Δύο εικοσιτετράωρα πριν το κρίσιμο δημοψήφισμα στην Τουρκία, το AlphaNews.live, επιχειρεί να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα που κυριαρχούν στην κοινή γνώμη για το δημοψήφισμα της Τουρκίας την Κυριακή. Τα ερωτήματα τέθηκαν στον Διδάκτωρ Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών, Σώτο Κτωρή.
1 Ποια ήταν η προηγούμενη φορά που διεξήχθη δημοψήφισμα στην Τουρκία;
Το δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου είναι το έβδομο – και κρισιμότερο – δημοψήφισμα που διεξάγεται από ιδρύσεως του σύγχρονου τουρκικού κράτους. Το πρώτο διεξήχθηκε τον Ιούλιο του 1961 και οδήγησε στην έγκριση του συντάγματος που είχε συνταχθεί μετά το πραξικόπημα του 1960 ενώ, έκτοτε, έχουν πραγματοποιηθεί, με αντικείμενο συνταγματικές τροποποιήσεις, ακόμη πέντε δημοψηφίσματα. Στην δεκαπενταετή περίοδο διακυβέρνησης του ΑΚΡ εγκρίθηκαν, σε δύο δημοψηφίσματα, σημαντικές συνταγματικές τροποποιήσεις. Στο δημοψήφισμα του 2007 εγκρίθηκε, με την στήριξη και του εθνικιστικού κόμματος, η πρόνοια για απευθείας εκλογή του προέδρου της χώρας από το εκλογικό σώμα, ενώ η λαϊκή ετυμηγορία στο δημοψήφισμα, του 2010, επέφερε αφενός την αναδιάρθρωση του δικαστικού συστήματος, αφετέρου την υπαγωγή των στρατιωτικών στον έλεγχο των πολιτικών δικαστηρίων.
Ποια είναι τα αντιμαχόμενα μπλοκ σε αυτό το δημοψήφισμα;
Την υπερψήφιση των συνταγματικών τροποποιήσεων υποστηρίζουν το κυβερνών ΑΚΡ, το εθνικιστικό ΜΗΡ του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, το ακροδεξιό ισλαμοεθνικιστικό κόμμα της «Μεγάλης Ενότητας» (ΒΒΡ) και ένα μικρό, κουρδικό/ισλαμικό κόμμα, γνωστό και ως η κουρδική Χεζμπολλάχ (Hüda-Par). Τα συναθροισμένα ποσοστά των κομμάτων που υποστηρίζουν το «ΝΑΙ» προσεγγίζουν το 62% του εκλογικού σώματος. Από την άλλη το «ΟΧΙ» στηρίζουν, μέσα από μια διαφοροποιημένη οπτική, πέραν των πενήντα πολιτικών σχηματισμών. Στο ιδεολογικά ετερόκλητο «στρατόπεδο» του «ΟΧΙ», «συμπορεύονται» κεμαλιστές, εθνικιστές, σοσιαλδημοκράτες, κομμουνιστές, φιλελεύθεροι, ακόμη, και ακραίοι ισλαμιστές. Το βάρος της προεκλογικής αντιπαράθεσης έχουν αναλάβει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης (CHP), το οποίο, για πρώτη φορά, πολιτεύεται με σύνεση, αποφεύγοντας με μαεστρία να “συνδράμει” στην τακτική της διαπαραταξιακής και αξιακής πόλωσης, το φιλοκουρδικό «Κόμμα των Λαών» (ΗDP) και στελέχη του εθνικιστικού κόμματος (ΜΗΡ), τα οποία διαφώνησαν με την συμπόρευση του κόμματος με το ΑΚΡ. Καθοριστικό ρόλο φαίνεται να διαδραματίζει, κυρίως, η Μεράλ Άκσενερ, η οποία ηγείται της προσπάθειας διεμβολισμού της εκλογικής βάσης των εθνικιστών.
