Ένα κοκτέιλ προκλήσεων και κινδύνων για την κυπριακή οικονομία, καθώς οι εξωγενείς μετωπικοί άνεμοι οδηγούν σε επιβράδυνση της ανάπτυξης, παραθέτει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε δήλωσή του μετά το πέρας της διαβούλευσης με τις κυπριακές αρχές υπό το κεφάλαιο 4. Tο ΔΝΤ εκτιμά ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα κυμανθεί πέριξ του 3% το 2019 και το 2020 από ένα μέσο όρο 4,5% την τελευταία τριετία, λόγω πιο αδύναμης εξωτερικής ζήτησης. Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα η ανάπτυξη αναμένεται να επιβραδυνθεί στον μακροπρόθεσμο δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης πέριξ του 2,5%, καθώς μειώνονται σταδιακά οι επιδράσεις των επενδύσεων στην οικονομία.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η Κύπρος έκανε σημαντική πρόοδο όσον αφορά την ανάκαμψη από την χρηματοπιστωτική κρίση, ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης μετά την κρίση παρουσιάζεται ταχύτερος σε σύγκριση με άλλες πολλές χώρες της ευρωζώνης και με την ανεργία να υποχωρεί παρόλο που ακόμη βρίσκεται πάνω από τα προς της κρίσης επίπεδα. «Οι αυξανόμενοι εξωγενείς μετωπικοί άνεμοι επιβραδύνουν την βραχυπρόθεσμη ανάπτυξη, ενώ ένα μεγάλο χρέος και η αδύναμη αύξηση της παραγωγικότητας εμποδίζουν την μεσοπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη», σημειώνει το ΔΝΤ. Το Ταμείο σημειώνει ωστόσο ότι σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο η ανάπτυξη επιβραδύνεται μεν αλλά οι προοπτικές παραμένουν ευνοϊκές με τις επενδύσεις να αναμένονται ισχυρές στους τομείς των έργων υποδομής και στην στέγαση, που χρηματοδοτούνται κυρίως από το εξωτερικό, ενώ η ανάκαμψη της αγοράς εργασίας και το αυξανόμενο εισόδημα συνεχίζουν να στηρίζουν την ιδιωτική κατανάλωση. Ωστόσο οι κίνδυνοι στην προοπτική είναι κυρίως καθοδικοί (επί τα χείρω). Αναφέρεται ειδικότερα σε ενδεχόμενη επιβράδυνση της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που θα επηρεάσει αρνητικά την κεφαλαιακή θέση των τραπεζών και να επιβαρύνουν τη διάθεση πίστωσης στην οικονομία, ενώ παράλληλα το υψηλό εξωτερικό χρέος καθιστούν την οικονομία ευάλωτη σε κλυδωνισμούς στην ανάπτυξη και στο κόστος δανεισμού. Επιπρόσθετα οι εξωτερικοί κίνδυνοι αφορούν τις πολιτικές προστατευτισμού, μια πιο έντονη από την αναμενόμενη επιβράδυνση της ανάπτυξης στην ευρωζώνη ή ένα σκληρό Brexit θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον τουρισμό, τα έσοδα από τη ναυτιλία και τη ροή ξένων άμεσων επενδύσεων. Υστερεί η μείωση των ΜΕΔΣύμφωνα με το ΔΝΤ, παρά την πρόοδο στη μείωση των ΜΕΔ η απομόχλευση του ιδιωτικού χρέους υστερεί λόγω των συνεχιζόμενων δυσκολιών στην διευθέτηση χρεών. «Ο δείκτης ΜΕΔ υποχώρησε από το πέραν του 50% των συνολικών δανείων στο τέλος του 2017 στο λιγότερο από το ένα τρίτο σήμερα, αλλά παραμένει ένας από τους υψηλότερους στην Ευρώπη και οι τράπεζες υποφέρουν από την χαμηλή κερδοφορία, περιορίζοντας την παραχώρηση πίστωσης και την ανάπτυξη των επενδύσεων», αναφέρει το Ταμείο. Χαρακτηρίζει ως πισωγύρισμα τις τροποποιήσεις που ενέκρινε η Βουλή στο πλαίσιο των εκποιήσεων, οι οποίες παραπέμφθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο, προσθέτοντας ότι δημιουργούν αβεβαιότητα στην μείωση των ΜΕΔ και την απομόχλευση της οικονομίας. Όσον αφορά την πολιτική αναφορικά με τον χρηματοπιστωτικό τομέα, το ΔΝΤ επισημαίνει ότι η μείωση των ΜΕΔ και οι βιώσιμες αναδιαρθρώσεις παραμένουν βασικές προτεραιότητες και υπογραμμίζει ότι οι προσπάθειες πρέπει επικεντρωθούν στην καλή λειτουργία της εργαλειοθήκης διευθέτησης των ΜΕΔ μέσω αναδιαρθρώσεων, εκποιήσεων και αφερεγγυότητας.
