Η ώρα της πρώτης συνάντησης των ηγετών της Αμερικής και της Τουρκίας πλησιάζει. Τζο Μπάιντεν και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα συναντηθούν τη Δευτέρα στο πλαίσιο της Συνόδου του ΝΑΤΟ, μιάμιση βδομάδα πριν την Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ η οποία θα εξετάσει τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Το θέμα της ασφάλειας της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και το κυπριακό που αφορούν τη Λευκωσία, είναι μέρος μιας ευρύτερης προβληματικής ατζέντας που θα βρεθεί στο επίκεντρο των εξελίξεων το αμέσως επόμενο διάστημα, ενώ την Παρασκευή τα θέματα αυτά τέθηκαν στο πλαίσιο της Συνόδου Υπουργών Εξωτερικών των επτά Μεσογειακών κρατών της ΕΕ.
Η συνάντηση Μπάιντεν Ερντογάν
Ο Αμερικανός Πρόεδρος έχει δείξει πάντως ότι δεν είναι και ιδιαίτερα θερμός οπαδός του Ερντογάν όπως ο προκάτοχος του. Τον αποκάλεσε δικτάτορα στο παρελθόν, αναγνώρισε τη γενοκτονία των Αρμενίων σε υψηλούς τόνους, καταδίκασε έντονα την μετατροπή της Αγιάς Σοφιάς σε τζαμί. Το πρώτο και κύριο ζήτημα στην ατζέντα είναι η σημερινή εξωτερική πολιτική της Τουρκίας σε μια σειρά από ζητήματα όπως οι σχέσεις της με τη Ρωσία και η αγορά των S-400, ο ρόλος της στη Συρία και το Ιράκ, την Ανατολική Μεσόγειο. Για το τελευταίο που αφορά τις παραβιάσεις της κυριαρχίας της Ελλάδας, της Κυπριακής Δημοκρατίας και κατ’ επέκταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι Βρυξέλλες το χειρίζονταν προσεκτικά περιμένοντας τον Μπάιντεν να αναλάβει δράση. Τα προβλήματα Ερντογάν επεκτείνονται και στα ζητήματα του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τα οποία η νέα κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον έχει ισχυρή άποψη και ενδιαφέρον. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι ο Μπάιντεν πηγαίνει σε αυτή τη συνάντηση έχοντας διακομματική υποστήριξη στο Κογκρέσο για επιβολή αυστηρών κυρώσεων στην Τουρκία σε περίπτωση που η δεύτερη συνεχίσει τον αυταρχικό της δρόμο.
Ο Ερντογάν αναμένεται να ξεδιπλώσει εκ νέου την γνωστή ατζέντα της Άγκυρας επιχειρώντας να πείσει πως τα συμφέροντα των δύο χωρών εξυπηρετούνται καλύτερα μέσα μιας προβλέψιμης, φιλικής διμερούς σχέσης. Θα απαντήσει στην επιχειρηματολογία των Αμερικανών για το ζήτημα των S400, θα καταγγείλει εκ νέου τη συνεργασία με τις κουρδικές δυνάμεις στη Συρία, το θέμα του Φετουλάχ Γκιουλέν και της τουρκικής τράπεζας Halkbank.
Στις αναλύσεις υπάρχει το στοιχείο της “αξιοπρέπειας” του Ερντογάν που δεν θα πρέπει να υποτιμάται σύμφωνα με τους ειδικούς. Ο Τούρκος Πρόεδρος δεν μπορεί να επιστρέψει στην Άγκυρα έχοντας υποχωρήσει σε όλα ανεξαιρέτως τα ζητήματα γιατί κάτι τέτοιο θα εκληφθεί από την κοινή γνώμη ως παράδοση στις ΗΠΑ και την ΕΕ. Ιδιαίτερα στο θέμα της Ανατολικής Μεσογείου, ενδεχόμενες υποχωρήσεις, σημειώνουν, θα σημαίνει ότι παραδώθηκαν στους Έλληνες.
Συντονισμός σε ευρωπαϊκό επίπεδο
Η Λευκωσία έκανε ότι μπορούσε για να καταφέρει να στείλει μηνύματα στην Άγκυρα μέσω Μπάιντεν. Έλαβε διαβεβαιώσεις ότι η Ουάσιγκτον στέκεται σταθερά στην ανάγκη λύσης του κυπριακού με ΔΔΟ και ότι οι όποιες μονομερείς ενέργειες της Τουρκίας στην Αμμόχωστο και την ΑΟΖ δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές.
Στο πλαίσιο της Συνόδου των Med7 τα μηνύματα αυτά επαναλήφθηκαν τόσο από τον Υπουργό Εξωτερικών όσο και από τον Έλληνα Πρωθυπουργό.
«Θα ήθελα να επαναδιατυπώσω την ισχυρή δέσμευσή μας για δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού, στη βάση μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, πάντα σύμφωνα με τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών που είναι απολύτως δεσμευτικά για όλες τις πλευρές και απόλυτα ευθυγραμμισμένα με το ευρωπαϊκό κεκτημένο», ανέφερε ο Έλληνας Πρωθυπουργός.
«Δυστυχώς, ειδικότερα το τελευταίο διάστημα, είμαστε μάρτυρες μιας επιθετικής ρητορικής από πλευράς Τουρκίας ενάντια σε ένα κράτος-μέλος της ΕΕ, με απειλές για επανέναρξη έκνομων ενεργειών εντός της ΑΟΖ της Κύπρου και δημιουργία νέων, απαράδεκτων τετελεσμένων εντός της περίκλειστης περιοχής της Αμμοχώστου», ανέφερε ο Νίκος Χριστοδουλίδης.
Αναφερόμενος στο επικείμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο οποίο αναμένεται να εξεταστούν τα παραπάνω ζητήματα ως μέρος της συζήτησης για το μέλλον των σχέσεων Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας, ο κ. Χριστοδουλίδης εξέφρασε την ελπίδα ότι θα προκύψουν αποτελέσματα που «θα ενισχύσουν την αξιοπιστία της ΕΕ, θα αναδεικνύουν στην πράξη και ουσιαστικά την επιθυμία της να διαδραματίσει με αποφασιστικότητα ένα πιο γεωπολιτικό ρόλο και θα στέλνουν το μήνυμα ότι η θεμελιώδης αρχή της ΕΕ περί αλληλεγγύης μεταξύ των Κρατών Μελών δεν είναι κενή περιεχομένου, ότι δεν περιορίζεται σε δημόσιες διακηρύξεις και, το πιο σημαντικό – γιατί αυτό είναι το ζητούμενο – ότι δύναται να λειτουργήσει αποτρεπτικά».