Βρίσκεται υπό ετοιμασία νομοσχέδιο το οποίο προνοεί την επιβολή ενός ειδικού τέλους επί του κύκλου εργασιών των παραγωγών και προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας, του οποίου το επίπεδο δεν θα αποτελεί αντικίνητρο για την περαιτέρω διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), θα εξασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία της ανταγωνιστικής αγοράς ηλεκτρισμού αλλά και τη βιωσιμότητα των επενδύσεων των ΑΠΕ, δήλωσε σήμερα ο Υπουργός Οικονομικών, Κωνσταντίνος Πετρίδης.
Παράλληλα, σημείωσε πως «η φορολόγηση υπερκερδών προμηθευτών ΑΠΕ και η επιβολή τέλους ανταπόδοσης επί των διμερών συμβάσεων ηλεκτρισμού ΑΠΕ, βάσει των προνοιών των προτάσεων του ΑΚΕΛ θα επιφέρουν πολύ περιορισμένα έσοδα», προσθέτοντας πως «είναι προκλητικό προς την νοημοσύνη του κάθε συμπολίτη μας, να παρουσιάζονται αυτά τα δυνητικά έσοδα ως η λύση για ανακατανομή πλούτου προς όφελος των συμπολιτών μας λόγω της ενεργειακής κρίσης».
Σε δήλωσή του μετά τη σημερινή συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου υπό την Προεδρεύουσα της Δημοκρατίας, Πρόεδρο της Βουλής, Αννίτα Δημητρίου, ο κ. Πετρίδης ανέφερε πως «το ΑΚΕΛ έχει αναγάγει καθημερινά, ως κύριο προεκλογικό και οικονομικό του μανιφέστο την φορολόγηση “υπερκερδών” των εταιριών παραγωγής ενέργειας μέσω ΑΠΕ».
Πρόσθεσε πως παρά το γεγονός ότι μέχρι σήμερα απέφυγε την όποια αντιπαράθεση παρά τις καθημερινές κατηγορίες, οφείλω να σημειώσει πως η προώθηση επενδύσεων σε ΑΠΕ αποτελεί τον πιο βασικό πυλώνα της πράσινης μετάβασης και σημαντική προτεραιότητα για την Κυβέρνηση. Επιδιώκουμε τη στήριξη και την περεταίρω ανάπτυξη του τομέα, ο οποίος βρίσκεται στην Κύπρο στα αρχικά του στάδια. Βασική προϋπόθεση αποτελεί ένα ελκυστικό και σταθερό νομοθετικό και φορολογικό πλαίσιο για την διείσδυση τέτοιων επενδύσεων, ανέφερε.
Ο κ. Πετρίδης είπε πως «οι δυο προτάσεις νόμου του ΑΚΕΛ, για φορολόγηση των υπερκερδών εταιρειών προμήθειας ηλεκτρισμού από ΑΠΕ, και η επιβολή τέλους ανταπόδοσης επί των διμερών συμβάσεων ηλεκτρισμού ΑΠΕ σε ποσό που θα υπερβαίνει τη μέγιστη τιμή αγοράς από ΑΠΕ που θα καθορίζεται με απόφαση της ΡΑΕΚ, είναι πρόχειρες».
«Χωρίς οικονομική λογική και αναμφίβολα, λειτουργούν ως αντικίνητρο με τιμωρητικό τρόπο έναντι αυτών των επενδύσεων και θα λειτουργήσουν ανασταλτικά στις προοπτικές ενθάρρυνσης και ανάπτυξης του τομέα. Ένας τομέας που αποτελεί την λύση για φθηνότερη ενέργεια, αντιμετωπίζεται από το ΑΚΕΛ ως μέρος του προβλήματος», σημείωσε.
Ανέφερε πως «συγκεκριμένα, η 1η πρόταση νόμου βασίζεται στη διαφορά του περιθωρίου μικτού κέρδους σε σχέση με το προηγούμενο έτος, και δεν λαμβάνει υπόψη τις συνολικές δαπάνες καθότι βασίζεται στις δαπάνες που σχετίζονται με κόστος πωλήσεων μόνον». «Περαιτέρω και βάσει των προνοιών της εν λόγω πρότασης η φορολόγηση επιβάλλεται μόνο στους προμηθευτές ΑΠΕ και εξαιρεί τους παραγωγούς ΑΠΕ που συμμετέχουν σε Σχέδια μέχρι την έναρξη της Ανταγωνιστικής Αγοράς Ηλεκτρισμού, γεγονός που περιορίζει στο ελάχιστό τα όποια έσοδα προκύψουν από τέτοιου είδους φορολόγηση», πρόσθεσε.
Επίσης είπε πως «βάσει των προνοιών της 2η πρότασης νόμου, το τέλος ανταπόδοσης το οποίο θα επιβάλλεται σε μελλοντικές πωλήσεις ηλεκτρισμού ΑΠΕ, δεν λαμβάνει υπόψη τυχόν υπερκέρδη που δημιουργήθηκαν από την έναρξη της ενεργειακής κρίσης λόγω της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, και παραβλέπει επίσης τις συνολικές δαπάνες του συμβαλλόμενου μέρους που πωλεί ηλεκτρική ενέργεια ΑΠΕ».
Ο κ. Πετρίδης ανέφερε πως «η φορολόγηση υπερκερδών προμηθευτών ΑΠΕ και η επιβολή τέλους ανταπόδοσης επί των διμερών συμβάσεων ηλεκτρισμού ΑΠΕ, βάσει των προνοιών των προτάσεων του ΑΚΕΛ θα επιφέρουν πολύ περιορισμένα έσοδα».
