Επιμέλεια Νικόλας Ζαννέττος
Πού κατευθύνεται η σημερινή Τουρκία; Ένα ερώτημα που απασχολεί τα μέσα ενημέρωσης και ξένους αναλυτές εδώ και αρκετά χρόνια καθώς. Μετά από 19 χρόνια συνεχόμενης διακυβέρνησης της χώρας από το AKP του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τα πράγματα μπαίνουν στην τελική ευθεία για τις εκλογές του 2023. Το ερώτημα επιχειρεί να απαντήσει η δεξαμενή σκέψης Carnegie Europe δίνοντας τρία πιθανά σενάρια για την έκβαση των εκλογών. Η πρώτη διαπίστωση είναι πως η κατεύθυνση της Τουρκίας εξαρτάται καθαρά από τις ψήφους των πολιτών της και όχι από το τι πιστεύουν ξένοι παρατηρητές ή τι θα επιθυμούσαν. Οι επιλογές παρ’ όλα αυτά της κυβέρνησης Ερντογάν σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο, έφεραν σε διαφορετικές περιπτώσεις την έντονη καταδίκη της Τουρκίας από εταίρους της, πυροδοτώντας έτσι στο εσωτερικό ισχυρές εθνικιστικές δηλώσεις σε όλο το πολιτικό πεδίο ενισχύοντας την ήδη υπάρχουσα ανησυχία για το μέλλον της χώρας.
Εκτροχιασμός του κράτους δικαίου
Εγχώρια αυτό που σε διαφορετικές περιπτώσεις αναδεικνύεται είναι η σταδιακή αποδόμηση της αρχιτεκτονικής του κράτους δικαίου στη χώρα, κάτι που διαπιστώνεται στην πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν για την Τουρκία η οποία θεωρείται η πιο αρνητική που έγινε ποτέ. Πρώτα ήταν οι διαδηλώσεις στο πάρκο Γκεζί το 2013 και ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση επιχείρησε να τις καταστείλει. Αργότερα το ίδιο έτος η ρήξη στις σχέσεις Ερντογάν-Γκιουλέν και η έναρξη των «εκκαθαρίσεων» των Γκιουλενιστών από τα κέντρα αποφάσεων. Αργότερα στις εκλογικές διαδικασίες για τις Προεδρικές του 2014, τις Βουλευτικές του 2015, το δημοψήφισμα για τροποίηση του Συντάγματος το 2017, διαπιστώνεται ο περιορισμός των δικαιωμάτων της αντιπολίτευσης, η επικράτηση της εθνικιστικής ρητορικής, η εγκατάλειψη της κουρδικής μειονότητας και η αξιοποίηση των επιχειρήσεων στο έδαφος της Συρίας για σκοπούς πόλωσης.
Σημείο καμπής αποτέλεσε το αποτυχημένο πραξικόπημα τον Ιούλιο του 2016 και όσα ακολούθησαν με τις μαζικές συλλήψεις και εκκαθαρίσεις υποτιθέμενων εχθρών της Κυβέρνησης. Από το 2016 μέχρι σήμερα, η Κυβέρνηση απέλυσε και απομόνωσε 60,000 μέλη της αστυνομίας και του στρατού, 125,000 δημόσιους υπάλληλους, απέλυσε το 1/3 των δικαστών, συνέλαβε και φυλάκισε 90,000 πολίτες και έκλεισε τουλάχιστον 1,500 μη κυβερνητικούς οργανισμούς με πρόσχημα τη σύνδεση τους με την τρομοκρατία και τον Φεντουλάχ Γκιουλέν.
Στις δημοτικές εκλογές του Μαρτίου το 2019, η νίκη υποψηφίων της αντιπολίτευσης σε εννιά μεγάλες πόλεις περιλαμβανομένων της Άγκυρας, της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης, υπενθύμισε στους Τούρκους ψηφοφόρους τη δύναμη που έχουν στα χέρια τους. Παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης να αμφισβητήσει το αποτέλεσμα στην Κωνσταντινούπολη, εντούτοις δεν τα κατάφερε.
