Νέα αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης ξέσπασε με αφορμή τη θέσπιση του Εθνικού Κατώτατου Μισθού. Σε γραπτή δήλωση, ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος Μάριος Πελεκάνος απαντά στο ΑΚΕΛ το οποίο θεωρεί πως “η κυβέρνηση με την απόφαση της αντί να ρυθμίζει, νομιμοποιεί την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων.”
Advertisement“Το ΑΚΕΛ, κατά την προσφιλή του πρακτική, μηδενίζει μια από τις μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις που έγιναν στα 62 χρόνια ύπαρξης της Κυπριακής Δημοκρατίας, αυτής του Εθνικού Κατώτατου Μισθού (ΕΚΜ). Μια μεταρρύθμιση που στόχο έχει την εξασφάλιση ενός κατώτατου μισθού στους χαμηλόμισθους συμπολίτες μας, όταν η συνδικαλιστική οργάνωση του ΑΚΕΛ υπογράφει συλλογικές συμβάσεις για μισθούς των 720 έως 800 ευρώ.
Κατά την ίδια προσφιλή πολιτική του το ΑΚΕΛ θέλει να ξεχνά τα λαϊκά παντοπωλεία που δημιούργησε κατά την πενταετία που διακυβέρνησε τον τόπο, ξεχνά ότι ανέβασε την ανεργία πέραν του 16%, όπως ξεχνά τους μισθούς πείνας που απολάμβαναν οι εργοδοτούμενοι κατά την περίοδο της διακυβέρνησής του.
Παραγνωρίζει σκόπιμα ότι από τον ΕΚΜ επωφελούνται δεκάδες χιλιάδες χαμηλόμισθοι συμπολίτες μας και ότι οι αυξήσεις στους μισθούς τους σε κάποιες περιπτώσεις φτάνουν μέχρι και το 30% του μισθού που λαμβάνουν σήμερα.
AdvertisementΙσχυρίζεται το ΑΚΕΛ ότι η Κυβέρνηση νομιμοποιεί την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και θεσμοθετεί τη φθηνή εργασία. Είναι ακριβώς ό,τι το ΑΚΕΛ με τις πράξεις και παραλείψεις του κατάφερε να πετύχει τη μαύρη πενταετία που ανέλαβε τη διακυβέρνηση του τόπου.
Ο καθορισμός ΕΚΜ, ακριβώς, προστατεύει τους χαμηλόμισθους συμπολίτες μας, όπως επίσης δίνει τη δυνατότητα για συνομολόγηση συλλογικών συμβάσεων. Ξεκάθαρα στο Διάταγμα για τον ΕΚΜ εξαιρείται η εφαρμογή των διαταξεων του για οποιονδήποτε εργαζόμενο ισχύουν ευνοϊκότερες ρυθμίσεις, ενώ ταυτόχρονα με ξεχωριστό άρθρο του Διατάγματος κατοχυρώνονται οι ευνοϊκότερες συνθήκες για τους εργαζόμενους. ΄
AdvertisementΈχουμε δει τι έφερε στον τόπο η «προοδευτική» Κυβέρνηση του ΑΚΕΛ την πενταετία 2008-2013. Βλέπουμε ταυτόχρονα το τι προσέφερε τα τελευταία εννέα χρόνια στον τόπο η Κυβέρνηση Αναστασιάδη με την εισαγωγή του ΕΕΕ, του ΓΕΣΥ, τη στήριξη των ευάλωτων ομάδων και των χαμηλοσυνταξιούχων.
Αφήνουμε στην κρίση του λαού το ΑΚΕΛ και τις μηδενιστικές του προσεγγίσεις.”
Νωρίτερα, το μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ Βάκης Χαραλάμπους δήλωσε ότι η κυβέρνηση “διαβρώνει τις συλλογικές συμβάσεις, αντί να τις θωρακίζει.”
“Θεσμοθετεί τη φθηνή εργασία και αφήνει απροστάτευτους μια μεγάλη μερίδα εργαζομένων – ιδιαίτερα νέων – που δεν απολαμβάνουν σήμερα αξιοπρεπείς μισθούς και στοιχειώδη δικαιώματα.
Ούτε καν μια επιτήδεια ουδετερότητα δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν οι κυβερνώντες στα αιτήματα των εργαζομένων, παίρνοντας για άλλη μια φορά ξεκάθαρη θέση υπέρ των κακών εργοδοτικών πρακτικών.
AdvertisementΘα χρυσώσουν άραγε το χάπι της ακρίβειας με αύξηση 16 ευρώ μετά από 11 ολόκληρα χρόνια;
Οι προσδοκίες και τα αιτήματα των εργαζομένων δεν μπορούν να συναντηθούν με την παρούσα διακυβέρνηση, αλλά μόνο σε μια προοδευτική κυβέρνηση που θα θέτει τις ανάγκες τους στο προσκήνιο.”
Από την πλευρά του, ο Δημοκρατικός Συναγερμός αναφέρει ότι “η θεσμοθέτηση κατώτατου μισθού αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για την κοινωνία και τους εργαζόμενους. Ιδιαίτερα για χιλιάδες νέους και άλλους εργαζομένους που θα δουν τα εισοδήματα τους να αυξάνονται.”
“Προστίθεται σε μια σειρά από άλλα μέτρα όπως η αύξηση της άδειας μητρότητας, η καθιέρωση της άδειας πατρότητας, η αύξηση των συντάξεων, η καθιέρωση της σύνταξης χηρείας στους άντρες, που αποδεικνύουν στην πράξη την κοινωνική ευαισθησία του Δημοκρατικού Συναγερμού και της κυβέρνησης Αναστασιάδη.
Σε σχέση με τις αντιδράσεις του ΑΚΕΛ και της ΠΕΟ, σημειώνουμε ότι η κ. Σωτηρούλλα Χαραλάμπους διετέλεσε και Υπουργός Εργασίας στην διακυβέρνηση του ΑΚΕΛ. Σε εκείνα τα πέτρινα χρόνια, ούτε ως σκέψη μπορούσε να τεθεί η καθιέρωση του κατώτατου μισθού, με την ανεργία στο 16%. Και είναι απορίας άξιο το ότι η ΠΕΟ αντιδρά σήμερα για τα 940 ευρώ, τη στιγμή που υπέγραφε συλλογικές συμβάσεις για 750 ευρώ για περισσότερες των 40 ωρών εργασίας.
Ο κατώτατος μισθός είναι άλλη μια κατάκτηση για το κοινωνικό κράτος στον τόπο. Ένα καλό βήμα για τη βελτίωση της καθημερινότητας χιλιάδων συμπολιτών μας. Δεν είναι το τέλος του δρόμου, είναι η αρχή.”
Ο Ανεξάρτητος Υποψήφιος για την Προεδρία της Δημοκρατίας Ανδρέας Μαυρογιάννης επισημαίνει ότι «αφήνονται περιθώρια εκμετάλλευσης από το διάταγμα του κατώτατου μισθού»
“Η απόφαση της κυβέρνησης για τον κατώτατο μισθό, φαίνεται επί της ουσίας να εκτροχιάζει τις εργασιακές σχέσεις και κατ’ επέκταση την κοινωνική συνοχή, καθώς περιέχει ρυθμίσεις που κινδυνεύουν να καταστήσουν τον κατώτατο μισθό «ανώτατο».
O θεσμός του κατώτατου δεν είναι μόνο μία απαραίτητη ασφαλιστική δικλείδα ενός κράτους πρόνοιας, είναι και βασική συνισταμένη της οικοδόμησης υγιών εργασιακών σχέσεων.
Επί της αρχής, η καθιέρωση κατώτατου μισθού μας βρίσκει σύμφωνους. Υπογραμμίζουμε, όμως, πως το χθεσινό διάταγμα αφήνει ασάφειες και περιθώρια για δημιουργία συνθηκών εκμετάλλευσης, ενώ εξαιρεί ευάλωτες ομάδες του εργατικού δυναμικού. Ταυτόχρονα, υπό τα σημερινά δεδομένα, το ύψος στο οποίο έχει καθοριστεί δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις βασικές ανάγκες των εργαζομένων και των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας. Ο κατώτατος μισθός πρέπει να είναι καθολικός και το ύψος του να διασφαλίζει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης σε συνθήκες υγιούς απασχόλησης.
Παράλληλα, θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι οι συλλογικές συμβάσεις υπερισχύουν και λειτουργούν προσθετικά, τόσο για υφιστάμενους όσο και για νεοεισερχόμενους εργαζόμενους. Ο κατώτατος μισθός είναι μέρος του βασικού και απαράκαμπτου κορμού των εργασιακών σχέσεων και δεν νοείται να χρησιμοποιείται ως δικαιολογία για μείωση απολαβών. Επιπλέον, ο κατώτατος μισθός πρέπει να συνδέεται με προκαθορισμένο αριθμό ωρών απασχόλησης, χωρίς εξαιρέσεις, περιθώρια εκμετάλλευσης και άλλες αποκοπές.
Σε μία εποχή που η ακρίβεια έχει γονατίσει τις ευάλωτες ομάδες πληθυσμού, τη νέα γενιά και τη μεσαία τάξη, σε μία περίοδο όπου ο πληθωρισμός βρίσκεται σε διψήφιο νούμερο και το κόστος ζωής συνεχώς ανεβαίνει, αυτό που χρειάζεται είναι αποφασιστικότητα για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η εργασιακή ανασφάλεια και αβεβαιότητα.
Η απασχόληση πρέπει να μπορεί να διασφαλίζει στον άνθρωπο ευπρεπείς συνθήκες διαβίωσης και ποιότητα ζωής.”