«Η επαρκής εποπτική επιτήρηση των ανθεκτικών αναδιαρθρώσεων είναι κρίσιμη», προσθέτει σημειώνοντας ταυτόχρονα πως κλειδί είναι η ολοκλήρωση του πλαισίου ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και η πρόοδος στις μεταρρυθμίσεις στο δικαστικό σύστημα. Επισημαίνει επίσης τη συνέχιση της ενίσχυσης του εποπτικού πλαισίου των εταιρειών εξαγοράς πιστώσεων και της γρήγορης ολοκλήρωσης της λειτουργικής δομής της κρατικής ΚΕΔΙΠΕΣ με ένα κατάλληλο χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης του κύκλου ζωής και ξεκάθαρων όρων εντολής. Αναφορικά με τις πιέσεις στην κερδοφορία των τραπεζών, το ΔΝΤ σημειώνει τα χαμηλά επιτόκια και την «μη αποδοτική δομή κόστους με υψηλά επίπεδα προσωπικού και δικτύων καταστημάτων στο τραπεζικό σύστημα». Επισημαίνει ακόμη ότι οι τράπεζες θα πρέπει να διατηρήσουν επαρκείς προβλέψεις και κεφαλαιακά αποθέματα για να προστατευτούν από περαιτέρω ζημιές λόγω των ΜΕΔ και να μειώσουν τις το ύψος των ακινήτων που διακρατούν, προσθέτοντας ότι θα πρέπει να βελτιωθεί ο δείκτης κόστους προς έσοδα μέσω εξορθολογισμού του λειτουργικού κόστους, της διαφοροποίησης των πηγών εσόδων και ψηφιακών λύσεων. Αναφορικά με την κτηματική αγορά, το ΔΝΤ σημειώνει ότι οι κίνδυνοι παρουσιάζονται περιορισμένοι για την ώρα αλλά επιβάλλουν στενή παρακολούθηση. Αναφέρεται ειδικότερα σε παρακολούθηση των εξελίξεων προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η οποιαδήποτε υπερθέρμανση στην κατηγορία των πολυτελών ακινήτων δεν τροφοδοτείται από εγχώριο δανεισμό ή τα ακίνητα που ανακτήθηκαν μέσω εκποιήσεων δεν θα πρέπει να οδηγήσουν σε καταναγκαστικές πωλήσεις. Προσοχή στις δαπάνες και στο ΓεΣΥΤο ΔΝΤ αναγνωρίζει πως οι δημοσιονομικές επιδόσεις είναι ισχυρές αλλά παραμένουν κίνδυνοι. Εκτιμά ότι θα διατηρηθούν τα μεγάλα δημοσιονομικά πλεονάσματα που θα επιτρέψουν στο δημόσιο χρέος να υποχωρήσει ταχύτατα σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, αλλά η προοπτική υπόκειται σε κινδύνους από ενδεχόμενη επικύρωση της αντισυνταγματικότητας των περικοπών των μισθών στο δημόσιο από το Ανώτατο Δικαστήριο, ενδεχόμενες αυξημένες δαπάνες από τη ΓεΣΥ ιδιαίτερα λόγω μειωμένης ανταγωνιστικότητας του δημόσιου τομέα της υγείας, αλλά και από άλλες δυνητικές υποχρεώσεις από δημόσιες οντότητες, το σύστημα προστασίας περιουσιακών στοιχείων που παραχωρήθηκε στην Ελληνική Τράπεζα. Το ΔΝΤ επισημαίνει την ανάγκη της έντονης παρακολούθησης των δημοσίων δαπανών, ενώ η σύνθεση των δαπανών θα πρέπει να στοχεύει στην ενίσχυση της αποδοτικότητας. Υπογραμμίζει ότι ο ρυθμός αύξησης των δαπανών θα πρέπει να περιοριστεί στον μεσοπρόθεσμο ονομαστικό ρυθμό ανάπτυξης, έτσι ώστε να διατηρηθεί το χρέος σε πτωτική πορεία. Για το κρατικό μισθολόγιο σημειώνει ότι θα πρέπει περιοριστεί κάτω από το ονομαστικό ΑΕΠ, προκειμένου να δημιουργηθεί χώρος για πιο παραγωγικές επενδύσεις, όπως την παιδεία, επενδύσεις στην καινοτομία και τον ανθρώπινο κεφάλαιο. Τέλος σχετικά με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, το ΔΝΤ επισημαίνει την ανάγκη βελτίωση της παραγωγικότητας και της δυνητικής ανάπτυξης. Αναφέρεται ειδικότερα στην ανάγκη διαφοροποίηση της αγοράς, του ανταγωνισμού και της υιοθέτησης της τεχνολογίας. Χρειάζονται μεγαλύτερες επενδύσεις στην υποδομής της πληροφορικής και των επικοινωνιών, στην επιστήμη και τεχνολογία, στην έρευνα και ανάπτυξη και στην ευκολότερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Στις επισημάνσεις περιλαμβάνεται η συνέχιση των προσπαθειών για βελτίωση της αποδοτικότητας των δικαστηρίων, της διακυβέρνησης του δημοσίου τομέα, καθώς και της ανάγκης προγραμμάτων επανακατάρτισης και βελτίωσης της συνδεσιμότητας μεταξύ της εκπαίδευσης και της αγοράς εργασίας, για αντιμετώπιση της ακόμη υψηλής ανεργίας στους νέους.