Το ζήτημα του κράτους δικαίου δυστυχώς για τον ίδιο τον Ερντογάν έχει μεγάλη σημασία τόσο για τους Τούρκους πολίτες όσο και για τους ξένους παρατηρητές.
Μια αμφιλεγόμενη εξωτερική πολιτική
Τα τελευταία χρόνια η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας μετατράπηκε σε προσωπική υπόθεση του Ερντογάν. Μπήκε σε μια εξαιρετικά περίπλοκη σχέση με τον Ρώσο Πρόεδρο Πούτιν επιχειρώντας παράλληλα να διατηρήσει στενές σχέσεις με τους Αμερικανούς Προέδρους Ντόναλτ Τραμπ και Τζο Μπάιντεν. Η πολιτική του επηρεάστηκε και από την προσπάθεια του να διατηρήσει τον έλεγχο της τουρκικής εθνοσυνέλευσης μέσω της συμμαχίας του με το εθνικιστικό κόμμα των Γκρίζων Λύκων. Από το 2018 όταν σχημάτισε τη συμμαχία με το MHP, η τουρκική κυβέρνηση ακολούθησε μια επιθετική πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο, τη Λιβύη και τη Συρία.
Στην περίπτωση της Λιβύης υπέγραψε τις γνωστές συμφωνίες με την κυβέρνηση της Τρίπολης στέλνοντας μισθοφόρους για να πολεμήσουν στον εμφύλιο με την κυβέρνηση έναντι μιας παράνομης συμφωνίας οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών η οποία επηρεάζει την Ελλάδα. Με την ίδια λογική η Τουρκία αντέδρασε στους ελέγχους από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ για ύποπτα πλοία με στρατιωτικό υλικό που προορίζονταν για τη Λιβύη.
Τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2020, η Τουρκία επανελειμμένα επιχείρησε να εκβιάσει την ΕΕ με το άνοιγμα των πυλών για τους πρόσφυγες που φιλοξενούσε προωθώντας τους στον Έβρο και δημιουργώντας κρίση τόσο για την Ελλάδα όσο και για ολόκληρη την ΕΕ. Επιπλέον άρχισε την καμπάνια προώθησης της λύσης δύο κρατών για την Κύπρο η οποία απορρίπτεται από την ΕΕ και τα Μόνιμα Μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Η αγορά των ρωσικών πυραύλων S-400 πυροδότησε αντιδράσεις εντός της συμμαχίας του ΝΑΤΟ ενώ ανάγκασε τις ΗΠΑ να προχωρήσουν στην επιβολή κυρώσεων σε βάρος της Άγκυρας και παράλληλα να βγάλει την Τουρκία από το πρόγραμμα παραγωγής των μαχητικών F-35.
Στρατικοποίηση στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα
Από στρατηγικής άποψης, η απόκτηση των S-400 έδωσε στη Ρωσία ένα αξιοσημείωτο πλεονέκτημα στο δυτικό της μέτωπο. Ως αποτέλεσμα χώρες της Δύσης προχώρησαν σε αναδιάρθρωση των διπλωματικών και στρατιωτικών τους συμφωνιών στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θαλασσα. Για παράδειγμα υπογράφηκε η 3η συμφωνία στρατηγικού διαλόγου ΗΠΑ-Ελλάδας, η οποία μπούσταρε σε όλους τους τομείς τις διμερείς σχέσεις των δύο χωρών. Η κοινή δήλωση μιλούσε για τη σημαντικότητα σεβασμού της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων αλλά και του δικαίου της θάλασσας, στέλνοντας έτσι σαφή μηνύματα προς την Τουρκία η οποία ακολουθούσε το δρόμο της αμφισβήτησης. Περιελάμβανε επίσης μια σειρά από συμφωνίες για αναβάθμιση των εξοπλιστικών της Ελλάδας καθώς επίσης και των υποδομών της χώρας με αμερικανική συνεισφορά.
