Ο Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ, Στέφανος Στεφάνου, δήλωσε, την Τετάρτη το πρωί, ότι δεν λήφθηκαν επαρκή μέτρα για την άμβλυνση των επιπτώσεων από την ακρίβεια, αλλ’ ούτε και αποφάσεις διαρθρωτικού χαρακτήρα για τη βραχυπρόθεσμη και τη μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων τα οποία μεγεθύνθηκαν σοβαρά.
Σε ομιλία του στο 3ο Φόρουμ Οικονομίας που διοργάνωσε το ΑΚΕΛ, υπό τον τίτλο «Δυνατή Οικονομία για όλους, βιώσιμη, κοινωνικά προσανατολισμένη», στο οποίο παρέστη και μίλησε και ο Υπουργός Οικονομικών, Μάκης Κεραυνός, ο κ. Στεφάνου είπε ότι είναι ενδεικτικό ότι σχεδόν σε όλους τους βασικούς κοινωνικούς δείκτες η Κύπρος βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«Το γεγονός ότι έστω και αργοπορημένα η Κυβέρνηση αποφάσισε να διαβουλευτεί για μέτρα αντιμετώπισης της ακρίβειας αποδεικνύει την ορθότητα των θέσεων του ΑΚΕΛ που για μερικά χρόνια τώρα υποδεικνύει την ανάγκη για λήψη μέτρων υποβάλλοντας συγκεκριμένες προτάσεις», πρόσθεσε.
Σημείωσε ότι θα ήταν περισσότερο ικανοποιημένοι αν τους καλούσε η Κυβέρνηση σε αυτό τον διάλογο, “γιατί όλους τους καλέσατε εκτός από το μεγάλο κόμμα της αντιπολίτευσης που έχει συγκεκριμένες προτάσεις», ανέφερε.
Είπε, ακόμα, ότι χρειάζονται μέτρα στοχευμένα, χωρίς όμως να αποκλείονται και οριζόντια μέτρα ανάλογα με την περίπτωση. Μέτρα που να μειώνουν το κόστος του ηλεκτρισμού, των καυσίμων και των επιτοκίων, να καθιστούν προσιτή τη στέγη και να βελτιώνουν την κοινωνική πολιτική του κράτους, μέτρα για βελτίωση της θέσης των εργαζομένων με την ενίσχυση των εισοδημάτων τους και τη βελτίωση των όρων εργασίας τους, όπως ανέφερε.
«Ο κοινωνικός διάλογος για την ΑΤΑ, τον κατώτατο μισθό και άλλα εργασιακά ζητήματα πρέπει να προχωρήσει και να ληφθούν αποφάσεις», επεσήμανε.
Σε σχέση με τις κοινωνικές επενδύσεις, σημείωσε την αδυναμία της δημόσιας παιδείας να αντιμετωπίσει αποφασιστικά τη μάστιγα της παραπαιδείας που αφαιμάσσει, όπως επεσήμανε, τον οικογενειακό προϋπολογισμό και φορτώνει με περισσό άγχος τα παιδιά.
Σημείωσε, επίσης, την ανάγκη για σοβαρές βελτιώσεις που πρέπει να γίνουν στο Γενικό Σχέδιο Υγείας, αρχίζοντας από την κατάρτιση ενός υγειονομικού χάρτη (capacity plan) για τον υπολογισμό των πραγματικών αναγκών της δημόσιας υγείας.
«Στον χώρο της δημόσιας υγείας διαφαίνεται σοβαρός κίνδυνος δημιουργίας μονοπωλίου από τις επιθετικές αγορές νοσηλευτηρίων στις οποίες προβαίνει ξένο Ταμείο. Αν συμβεί αυτό -και θα συμβεί αν δεν ληφθούν μέτρα από μέρους της Κυβέρνησης- θα δημιουρηθούν πολλά προβλήματα γιατί με τη δεσπόζουσα θέση του το μονοπώλιο θα μπορεί να επιβάλει τους δικούς του όρους, ανατρέποντας τον χαρακτήρα και τη φιλοσοφία του ΓΕΣΥ σε βάρος της κοινωνίας», είπε.
Ανέφερε ότι η ύπαρξη μονοπωλίων και ολιγοπωλίων σε σημαντικούς τομείς της οικονομίας, όπως στον τομέα των τραπεζών, της ενέργειας και του λιανικού εμπορίου, είναι επίσης ένα σοβαρό πρόβλημα, γιατί η ύπαρξή τους νοθεύει τον ανταγωνισμό, με αρνητικές συνέπειες για τους καταναλωτές.
Σε σχέση με τον περιβάλλον, τη βιωσιμότητα και την αειφορία, τόνισε τη σημασία τους για τις επόμενες γενιές. Διερωτήθηκε κατά πόσον φροντίδα για τις επόμενες γενιές είναι η παραβίαση των πολεδομικών αρχών εκεί που υπάρχουν συμφέροντα και η ανεξέλεγκτη πώληση γης μέσω του εμπορίου των «χρυσών διαβατηρίων».
«Εδώ νιώθω την ανάγκη να σημειώσω ότι μπορεί να έχει διακοπεί η παραχώρηση ‘χρυσών διαβατηρίων’, αλλά συνεχίζεται η παραχώρηση ‘χρυσής βίζας’ για μόνιμη παραμονή στην Κύπρο και πάλι με αγορά ακινήτου αξίας 300 χιλιάδων ευρώ και κατάθεση ποσού 30 χιλιάδων ευρώ, με όρους και διαδικασίες όχι και τόσο διαφανείς, για να το πω όσο πιο ευγενικά γίνεται», είπε.
Αναφέρθηκε ακόμα στη δαπάνη εκατοντάδων εκατομμυρίων για ρύπους κάθε χρόνο, λόγω μη έλευσης φυσικού αερίου και έκανε λόγο για απουσία συνολικής ενεργειακής πολιτικής και σοβαρό πρόβλημα στη διαχείριση αποβλήτων.
«Συμπερασματικά, αναπτυσσόμαστε ρυπαίνοντας, σπαταλώντας πολύτιμους πόρους και καταστρέφοντας το φυσικό και αστικό περιβάλλον. Τι θα αφήσουμε, αλήθεια, στις επόμενες γενιές;», διερωτήθηκε.
Για τον τομέα της διακυβέρνησης, της διαφάνειας και των θεσμών είπε ότι τα τελευταία χρόνια η διαπλοκή και η διαφθορά απογειώθηκαν και μετατράπηκαν σε θεσμικό φαινόμενο, το κράτος δικαίου κατακρημνίστηκε και η εμπιστοσύνη των πολιτών έναντι των θεσμών βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό.
Πρόσθεσε ότι είναι αδήριτη ανάγκη η διαφθορά να αντιμετωπιστεί, το όνομα της Κύπρου να αποκατασταθεί, όπως και η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς. Πρώτο βήμα για να επιτευχθεί αυτό, είπε, είναι η ουσιαστική και γρήγορη διερεύνηση των διαφόρων σκανδάλων που ταλανίζουν τα τελευταία χρόνια την Κύπρο και η προσαγωγή των πρωταγωνιστών τους στο δικαστήριο κάτι που δεν έγινε μέχρι τώρα.
Ο κ. Στεφάνου σημείωσε ότι το ΑΚΕΛ έχει πλήρη αντίληψη του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου πολιτικού και οικονομικού χάρτη. Γνωρίζει πολύ καλά, είπε, πού βρίσκεται και έχει τα αντανακλαστικά να προσαρμόζεται στις συνθήκες, στις απαιτήσεις και τα δεδομένα των καιρών χωρίς βέβαια να αρνείται τον εαυτό του.
Όπως είπε, η οικονομική πολιτική βρίσκεται στον πυρήνα της γενικότερης πολιτικής παρέμβασης του ΑΚΕΛ στην κοινωνία, αναγνωρίζοντας ότι η οικονομία αποτελεί τη βάση του κρατικού και θεσμικού οικοδομήματος, αλλά και τη βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η κοινωνία. Διαχρονικά, όπως είπε, το ΑΚΕΛ διατηρεί κανάλια επικοινωνίας και διαλόγου με τους κοινωνικούς εταίρους και τους πρωταγωνιστές της οικονομικής δραστηριότητας, έχοντας μια ολοκληρωμένη ρεαλιστική πολιτική πρόταση που συμπεριλαμβάνει τον άνθρωπο και τις ανάγκες του.