«Είναι προκλητικό προς την νοημοσύνη του κάθε συμπολίτη μας, να παρουσιάζονται αυτά τα δυνητικά έσοδα ως η λύση για ανακατανομή πλούτου προς όφελος των συμπολιτών μας λόγω της ενεργειακής κρίσης», επεσήμανε. Τη στιγμή μάλιστα, συνέχισε, «που η Κυβέρνηση διάθεσε μέχρι στιγμής πέραν των €400 εκ. μέσω της επιχορήγησης της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος, της μείωσης του φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα, μείωσης του ΦΠΑ στον ηλεκτρισμό, αύξησης επιδόματος θέρμανσης στις ορεινές περιοχές, και άλλα στοχευμένα μέτρα στη γεωργία και σε άλλες ευάλωτες ομάδες». Και τη στιγμή, είπε, «που συμπεριλαμβάνει πέραν των €150 εκ. στον προϋπολογισμό για επιχορήγηση μέτρων ενεργειακής απόδοσης και φωτοβολταϊκών συστημάτων στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις».
«Δηλαδή μέχρι σήμερα η κυβέρνηση έχει διοχετεύσει πέραν των €550 εκ. που είναι υπερπολλαπλάσια από τα έσοδα που υπολογίζει το ΑΚΕΛ. Είναι δε λυπηρό και επιπόλαιο, να υιοθετούνται αυτές οι προτάσεις ως το κύριο μέρος πολιτικής από τους δύο κύριους υποψηφίους για την προεδρία που υποστηρίζονται από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Τέτοιες ‘λύσεις’ δεν αποτελούν τίποτε παρά εμπαιγμό στους συμπολίτες μας», ανέφερε.
Ο ΥΠΟΙΚ ανέφερε περαιτέρω πως «το ΑΚΕΛ και ο Γενικός του Γραμματέας, καθημερινά κάνουν αναφορά στον Πρόεδρο της Αμερικής κ. Μπάιντεν και τον ΓΓ του ΟΗΕ κ. Γκουτέρες, ως παράδειγμα της πολιτικής που προτείνει το ΑΚΕΛ. Αναφορές οι οποίες αφορούν την πιθανότητα επιβολής έκτακτου φόρου στις εταιρίες πετρελαίου και φυσικού αερίου με στόχο να δοθεί ώθηση στις εταιρείες αυτές για αύξηση της παραγωγής ώστε να επέλθει μείωση στην τιμή των καυσίμων και να διοχετεύσουν τα υπερκέρδη τους προς όφελος των καταναλωτών και όχι τις εταιρείες ΑΠΕ», σημείωσε.
Είπε πως το μέτρο αυτό προφανώς δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην Κύπρο εφόσον δεν υπάρχουν εταιρίες παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου. «Σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχουν επίσης γίνει ενέργειες, όπως για παράδειγμα στην Ελλάδα με την επιβολή εφάπαξ ειδικής εισφοράς ύψους 90% στα απροσδόκητα κέρδη των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, όπου όμως περιλήφθηκαν συγκεκριμένες εξαιρέσεις για τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ». «Τέτοιες ατυχείς συγκρίσεις είτε παραπέμπουν σε σκόπιμο λαϊκισμό, είτε σε άγνοια, επικίνδυνα χαρακτηριστικά για κόμμα που θέλει να ανέλθει στην εξουσία σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο», ανέφερε.
Επεσήμανε πως «η Κύπρος, βάσει πρόσφατου Κανονισμού της ΕΕ, έλαβε εξαίρεση από την υποχρέωση για καθορισμό πλαφόν στα έσοδα των εταιρειών παραγωγής ηλεκτρισμού, περιλαμβανομένων και των ΑΠΕ, με αιτιολόγηση την πλήρη απομόνωση από τα διευρωπαϊκά δίκτυα ενέργειας και τον περιορισμένο αντίκτυπο που θα έχουν τέτοια μέτρα στην εσωτερική αγορά ενέργειας».
«Περαιτέρω, σε ότι αφορά τη φορολόγηση των Εταιρειών και των Διανομέων Πετρελαιοειδών, ο Κανονισμός της ΕΕ κάνει αναφορά σε φορολόγηση επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα του αργού πετρελαίου (εξαγωγής και εξόρυξης) και των διυλιστηρίων, δραστηριότητες οι οποίες δεν πραγματοποιούνται στην Κύπρο. Ενδεχομένως ο κ. Μαυρογιάννης, που πρέπει να είναι γνώστης του ευρωπαϊκού πλαισίου, να διαφωτίσει το ΑΚΕΛ, αντί να υιοθετεί χωρίς κανένα ενδοιασμό τις πολιτικές του», είπε ο κ. Πετρίδης.
Καταληκτικά, ανέφερε πως «εκ μέρους της Κυβέρνησης βρίσκεται υπό ετοιμασία νομοσχέδιο το οποίο προνοεί την επιβολή ενός ειδικού τέλους επί του κύκλου εργασιών των παραγωγών και προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας, του οποίου το επίπεδο δεν θα αποτελεί αντικίνητρο για την περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ, θα εξασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία της ανταγωνιστικής αγοράς ηλεκτρισμού αλλά και τη βιωσιμότητα των επενδύσεων των ΑΠΕ».