Κατά τον ίδιο τρόπο η Ελλάδα υπέγραψε στρατηγική συμφωνία τον Σεπτέμβριο με τη Γαλλία η οποία περιελάμβανε την αγορά τριών φρεγάτων, 24 μαχητικών Rafale καθώς και συμφωνία κοινής αμυντικής συνδρομής στην περίπτωση επίθεσης.
Οι Αμερικανοί υπέγραψαν επίσης συμφωνίες με τη Ρουμανία για την κατασκευή νέας αεροπορικής βάσης όπου θα φιλοξενούνται αμερικανικές δυνάμεις καθώς και άλλα βαρια αεροσκάφη και μαχητικά. Αυτή η εξέλιξη αφαιρεί πόντους από την αεροπορική βάση στο Ιντσιρλίκ.
Τα πιο πάνω φέρνουν νέες ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο σε μια περίοδο που η Τουρκία προσπαθεί να πείσει την Αμερικανική Κυβέρνηση για την πώληση 40 μαχητικών F-16 και εκμοντερνισμό 80 υφιστάμνεων ώστε να ξεπεράσει την απώλεια της παραγγελίας των F-35. Επί του παρόντος το Κογκρέσο είναι ιδιαίτερα εχθρικό σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Τι οδηγεί την υφιστάμενη πολιτική της Τουρκίας
Παρά το γεγονός ότι η Τουρκία αποτελεί ένα ελκυστικό προορισμό για επενδύσεις εξαιτίας της γεωγραφίας της, του φθηνού εργατικού δυναμικού και της βιομηχανίας της, η χρηματοοικονομική πολιτική που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για επενδύσεις. Η παρεμβατικότητα του Ερντογάν στα της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας και η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων για μείωση του πληθωρισμού, έριξαν στον πάτο την τουρκική λίρα. Ο Τούρκος Πρόεδρος απέλυσε τέσσερις Κεντρικούς Τραπεζίτες και δύο Υπουργούς Οικονομικών από το 2019 μέχρι σήμερα. Όλα αυτά δημιούργησαν και έντονο αίσθημα αβεβαιότητας και στους επιχειρηματικούς κύκλους της Τουρκίας, ενώ στο εξωτερικό όλοι εκτιμούν πως η μοναδική οδός της Τουρκίας είναι ο δανεισμός, η προσέλκυση επενδύσεων και η αύξηση των εξαγωγών.
Η ρωσική γεωπολιτική παγίδα
Τούρκοι αρθρογράφοι αναφέρουν πως η αποκλειστική σχέση της Τουρκίας με το ΝΑΤΟ ανήκει στο παρελθόν και ότι οι εξελίξεις μετά τη πτώση της Σοβιετικής Ένωσης επανατοποθετούν την Τουρκία μακριά από το ΝΑΤΟ και τη βάζουν σε μια πιο αυτόνομη θέση ανάμεσα στις δυτικές δυνάμεις και τη Ρωσία σε ένα πιο πολυσύνθετο ρόλο. Οι ίδιοι κύκλοι θεωρούν πως η Τουρκία θα πρέπει να μάθει να ισορροπεί ανάμεσα στις υπερδυνάμεις αυτές. Η έναρξη του διαλόγου ανάμεσα σε Ερντογάν και Πούτιν αν και αρχικά φαινόταν οπορτουνιστικός, εν τέλει οδήγησε στη συμφωνία για απόκτηση των πυραύλων S-400 και έδωσε στη Μόσχα σοβαρούς πόντους. Ακολούθησε η οριοθέτηση ΑΟΖ ανάμεσα στη Ρωσία, τη Γεωργία και την Τουρκία που εκτείνεται σε 900 χιλιόμετρα με ένα σύνορο 1,980 χιλιομέτρων. Επιπλέον στέρησε από τις ΗΠΑ να επεκτείνουν την αντιπυραυλική αρχιτεκτονική τους με πυραύλους Patriot και την πιθανότητα να αναπτύξουν 125 αμερικανικά F-35 ως μέρος της αεροπορικής αμυντικής αρχιτεκτονικής του ΝΑΤΟ.
