Απομακρύνονται οι προοπτικές υλοποίησης του αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου EastMed ο οποίος είχε σκοπό να μεταφέρει το φυσικό αέριο της λεκάνης της Ανατολικής Μεσογείου προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αμερικανική κυβέρνηση, με non paper ενημέρωσε τις κυβερνήσεις του Ισραήλ, της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελλάδας για τις επιφυλάξεις της ως προς την σκοπιμότητα του σχεδιαζόμενου αγωγού, προβάλλοντας ζητήματα ως προς την οικονομική βιωσιμότητα του εν λόγω έργου, καθώς επίσης και ως προς τις στρατηγικές που εφαρμόζονται ανά το παγκόσμιο για την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών.
Το θέμα υπερπροβλήθηκε τις τελευταίες εβδομάδες ιδιαίτερα στον ελλαδικό και κυπριακό τύπο, ως ένα ζήτημα γεωπολιτικής επανατοποθέτησης της αμερικανικής κυβέρνησης στην προσπάθεια της να διασκεδάσει κάποιες από τις ανησυχίες της Άγκυρας για την προσπάθεια των κρατών της περιοχής να την απομονώσουν. Η ιδέα του αγωγού EastMed είχε αναπτυχθεί στο πλαίσιο της προσπάθειας της ΕΕ να απεξαρτηθεί από το ρωσικό φυσικό αέριο. Τότε οι συνθήκες ήσαν ευνοϊκές ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη τις συνεχιζόμενες ανακαλύψεις κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Βέβαια, το να ποντίσει κανείς τον μεγαλύτερο σε έκταση αγωγό φυσικού αερίου, που θα ξεκινούσε από τα κοιτάσματα φυσικου αερίου του Ισραήλ, να κατευθυνόταν στην Κύπρο, μετά να έφτανε στην Κρήτη και ακολούθως στην Ελλάδα και την Ιταλία, στα μάτια των εμπειρογνωμόνων του τομέα της ενέργειας, επρόκειτο για ένα μεγαλεπήβολο έργο που ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας θα είχε όταν θα έφτανε το στάδιο μιας τεχνοοικονομικής μελέτης. Ήταν γι’ αυτό που αρκετοί μιλούσαν για ένα έργο “πολιτικής” σημασίας, παρά ουσιαστικής που θα έβγαζε νόημα στο σκληρό περιβάλλον της ενεργειακής βιομηχανίας.
Πολλοί έσπευσαν να χαρακτηρίσουν τις τοποθετήσεις του συμβούλου του Τζο Μπάιντεν για θέματα ενεργειακής πολιτικής, Έιμος Χόκσταϊν, ο οποίος υπηρέτησε στη διακυβέρνηση Ομπάμα ως Υφυπουργός Εξωτερικών για θέματα ενεργειακής πολιτικής, ως προώθηση τουρκικών θέσεων. Ο εν λόγω διπλωμάτης, σε αποκλειστική συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στον Alpha το 2017, είχε χαρακτηρίσει το εν λόγω έργο, ως “πολιτικά ελκυστικό όμως εξαιρετικά δύσκολο να υλοποιηθεί από οικονομικής άποψης”. Τα δεδομένα έκτοτε ελάχιστο διαφοροποιήθηκαν. Αντίθετα ο πλανήτης γη ένιωσε στο πετσί του την κλιματική αλλαγή και αναγκάστηκε έκτοτε να διαφοροποιήσει τις πολιτικές του στον τομέα της ενέργειας.
Η πραγματικότητα είναι ότι οι εξελίξεις στον τομέα της ενέργειας, ξεπέρασαν κατά πολύ τους ρυθμούς με τους οποίους η Κυπριακή Δημοκρατία είχε τη δυνατότητα να τρέξει το μέτωπο των εξερευνήσεων στην ΑΟΖ της, σε σημείο που σήμερα κινδυνεύει να χάσει αυτό το παράθυρο ευκαιρίας. Άλλωστε οι πλείστες δεξαμενές σκέψης, αξιολογούσαν τον τομέα της ενέργειας, ως το κλειδί για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος, ωστόσο εν απουσία οποιονδήποτε εξελίξεων στο εθνικό θέμα, τα πράγματα έτρεξαν με αργούς ρυθμούς και σήμερα τίθεται εν αμφιβόλω το κατά πόσο η Λευκωσία θα καταφέρει να πετύχει σημαντικά πράγματα στην αρένα της ενέργειας.
Την ίδια στιγμή, η Άγκυρα έσπευσε να ερμηνεύσει τις εξελίξεις αυτές, ως ένδειξη των προθέσεων της νέας αμερικανικής κυβέρνησης για εξομάλυνση των σχέσεων της με την Τουρκία. Στην πραγματικότητα όμως, είναι η ίδια η Τουρκία που επιθυμεί πιο πολύ από οποιονδήποτε να διορθώσει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και την ΕΕ.
Τη δεδομένη χρονική συγκυρία, στη Λευκωσία έχει ωριμάσει η αντίληψη, πως μοναδική οδός αυτή τη στιγμή για την εκμετάλλευση του φυσικού αερίου που έχει εξευρεθεί, είναι τα τερματικά υγροποίησης στην Αίγυπτο. Οι επενδύσεις στον τομέα αυτό στρέφονται στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στις λογικές διασύνδεσης. Εξ ου και οι αμερικανοί υποστηρίζουν τα έργα ηλεκτρικής διασύνδεσης παρά το γεγονός ότι διέρχονται σε “αμφισβητούμενᔨστη βάση των διεκδικήσεων της Τουρκίας νερά της Ανατολικής Μεσογείου, ενώ τα ίδια μηνύματα έχει διαβιβάσει και προς την ίδια την Τουρκία.