Ποιες είναι οι προβλέψεις για το εκλογικό αποτέλεσμα;
Τα δημοσκοπικά ευρύματα προμηνύουν μια αμφίρροπη εκλογική αναμέτρηση. Οι εγκυρότερες προβλέψεις δίδουν, στο όριο του στατιστικού λάθους, ένα μικρό προβάδισμα στο «ΝΑΙ». Η έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης θα εξαρτηθεί, πρωτίστως, από την δυνατότητα των δύο μεγάλων κομμάτων, που στηρίζουν το «ΝΑΙ», να συσπειρώσουν την εκλογική τους βάση. Το ΑΚΡ, για πρώτη φορά, εμφανίζει τάσεις αποσυσπείρωσης στα μεγάλα αστικά κέντρα λόγω, κυρίως, της αμφιθυμίας ή και της αρνητικότητας των πιο μορφωμένων στρωμάτων της εκλογικής του βάσης έναντι των συνταγματικών τροποποιήσεων. Το βασικότερο πρόβλημα, ωστόσο, αφορά το έταιρο κόμμα του στρατοπέδου του «ΝΑΙ» το κόμμα «Εθνικιστικής Δράσης» (ΜΗΡ), του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, το οποίο έχει κυριολεκτικά διχαστεί. Ο προσεταιρσμός του ΜΗΡ όχι μόνο απέτυχε, μέχρι στιγμής, να διασφαλίσει την στήριξη της πλειοψηφίας των εθνικιστών ψηφοφόρων αλλά, ταυτόχρονα, απωθεί τις συντηρητικές μάζες των κούρδων οι οποίες παραδοσιακά στήριζαν το ΑΚΡ. Τούτων λεχθέντως, βεβαίως, ο Ερτογάν εξακολουθεί να διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα. Η ψήφος των αποδήμων αναμένεται να του προσθέσει πέραν της μίας ποσοστιαίας μονάδας, ενώ η πλειοψηφία των αναποφασίστων προέρχεται από τον ευρύτερο συντηρητικό χώρο. Επιπλέον, με την ηγεσία του φιλοκουρδικού ΗDΡ στις φυλακές, παραμένει ερωτηματικό ο βαθμός κινητοποίησης των κούρδων ψηφοφόρων. Ρόλο θα διαδραματίσει, ασφαλώς, και ο πλήρης έλεγχος, από το ΑΚΡ, του κρατικού μηχασνιμού, αλλά και των πλείστων ΜΜΕ, κάτι που διασφαλίζει την ηγεμονική θέση του αφηγήματος Ερτογάν στον δημόσιο χώρο. Όπως και η πρόσφατη αντιπαράθεση με την ΕΕ η οποία υποβοήθησε τον Ταγίπ Ερτογάν να εργαλειοποιήσει τα αντιδυτικά αντανακλαστικά της τουρκικής κοινωνίας.
Πώς αφορά τους Τουρκοκύπριους το αποτέλεσμα του επικείμενου δημοψηφίσματος και γιατί κάποιος Τουρκοκύπριος μπορεί να τάσσεται υπέρ του Ναι;
Οι όποιες πολιτικές μεταβολές συντελούνται στην «Μητέρα Πατρίδα» έχουν αντίκτυπο και στην τ/κ Κοινότητα, δεδομένης της πολιτικής και οικονομικής εξάρτησης της «ΤΔΒΚ», από την Τουρκία. Ως εκ τούτου οι τ/κ πολιτικοί φορείς αποφεύγουν να διατυπώσουν, δημοσίως, τις όποιες επιφυλάξεις τους φοβούμενοι πως, ενδεχομένως, να οδηγηθούν σε μια ανεπιθύμητη ρήξη με την κυρίαρχη πηγή εξουσίας στην Τουρκία. Θα πρέπει, ασφαλώς, να επισημανθεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων δεν διαθέτει δικαίωμα ψήφου στο επικείμενο δημοψήφισμα. Αν, όμως, διέθεταν τέτοιο δικαίωμα, εκτιμάται πως η πλειονότητα θα καταψήφιζε τις συνταγματικές τροποποιήσεις φοβούμενη ότι η ενίσχυση της εξουσίας του Ερτογάν θα οδηγούσε στην επιτάχυνση της αξιακής και πολιτισμικής μετάλλαξης του βορείου μέρους του νησιού, στον ασφυκτικότερο έλεγχο των τ/κ δομών εξουσίας και, κατ’ επέκταση, στην υπονόμευση της τ/κ κοινοτικής ύπαρξης.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ερωτηθείς σε συνέντευξη του στον alpha, ανέφερε πως «δεν υπάρχει πολιτικός αναλυτής ανά τον κόσμο, που θα μπορούσε να προβλέψει πως θα επηρεάσει το κυπριακό, ένα ναι ή ένα όχι, στο τουρκικό δημοψήφισμα». Ποια η άποψη σας επί του ερωτήματος;