Η Ρωσοτουρκική σχέση σύμφωνα με την εν λόγω δεξαμενή σκέψης έχει δημιουργήσει μια στρατηγική παγίδα για την Τουρκία, γιατί ως αποτέλεσμα η αεροπορική αμυντική ισχύς της Άγκυρας έχει μειωθεί κατά πολύ ενώ για τις επιχειρήσεις της στο Νότιο Καύκασο και τη Συρία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη Μόσχα. Η εικόνα αυτή επίσης γίνεται ακόμα πιο περίπλοκη καθώς σύντομα θα ολοκληρωθεί το έργο του πρώτου πυρηνικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ο οποίος κατασκευάζεται, ανήκει και λειτουργείται από τη Ρωσία. Ο αγωγός TurkStream επίσης θα προμηθεύει με ρωσικό αέριο μεγάλο μέρος της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Αυτά τα δύο έργα υποδομής, θα αποτελούν πλέον μόνιμους παράγοντες επιρροής της Ρωσίας στην Τουρκία.
Τα προεκλογικά σενάρια και οι επιπτώσεις τους σε ΕΕ και Δύση
Ενόψει των Προεδρικών και Βουλευτικών εκλογών του 2023, οι δυτικοί εταίροι της Τουρκίας, σύμφωνα με τη δεξαμενή σκέψης, θα βρεθούν αντιμέτωποι με τρία θεωρητικά σενάρια:
Πρώτο «μια από τα ίδια», δεύτερο «το τέλος μιας εποχής», το «σενάριο έκπληξη». Θα πρέπει τονίζει σε κάθε περίπτωση να είναι προετοιμασμένοι και για τα τρία.
«Μια από τα ίδια»
Παρά την καθίζηση που παρουσιάζει στις δημοσκοπήσεις το κυβερνών κόμμα του Ερντογάν, στο AKP θεωρούν πως υπάρχουν ισχυρές πιθανότητες ο Τούρκος Πρόεδρος να παραμείνει στην εξουσία. Μια Τρίτη εκλογική νίκη, θα επισφραγίσει μια εξαιρετικά μακρά καριέρα για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και θα εδραιώσει δημοκρατικά την προτίμηση των ψηφοφόρων στη συγκεντρωτική εξουσία, τη διασύνδεση των θρησκευτικών ζητημάτων με την πολιτική, καθώς επίσης και την “διεκδικητική” εξωτερική πολιτική. Επιπλέον μια νίκη τον Ιούνιο του 2023, θα διασφαλίσει ότι ο Ερντογάν θα κυβερνά τη χώρα τον Οκτώβριο του 2023 όταν θα γίνουν οι εορτασμοί για τα 100χρονα από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας. Για τους υποστηρικτές του, αυτό το γεγονός θα εξυψώσει το ανάστημα του Ερντογάν σε αντίστοιχα επίπεδα με εκείνα του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ ο οποίος κυβέρνησε τη χώρα από το 1923-1938.
Σε αυτό το σενάριο οι δυτικές χώρες θα αντιμετωπίσουν ακόμα πιο διεκδικητική διπλωματική και στρατιωτική πολιτική. Ιδιαίτερα χώρες όπως η Ελλάδα, η Κύπρος και κράτη της Αφρικής. Θα συνεχίσουν επίσης οι δυσκολίες εντός του ΝΑΤΟ καθώς επίσης και οι συνεχιζόμενες εντάσεις με την ΕΕ. Οι σχέσεις επίσης με τη Ρωσία εκτός και αν τερματιστεί η λειτουργία των S-400 θα ενισχύονται αποτελώντας σοβαρό πρόβλημα για τη Δύση.
