«Πού πήγαν τα λεφτά» διερωτήθηκε η Επιτροπή Θεσμών την Τετάρτη, συνεχίζοντας τη συζήτηση για το ζήτημα της εισόδου μετρητών από τα αεροδρόμια και το πιθανό ξέπλυμα χρήματος, καθώς φαίνεται ότι για τα €90 εκ. από τα €101,6 εκ. που διερευνώνται από τις διωκτικές αρχές, δεν υπάρχουν ακόμη υποθέσεις ενώπιον της δικαιοσύνης.
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών, Γιώργος Παντελή, παρουσίασε στην Επιτροπή στοιχεία που ζητήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση του θέματος. Όπως είπε, από το 1/1/2021 μέχρι 3/2024 έγιναν 1077 δηλώσεις μετρητών στα τελωνεία των αεροδρομίων για ποσό €119 εκ. Από αυτές, οι 825 δηλώθηκαν στο διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου 2023 και Μαρτίου 2024 και αφορούσαν ποσό €105 εκ. Από τις 825 δηλώσεις, οι 336 βρίσκονται υπό διερεύνηση από την Αστυνομία και τη ΜΟΚΑΣ, για ποσό που αφορά €101,6 εκ., δηλαδή ποσοστό 96%.
Ο Υπαρχηγός της Αστυνομίας, Δημήτρης Δημητρίου, ανέφερε ότι από τον Αύγουστο 2023 και μετά παρατηρήθηκε μεγάλη κινητικότητα στην είσοδο μεγάλων ποσών στη Δημοκρατία. Πρόσθεσε ότι ενώπιον δικαστηρίου αυτή τη στιγμή βρίσκονται 4 υποθέσεις, που αφορούν συνολικό ποσό γύρω στα €10 εκ. Για τις υπόλοιπες υποθέσεις, ανέφερε, συνεχίζεται η διερεύνηση. Πρόσθεσε ακόμα, ότι βρίσκεται σε εξέλιξη μία μεγάλη υπόθεση, με εμπλοκή άλλης ευρωπαϊκής χώρας και του Eurojust.
Η επικεφαλής της ΜΟΚΑΣ, Μαρία Κυρμίζη Αντωνίου, είπε ότι 17 περιπτώσεις για τις οποίες λήφθηκαν αναφορές για ύποπτες συναλλαγές, διαβιβάστηκαν στην Αστυνομία για ποινική διερεύνηση, ενώ για 10 από αυτές ενημερώθηκαν αντίστοιχες μονάδες του εξωτερικού. Ερωτηθείσα αν εξετάζουν αυτεπάγγελτα υποθέσεις, ανέφερε ότι γίνεται διερεύνηση μέσα από αναφορές για ύποπτες συναλλαγές, που λαμβάνει η υπηρεσία. Ενδεικτικά, είπε, το 2023 λήφθηκαν έγιναν αναφορές για γύρω στις 2.000 υποθέσεις, οι οποίες εξετάζονται με σειρά σοβαρότητας.
Ο Έφορος Φορολογίας, Σωτήρης Μαρκίδης, ερωτηθείς αν έχουν δηλωθεί στον Φόρο περιπτώσεις developer που πήραν μετρητά, απάντησε ότι υπήρχαν αρκετοί. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις Εκδηλώσεις για το 2021 που έχουν ολοκληρωθεί, περίπου 1.200 είπαν ότι είχαν συναλλαγές με μετρητά αξίας άνω των €10.000. Επιπλέον, σημείωσε ότι περιμένει από το Τμήμα Τελωνείων κατάσταση με όσους δήλωσαν ότι ήρθαν με μετρητά στην Κύπρο για να κάνει διερεύνηση.
Η Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείου, Θεοδώρα Δημητρίου, είπε ότι κατά την είσοδο στη Δημοκρατία, όσοι δηλώνουν ότι ήρθαν με μετρητά συμπληρώνουν προέλευση, προορισμό και σκοπό για τα μετρητά. Ερωτηθείσα σχετικά, είπε ότι οι περισσότεροι αναφέρουν την αγορά ακίνητης περιουσίας. Ωστόσο, σημείωσε, δεν υπάρχει ευχέρεια για να γίνει έλεγχος, πέραν της λήψης της δήλωσης, επί τόπου. Αυτό, πρόσθεσε, γίνεται σε μεταγενέστερο στάδιο, κεντρικά.
Εκπροσωπώντας το Υπουργείο Εσωτερικών, η Αναστασία Καμένου είπε ότι μέσα από μία θέσμια διαδικασία αξιολόγησης κινδύνου που εφαρμόζει το Υπουργείο για νομικές οντότητες, με βάση κριτήρια εντοπίζονται οργανισμοί ψηλού κινδύνου για ξέπλυμα, χρηματοδότηση τρομοκρατίας και φοροδιαφυγή. Τέτοια κριτήρια αποτελούν οι ανώνυμες χορηγίες, η μεγάλη διακίνηση μετρητών και άλλοι παράγοντες κινδύνου. Όπως σημείωσε, στις αρχές 2023 το 25% οντοτήτων κρίθηκαν ως ψηλού κινδύνου. Αφού ακολουθηθεί μία διαδικασία δέουσας επιμέλειας, στέλνονται υποθέσεις σε ΜΟΚΑΣ, Αστυνομία και Έφορο Φορολογίας για περαιτέρω διερεύνηση. Σημείωσε ότι παραδείγματα οντοτήτων σε ψηλό κίνδυνο θεωρούνται μεταξύ άλλων, ιδρύματα που ασχολούνται με μετρητά, ποδοσφαιρικά σωματεία με αδιευκρίνιστες πηγές εσόδων από το εξωτερικό.