Οι διαπραγματεύσεις στο Κυπριακό δεν είχαν περιπλακεί, πάντως, λόγω του τουρκικού δημοψηφίσματος. Αλλά συνεπεία της διάρρηξης της προσωπικής σχέσης των δύο κυπρίων ηγετών, και, κυρίως, λόγω των διαφωνιών, που προέκυψαν, σε εσωτερικές πτυχές της διαπραγμάτευσης. Όσοι παρακολουθούν τις πολιτικές ζυμώσεις στην Τουρκία διαπιστώνουν πως το Κυπριακό αποτέλεσε μια επουσιώδη υποσημείωση στην προεκλογική αντιπαράθεση. Εάν ο Ερτογάν κερδίσει, πάντως, το δημοψήφισμα θα επιδιώξει, σε κάποιο βαθμό, και την αποκατάσταση του κύρους του στην διεθνή κοινότητα. Και μια συμφωνία στο Κυπριακό υπηρετεί και αυτή την επιδιώξη. Αυτό δεν συνεπάγεται, ασφαλώς, πως θα αρθούν οι δυσχέρειες που υπάρχουν στα εκκρεμούντα ζητήματα ή ότι θα μεταβληθούν άρδην οι θέσεις της Τουρκίας στα εκκρεμούντα ζητήματα. Όσοι προσδοκούν σε μια τέτοια εξέλιξη πλανώνται πλάνην οικτράν. Η Τουρκία αλλά και η τουρκοκυπριακή πλευρά έχουν, εδώ και καιρό, προδιαγράψει τα όρια των υποχωρήσεων της. Τα οποία μεν ανοίγουν χαραμάδα αναζήτησης συμβιβασμών, αλλά δύσκολων συμβιβασμών. Εάν, από την άλλη, στο δημοψήφισμα επικρατήσει το «ΟΧΙ» οι εξελίξεις στο Κυπριακό θα περιπλακούν, αφού ο Ερτογάν θα παραμείνει επικεντρωμένος στην υλοποίηση των εσωτερικών πολιτικών του σχεδιασμών. Σε κάθε περίπτωση, είτε με «ΝΑΙ», είτε με «ΟΧΙ», στο τουρκικό δημοψήφισμα, η Κύπρος δεν θα παραμείνει ανεπηρέαστη. Και αυτό διότι οι τουρκοκυπριακές σχέσεις θα κριθούν, πρωτίστως, από την εξέλιξη της διαπραγματευτικής διαδικασίας.
Η παγκόσμια κοινή γνώμη παρακολουθεί το τελευταίο διάστημα ένα Ερτογάν ο οποίος ξεπέρασε τον εαυτό του. Πόσο εννοεί τα όσα λέει για την ΕΕ, κατά την άποψη σας;
Οι εμπρηστικές δηλώσεις του Ταγίπ Ερτογάν πρέπει να ερμηνευθούν στο πλαίσιο μιας μεθοδευμένης εργαλειοποίησης του συνδρόμου των Σεβρών. Το οποίο εδράζεται στην τουρκική ιστορική αντίληψη, ότι η Δύση επιχείρησε, το 1922, μέσω της ενθάρρυνσης του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού, τον εδαφικό διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το σύνδρομο των Σεβρών ασκεί, διαχρονικά, έντονη επιρροή στις τουρκικές μάζες και αναδύεται στην επιφάνεια κάθε φορά που η Τουρκία θεωρεί ότι η Δύση μηχανορραφεί εναντίον της. Η χλιαρή στάση της ΕΕ, έναντι του πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2015, η απροθυμία των Βρυξελλών να προωθήσουν την απελευθέρωση των θεωρήσεων εισόδου, η απαγόρευση των προεκλογικών συγκεντρώσεων του ΑΚΡ σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και η άρνηση των Αθηνών να εκδώσουν τους οκτώ στρατιωτικούς που ενεπλάκησαν στο πραξικόπημα, ενίσχυσαν αυτή την πεποίθηση και επέτρεψαν στον Ταγίπ Ερτογάν να εργαλειοποιήσει και να κεφαλοποιήσει πολιτικά την συνομωσιολογιακή υστερία κατά των “αλλόδοξων” Δυτικών.