«Το τέλος μιας εποχής»
Σε περίπτωση που οι εκλογές σημάνουν το τέλος της εποχής Ερντογάν επιβεβαιώνοντας τις δημοσκοπήσεις σήμερα, ο συνασπισμός AKP-MHP θα είναι μειοψηφία στη Βουλή, ο Ερντογάν θα αφυπηρετήσει από την Προεδρία, η οικονομία θα μεταμορφωθεί και αναμένεται πρωτοβουλία για συνταγματική μεταρρύθμιση και επιστροφή σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα. Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί πως ο Ερντογάν στο παρελθόν και συγκεκριμένα τον Νοέμβριο του 2015, κατάφερε να αντιστρέψει ανάλογες δημοσκοπήσεις ανάμεσα στους δύο γύρους των εκλογών. Τότε κατά τον ίδιο τρόπο κάποιοι αναλυτές εκτιμούσαν ότι η εποχή Ερντογάν έφτανε στο τέλος της και εν τέλει έπεσαν έξω. Όμως σύμφωνα με τη δεξαμενή σκέψης, αν τελειώσει τελικά η εποχή Ερντογάν σημαίνει ότι θα τελειώσουν και οι σημερινές προβληματικές πολιτικές. Το νέο καθεστώς αναμένεται να είναι πιο μοντέρνο, ωστόσο είναι ριψοκίνδυνο να μιλήσει κανείς για πλήρη αναστροφή αυτών των πολιτικών. Τα αντι-δυτικά αισθήματα εξακολουθούν να υπάρχουν, ενώ η Ρωσία δύσκολα θα επιτρέψει να απωλέσει όσα κατάφερε να κερδίσει με μια σειρά συμφωνιών που υπέγραψε με την Τουρκία. Σε αυτό το σενάριο, λέει το Carnegie Europe, θα χρειαστεί έντονη διπλωματική προσέγγιση από την ΕΕ.
«Το σενάριο έκπληξη»
Λαμβάνοντας υπόψη τις εντάσεις που παρατηρούνται στην πολιτική σκηνή σήμερα και τους φόβους που σχετίζονται με την απώλεια της εξουσίας από τον Ερντογάν, δεν είναι απίθανο να δούμε μια σειρά από μη αναμενόμενες εξελίξεις. Μια θα μπορούσε να ήταν η αναβολή των εκλογών για μερικούς μήνες ούτως ώστε να αποκτήσει την ευκαιρία ο σημερινός Πρόεδρος να προεδρεύσει των εορτασμών για τα 100χρονα. Η ισχύουσα νομοθεσία βέβαια, δεν επιτρέπει την αναβολή εκτός και αν η χώρα βρίσκεται σε πόλεμο. Άλλη μια αβεβαιότητα θα μπορούσε να σχετίζεται με τις εξελίξεις στη γειτονιά της Τουρκίας. Για παράδειγμα ένα μέτωπο με τη Ρωσία στη Συρία, μια έκρηξη στην Ουκρανία, εντάσεις στη Μαύρη Θάλασσα ανάμεσα στη Μόσχα και την Άγκυρα ή μια ρωσική παρέμβαση στη λειτουργία των πυραύλων S-400, αναφέρει η δεξαμενή σκέψης. Θα μπορούσε επίσης στο πλαίσιο των πολιτικών συζητήσεων να προκύψει ένα διαζύγιο ανάμεσα στο AKP και το MHP αφήνοντας έτσι το κυβερνών κόμμα με μόλις 30% των ψήφων στη Βουλή και καθιστώντας αδύνατη τη νίκη για τον Ερντογάν. Ένα πιο ακραίο σενάριο θα ήταν μια εξαιρετικά στενή διαφορά ανάμεσα στους δύο τελικούς μονομάχους η οποία να οδηγηθεί στο Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο και ακολούθως το αποτέλεσμα των εκλογών να ακυρωθεί και να γίνουν νέες εκλογές. Αυτό θα επέτρεπε στον Ερντογάν να παρατείνει τη θητεία του για μερικούς μήνες και εν τέλει να είναι εκείνος στην εξουσία όταν θα εορτάζονται τα 100χρονα.
Όλα αυτά τα σενάρια θα σημαίνουν πως οι δυτικοί εταίροι της Τουρκίας θα βρεθούν ενώπιον μιας τεράστια αβεβαιότητας με οικονομικά ρίσκα και αυξημένες διεθνείς εντάσεις. Θα πρέπει τονίζει το Carnegie Europe η ΕΕ να προετοιμαστεί για όλα αυτά τα απίθανα σενάρια καθώς θα συνεπάγονται με σοβαρές προκλήσεις σε επίπεδο ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής.