Εκ νέου κάλεσμα στην εργοδοτική πλευρά στον κλάδο σκυροδέματος απηύθυνε μέσω του Alpha ο Γιάννης Παναγιώτου όπως προσέλθει ανά πάσα στιγμή σήμερα στο Υπουργείο Εργασίας, για να υπογράψει την συμφωνία που αναμενόταν να υπογραφεί τις προηγούμενες μέρες.
Μιλώντας στην εκπομπή Alpha Καλημέρα ο αρμόδιος Υπουργός ξεκαθάρισε πως ο ρόλος του Υπουργείου Εργασίας είναι η συμβολή στην προσπάθεια που καταβάλλεται μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών για τη συνομολόγηση συλλογικών συμφωνιών με τη μορφή των συλλογικών συμβάσεων.
Ανεξαρτήτως της διάστασης αυτής, υπάρχουν εργασιακές νομοθεσίες οι οποίες καθορίζουν τις υποχρεώσεις των εργοδοτών έναντι των εργαζομένων. Το Υπουργείο Εργασίας μέσα από τις δυνατότητες που διαθέτει σε ανθρώπινα δυναμικό και σε τεχνολογίες, ελέγχει, επιθεωρεί και προσπαθεί να επιβεβαιώσει ότι οι πρόνοιες της νομοθεσίας εφαρμόζονται με συνέπεια.
Ο κ. Παναγιώτου διαπιστώνει πως ένας από τους λόγους που οδήγησαν στην σημερινή κατάσταση με την αντιπαράθεση εργοδοτών και εργαζομένων στον κλάδο σκυροδέματος ήταν οι πάρα πολλές εργασίας, οι οποίες υπέρβαιναν κατά πολύ το κανονικό εβδομαδιαίο ωράριο.
«Για τον περιορισμό της πρακτικής αυτής προγραμματίζονται αυξημένοι έλεγχοι και επιθεωρήσεις, ώστε να μπορέσει ο κλάδος να λειτουργήσει μέσα στα νόμιμα πλαίσια, χωρίς οι εργαζόμενοι οι εργοδότες ή οι εργοδότες να υπόκεινται σε διαφορετική μεταχείριση από εκείνη η οποία αναλογεί στον κάθε εργαζόμενων της χώρα μας»
Σχολιάζοντας την χθεσινοβραδινή ανακοίνωση για την διάλυση του Συνδέσμου Κατασκευαστών Σκυροδέματος, ο κ. Παναγιώτου διερωτήθηκε πως είναι σε θέση ο Σύνδεσμος να εκδίδει ανακοινώσει αφού έχει διαλυθεί;
Eάν δεν έχει λυθεί και είναι σε θέση να εκδίδει ανακοινώσεις ο αρμόδιος Υπουργός τόνισε πως είναι προτιμότερο να προσέλθει στο υπουργείο Εργασίας για να υπογράψει τη συμφωνία.
«Εάν ο σύνδεσμος αυτός δεν έχει διαλυθεί τότε τίθεται έναν ακόμη πιο σημαντικό ζήτημα. Όταν έχουν προηγηθεί διαπραγματεύσεις, διάρκεια τεσσάρων εβδομάδας δεν μπορεί η μια πλευρά να ισχυρίζεται, είτε ότι θέλει να συμβουλευτεί τον δικηγόρο της, είτε ότι έχει αυτοδιαλυθεί και την επόμενη μέρα να συμπεριφέρεται για να λειτουργεί σαν να μην έχει συμβεί τίποτα»
Πως οδηγηθήκαμε στην κρίση
Περιγράφοντας τα όσα προηγηθήκαν και τον τρόπο με τον οποίο οδηγηθήκαμε στην κρίση του κλάδου σκυροδέματος ο αρμόδιος Υπουργός σημείωσε πως η σύμβαση για την ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων στον κλάδο παραγωγής έτοιμου σκυροδέματος έχει λήξει πριν από τέσσερα χρόνια. Στο μεσοδιάστημα έγιναν πολλές προσπάθειες για την ανανέωση της σύμβασης αυτής, οι οποίες κορυφώθηκαν κατά το προηγούμενο διάστημα με τη μεσολάβηση του Υπουργείου Εργασίας.
«Είμαι σίγουρος ότι και οι δύο πλευρές γνώριζαν πάρα πολύ καλά ποιο είναι το αντικείμενο της συζήτησης, ποιο ήταν το ζητούμενο, ποιες είναι οι διαφορές και τι επιδιώκετο μέσα από την προσπάθεια που καταβάλλεται. Οπότε δεν θεωρώ ότι ένα μήνα μετά από την εξέλιξη της κατάστασης αυτής, να υπάρχει οποιοσδήποτε από τους άμεσα εμπλεκόμενους ο οποίος δεν είχαν επίγνωση του αντικειμένου της συζήτησης»
Οι ατομικές και οι κλαδικές συμβάσεις
Υπάρχουν ατομικές συμβάσεις, σύμφωνα με τα οποία εργοδοτείται ένας εργαζόμενος. Η κυρίαρχη όμως θέση σε σχέση με την διαδικασία, η οποία καθορίζει τις εργασιακές σχέσεις είναι η συλλογική διαπραγμάτευση, η οποία οδηγεί σε συλλογικές συμβάσεις. Οι συλλογικές συμβάσεις μπορούν να είναι επιχειρησιακές, δηλαδή σε μία επιχείρηση, όπου ένας εργοδότης απασχολεί έναν αριθμό εργαζομένων. Προηγείται διαπραγμάτευση σε συλλογικό επίπεδο του εργοδότη με τους εργαζομένους και συνομολογείται συλλογική σύμβαση, η οποία αφορά τη συγκεκριμένη επιχείρηση.
Εάν η συλλογική διαπραγμάτευση δεν γίνεται εντός μιας επιχείρησης, αλλά ένας εργοδοτικός σύνδεσμος που εκπροσωπεί ένα σημαντικό αριθμό εργοδοτών σε ένα κλάδο, διαπραγματεύεται συλλογικά με τους εκπροσώπους των εργαζομένων τότε το αποτέλεσμα των μεταξύ τους διαβουλεύσεων, εφόσον καλύπτει ένα σημαντικό μέρος των εργοδοτών στον κλάδο αυτών συνιστά κλαδική συλλογική σύμβαση.
«Αυτά τα ζητήματα είναι ξεκάθαρα για όλους όσους έχουν εμπλοκή στη διαχείριση των εργασιακών σχέσεων στη χώρα μας. Δεν αποτελούν αντικείμενο το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε διαφωνία εάν για όλα τα υπόλοιπα ζητήματα υπάρχει συναντίληψη»