Θα επιδιώξει, μετεκλογικά, την πλήρη διάρρηξη των σχέσεων της με την ΕΕ;
Η Τουρκία δύσκολα θα προχωρήσει σε μια ολική ρήξη των σχέσεων της με την ΕΕ ή την Δύση γενικότερα. Η δαμόκλειος σπάθη του Κουρδικού και ο ρόλος των ΗΠΑ, κυρίως, σε αυτό το ζήτημα είναι εξαιρετικά σημαντικός. Ούτε και οι πολλαπλές γεωστρατηγικές και οικονομικές συνέργειες ανάμεσα στην Τουρκία και την Δύση μπορούν να παραβλεφθούν. Ειδικότερα με την ΕΕ οι οικονομικές εξαρτήσεις είναι εξαιρετικά ισχυρές για να αγνοηθούν. Το ΑΚΡ εδραίωσε την πολιτική του ηγεμονία στην οικονομική ανάπτυξη που επέφεραν οι πολιτικές του μετά το 2002. Βασικοί πυλώνες των οποίων υπήρξαν η πολιτική σταθερότητα και η σημαντική προσέλκυση ξένων απευθείας επενδύσεων, εκ των οποίων ένα ποσοστό πέραν του 65% προέρχονται από κράτη-μέλη της ΕΕ. Παραταύτα, όμως, η ενεργοποίηση των αντιδυτικών αντανακλαστικών της τουρκικής κοινωνίας διευρύνει ακόμη παραπάνω το συναισθηματικό και πολιτικό χάσμα ανάμεσα σε Τουρκία και Ευρώπη. Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν οι σχέσεις της Τουρκίας με ευρωπαϊκά κράτη και συμμάχους της, συν τοις άλλοις, στο ΝΑΤΟ δεν είχαν επιδεινωθεί σε τέτοιο βαθμό. Και ποτέ άλλοτε δεν διαμορφώθηκαν τόσο ισχυρά αντιτουρκικά αντανακλαστικά ή τέτοιο κλίμα απέχθειας κατά της τουρκικής ηγεσίας στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκτιμηθεί η περαιτέρω πορεία των ευρωτουρκικών σχέσεων. Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα εκτιμάται ότι η εξέλιξη αυτής της σχέσης θα συνεχίσει να επηρεάζεται αρνητικά από την συνεχιζόμενη άνοδο του τουρκικού εθνικισμού και του ευρωπαϊκού λαϊκισμού.
Επιγραμματικά, ποια είναι η επόμενη μέρα στο εσωτερικό και τα πολιτικά δρώμενα της Τουρκίας, σε κάθε περίπτωση; (Ναι ή όχι)
Το κρίσιμο ερώτημα, στο σενάριο επικράτησης του «ΝΑΙ», είναι εάν ο Ερτογάν θα επιλέξει την πολιτική εξομάλυνση προκειμένου να διαχειριστεί τη σωρεία των ζητημάτων που επαπειλούν τις οικονομικές και πολιτικές προοπτικές της χώρας ή εάν η Τουρκία θα συνεχίσει να κινείται στους ρυθμούς μιας βαθιάς και πολυεπίπεδης πόλωσης. Εάν, από την άλλη, επικρατήσει το «ΟΧΙ» ουδείς μπορεί να προδικάσει τις εξελίξεις. Ο Ερτογάν θα σύρει, πιθανότατα, την χώρα σε πρόωρες βουλευτικές εκλογές. Επιχειρώντας να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για ένα πολιτικό «come back».