Μιλώντας για καλό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται η κυπριακή οικονομία, είπε ότι αυτά τα θετικά στοιχεία ποσώς δεν προσφέρονται για εφησυχασμό έχοντας υπόψιν, αφενός το δύσκολο περιφερειακό και διεθνές οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον και, αφετέρου, ότι η μικρή και ανοικτή κυπριακή οικονομία είναι πολύ ευάλωτη σε εξωτερικούς κινδύνους, γιατί συνεχίζει υπερβολικά να βασίζεται στον τουρισμό, τις κατασκευές και τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες.
Τόνισε ότι για την ενίσχυση της σταθερότητας της οικονομίας και τη βιωσιμότητα της ανάπτυξης η οικονομία της Κύπρου έχει ανάγκη από ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης που να προάγει την ενίσχυση νέων τομέων και, ταυτόχρονα, να επενδύει σε παραδοσιακούς τομείς του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα που ιστορικά αποδείχθηκαν σημαντικοί.
Όσον αφορά την κατάσταση της κοινωνίας είπε ότι τα τελευταία χρόνια αυτές αυξήθηκαν, όπως και τα φαινόμενα φτώχειας.
«Η ακρίβεια, ο πληθωρισμός και η αύξηση των επιτοκίων έκαναν ακόμα πιο δύσκολη την κατάσταση για ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, το οποίο δεν μπορεί πλέον να καλύψει τις βασικές ανάγκες του, ακόμα και να εξασφαλίσει βασικά αγαθά», είπε.
Πρόσθεσε ότι στη δύσκολη κατάσταση προστέθηκε η κατακόρυφη αύξηση των τιμών στην ενέργεια, στα ακίνητα και στα ενοίκια, δεδομένα που έκαναν απρόσιτη τη στέγη.
«Να κυνηγήσουμε τις πιθανότητές μας στο Κυπριακό»
Αναφερόμενος στο Κυπριακό, ο κ. Στεφάνου ανέφερε ότι «στις συνθήκες της ημικατοχής ό,τι κτίζουμε το κτίζουμε στην άμμο».
Υπογράμμισε την ανάγκη ειδικά αυτή την περίοδο που καταβάλλονται προσπάθειες από τον διεθνή παράγοντα να διαρρηχθεί το αδιέξοδο και να επαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις, «να κυνηγήσουμε τις πιθανότητές μας».
«Να τις κυνηγήσουμε με ανάληψη συγκεκριμένων πρωτοβουλιών και καταθέτοντας συγκεκριμένες προτάσεις. Μπορεί η λύση να φαίνεται απομακρυσμένη -κι αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό έχοντας υπόψιν την παρατεταμένη στασιμότητα, αλλά και την αρνητική στάση της τουρκικής πλευράς- αλλά οι πιθανότητες δεν εξέλειπαν», είπε.
Πρόσθεσε ότι αν οι διαπραγματεύσεις επαναρχίσουν από το σημείο όπου διακόπηκαν και διαπραγματευτούμε στη βάση του Πλαισίου Γκουτέρες, διαφυλάσσοντας τις συγκλίσεις, η απόσταση που πρέπει να διανυθεί για τη λύση δεν είναι μεγάλη.
«Κι αυτό γιατί τα σημαντικά ζητήματα που έχουν μείνει σε εκκρεμότητα είναι λίγα. Ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς της τουρκικής πλευράς, εμείς πρέπει να επιμένουμε στην επανέναρξη των διαπραγματεύσεων από το σημείο όπου διακόπηκαν, διαφυλάσσοντας το διαπραγματευτικό κεκτημένο», είπε.
Πρόσθεσε ότι αν συμφωνηθεί και επαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις, τότε οι πιθανότητες για επίτευξη λύσης θα αυξηθούν σημαντικά, σε συνάρτηση με την πολιτική βούληση που θα επιδείξουν τα εμπλεκόμενα μέρη και, κυρίως, η Τουρκία.
Έστειλε το μήνυμα ότι η λύση του Κυπριακού θα δημιουργήσει νέες μεγάλες προοπτικές για τη χώρα, τον λαό, αλλά και για την οικονομία.