Σε δηλώσεις του μετά την ολοκλήρωση της Επιτροπής, ο Πρόεδρος της Επιτροπής, Βουλευτής του ΔΗΣΥ, Δημήτρης Δημητρίου, είπε ότι προκύπτει θέμα από την ελλιπή συνεργασία των υπηρεσιών του κράτους σε ό,τι αφορά την είσοδο μετρητών στη Δημοκρατία.
«Ψάχνουμε πού είναι €90+ εκ. μετρητά», είπε, σημειώνοντας ότι τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά. Πρόσθεσε ότι τίθενται σοβαρά ερωτήματα και ζητήματα. «Αυτά τα λεφτά είναι στη χώρα, επενδύθηκαν στη χώρα, έχουν βγει από τη χώρα, όντας σταθμός μεταβίβασης, έχουν φύγει προς τα κατεχόμενα; Σε αυτά τα ερωτήματα δεν καταφέραμε να πάρουμε απάντηση», είπε.
Πρόσθεσε ότι υπάρχει πρόθεση για πρόταση νόμου, όπου ο μέγιστος αριθμός μετρητών που θα μπορεί ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο να ξοδέψει για την αγορά οποιουδήποτε αγαθού, θα είναι τα €1.000. Όπως είπε, σήμερα δεν υπάρχει περιορισμός, φτάνει ο πωλητής, για αγορές με μετρητά άνω των €10.000 να τα δηλώνει στον Έφορο Φορολογίας.
«Είναι θλιβερό μετά τα όσα περάσαμε σε αυτό τον τόπο, να εξακολουθούμε να εντοπίζουμε μαύρες τρύπες», είπε η Βουλευτής του ΑΚΕΛ, Ειρήνη Χαραλαμπίδου, ρωτώντας «τι λεφτά έρχονται από τις μαρίνες; Γιατί, κάποιος που θέλει να φέρει λεφτά στην Κύπρο, δεν θα το περάσει από τις επίσημες εισόδους», είπε, σημειώνοντας ότι οι Αρχές δεν ήταν σε θέση να δώσουν στοιχεία σήμερα.
Σημείωσε ότι τέθηκε κατ’ επανάληψη το ζήτημα της αυτεπάγγελτης παρέμβασης της ΜΟΚΑΣ, ενώ είπε ότι υπάρχουν σοβαρά κενά στο θέμα διερεύνησης. «Το μόνο σίγουρο είναι ότι πρέπει να κλείσουμε όλες τις μαύρες τρύπες», σημείωσε, «διαφορετικά δεν μπορούμε να προχωρήσουμε».
Ο Βουλευτής του ΑΚΕΛ, Ανδρέας Πασιουρτίδης, είπε ότι δημιουργείται ανησυχία και υποψίες από τους αριθμούς που ακούστηκαν. «Όταν υπάρχει η αναφορά ότι €101 εκ. από τα €119 εκ., που έχουν δηλωθεί ότι μπήκαν μετρητά στη Δημοκρατία από τον 1/21 μέχρι 3/24 ερευνώνται από τις διωκτικές αρχές για ξέπλυμα, τότε αυτή τη στιγμή γυρεύουμε ένα τεράστιο ποσό μετρητών που εισήλθαν στη Δημοκρατία».
Πρόσθεσε ότι δεν μπορούν οι δημόσιες αρχές να επαναπαύονται στο ότι τήρησαν κάποιες διαδικασίες. «Η ουσία είναι να ασκείς και προληπτική πολιτική, αναλαμβάνοντας και προληπτικά μέτρα», είπε, σημειώνοντας ότι αν προλάβουν τα μετρητά και εισέλθουν στο έδαφος της Δημοκρατίας, δυσκολεύει και η δουλειά των διωκτικών αρχών.
Εντός της Επιτροπής, η ανεξάρτητη Βουλευτής Αλεξάνδρα Ατταλίδου, είπε ότι δεν υπάρχει πρόληψη και αντίληψη ότι το ζήτημα είναι πολύ σοβαρό και διασύρει την Κύπρο, με συνέπειες για όλο τον τόπο, όλες τις επιχειρήσεις, τις μελλοντικές επενδύσεις και τη φήμη του τόπου. Είπε ότι κάποιοι «δεν κάνουν τη δουλειά τους» και ότι «κάποιοι σιωπούν γιατί είναι εμπλεκόμενοι». Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό, συνέχισε, σημειώνοντας ότι τα μετρητά και η αγορά ακινήτων με μετρητά έπρεπε να «σηκώνουν κόκκινη σημαία» για θέματα ξεπλύματος χρήματος.