές που ήταν πιθανόν να θίξουν αποκλειστικά την εθνική δημόσια τάξη ή ασφάλεια, στερώντας έτσι από τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή τη δυνατότητα να εκτιμήσουν τις πιθανές επιπτώσεις για τα ίδια ή για τα ενωσιακά προγράμματα.
Μεταξύ 2020 και 2022, οι χώρες της ΕΕ ανέφεραν στην Επιτροπή 886 περιπτώσεις που είχαν υποβάλει σε έλεγχο. Για ορισμένες χώρες διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε συσχέτιση μεταξύ του αριθμού των γνωστοποιήσεων και του επιπέδου των εισερχόμενων επενδύσεων. Έξι χώρες υπέβαλαν το 92 % όλων των περιπτώσεων και εννέα άλλες το υπόλοιπο 8%. Δώδεκα χώρες δεν προέβησαν σε κανέναν έλεγχο, ούτε ανέφεραν καμία περίπτωση, μολονότι τους αντιστοιχούν σχεδόν οι μισές από τις εισερχόμενες επενδύσεις. Παράλληλα, ο μηχανισμός επιβαρύνεται υπερβολικά με πληθώρα περιπτώσεων που είναι είτε χαμηλού κινδύνου, είτε μη επιλέξιμες.
Επίσης χρειάζεται βελτίωση των εκτιμήσεων επιλεξιμότητας και κινδύνου που εκπονεί η Επιτροπή, καθώς και των συστάσεων που διατυπώνει. Μολονότι με τις εκτιμήσεις αυτές εντοπίζονται οι κίνδυνοι και διευκολύνεται ο προβληματισμός σχετικά με πιθανές ευπάθειες στο μέλλον, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο εντόπισε προβλήματα με τις εκτιμήσεις και ορισμένες πτυχές των συστάσεων της Επιτροπής που ενδέχεται να δυσχεράνουν τη συμβατότητά τους με ένα περιβάλλον οικονομίας της αγοράς.