Του Νικόλα Ζαννέττου – [email protected]
Προτού αναχωρήσει ο Νίκος Χριστοδουλίδης για τη Νέα Υόρκη, οι προσδοκίες για το τι θα μπορούσε να προκύψει από τη διπλωματική διεργασία στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών ήταν ήδη χαμηλές. Ήταν εμφανές, πως παρά το γεγονός ότι στα ελληνοτουρκικά υπάρχει μια νέα ατμόσφαιρα, η Άγκυρα άφηνε στην απ’ έξω το κυπριακό. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πήγε στη Νέα Υόρκη για να πετύχει αν μη τι άλλο μια τριμερή συνάντηση στην παρουσία Γκουτέρες και Τατάρ και ιδανικά τον διορισμό απεσταλμένου. Όταν ο Ερντογάν μίλησε όμως, τόσο από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης όσο και στη συνάντηση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη σημειώθηκε ανώμαλη προσγείωση.
Η αναζωογόνηση του κυπριακού είναι πλέον ξεκάθαρα μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Προφανώς η επανάληψη και επαναβεβαίωση της βούλησης για επανεκκίνηση του διαλόγου από το σημείο που διακόπηκε στο Κραν Μοντάνα το 2017, δεν αρκεί. Ούτε και ο διεθνής παράγοντας φαίνεται να ενεργοποιείται, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, κατά τρόπο που θα μπορούσε να αναγκάσει τον Ερντογάν να πει το ναι ή τουλάχιστον να δώσει μια σαφή έγκριση για μια νέα διερεύνηση της προοπτικής. Επιμένει σε όλους τους τόνους πως η λύση που η Τουρκία είναι πρόθυμη να δώσει για την Κύπρο, είναι αυτή των δύο κρατών και πως για να επανεκκινήσει ο όποιος διάλογος θα πρέπει να αναγνωριστεί η κυριαρχική ισότητα του ψευδοκράτους. Εξ ου και στη Νέα Υόρκη η Άγκυρα έπαιξε παιχνίδι χρησιμοποιώντας τον Τατάρ πίσω από τον οποίο κρύφτηκε για να μην προχωρήσει το ζήτημα του διορισμού απεσταλμένου.
Στην πραγματικότητα όσοι αντιλαμβάνονταν τη δυσχέρεια στην οποία βρίσκονταν τα πράγματα στο εθνικό ζήτημα, με την ανάληψη της ηγεσίας της χώρας από τον Νίκο Χριστοδουλίδη έλεγαν το εξής: δεν θα θέλαμε να είμαστε στη θέση του όταν θα επιχειρήσει να ξαναζωντανέψει το κυπριακό. Κι’ αυτό, διότι ο χρόνος που μεσολάβησε από το τελευταίο ναυάγιο σε συνάρτηση με τη διαρκή προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένων επί του εδάφους από την Άγκυρα όλα αυτά τα χρόνια και την αποφασιστική στροφή της προς τα δύο κράτη, περιόρισαν εξαντλητικά τις όποιες ελπίδες.
Παράλληλα, η Αθήνα ενώπιον της προοπτικής να σφραγίσει καλύτερες ημέρες στις σχέσεις της με την Άγκυρα, μπαίνει πλέον στο δίλημμα κατά πόσο αξίζει για χάρη του κυπριακού να κλείσει αυτή την πόρτα. Ας μην παρεξηγηθούμε όμως, η Ελλάδα παραμένει σταθερή στη θέση αρχής για το θέμα της Κύπρου, υπερασπίζεται σε συνεργασία με τη Λευκωσία αυτή τη γραμμή, όμως το ερώτημα είναι κατά πόσο η μεθοδολογία που ακολουθείται μπορεί να φέρει απτά αποτελέσματα. Αν δεν μπορεί, μήπως θα πρέπει να αναθεωρηθεί; Χρειάζεται ίσως μια γενναία παραδοχή πως τα πράγματα άλλαξαν και πως πρέπει να επανασχεδιαστεί μια νέα πορεία για την επίτευξη του στόχου;
Κατά καιρούς, κυρίως όμως στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, θέσαμε επιτακτικά το ερώτημα: πού βάσιζαν οι υποψήφιοι την ελπίδα τους ότι η προτεινόμενη συνταγή τους, θα μπορούσε να οδηγήσει σε άρση του αδιεξόδου και επιστροφή της Τουρκίας πίσω στις ράγες της συμφωνημένης βάσης λύσης; Ρωτούσαμε, είναι όντως ένας εφικτός και ρεαλιστικός στόχος η επιμονή στη συνέχιση των διαπραγματεύσεων ακριβώς από το σημείο που διακόπηκαν στο Κραν Μοντάνα;
Μέχρι στιγμής, ούτε η δημόσια στήριξη της ΕΕ και των εταίρων μας συνέβαλε προς αυτή την κατεύθυνση, ούτε και δίδεται η εντύπωση πως ο ΟΗΕ ή άλλοι διεθνείς παίκτες ανησυχούν όσο ανησυχούμε στην Κύπρο. Ακόμα και αν συμφωνούν με τη θέση για διορισμό απεσταλμένου, δεν φαίνεται αυτό να οδηγεί μέχρι στιγμής σε νέα κινητικότητα.
Τώρα όμως τι κάνουμε; Ποιο είναι το σχέδιο για την επόμενη ημέρα; Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επέστρεψε στην Κύπρο με άδεια χέρια και είμαστε βέβαιοι πως η πλειοψηφία θα υποστηρίξει πως δεν φέρει ο ίδιος ευθύνη γι’ αυτό. Ήταν ο ίδιος ωστόσο που εστίασε στο ορόσημο της Νέας Υόρκης και έβαλε όλα τα αυγά στο καλάθι της Γενικής Συνέλευσης, με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή να υπάρχει δικαιολογημένη αμηχανία.
Να υπενθυμίσουμε ακόμη πως η πορεία των εξελίξεων τους τελευταίους μήνες απέδειξε πως ούτε η ΕΕ μπορούσε να αναλάβει μια σοβαρή πρωτοβουλία χωρίς να συντρέχει πρωτοβουλία του ΟΗΕ. Εξ ου και η προσπάθεια για διορισμό απεσταλμένου της ΕΕ για το κυπριακό, δεν προχώρησε.
Οι πιο αισιόδοξοι εξακολουθούν να ελπίζουν πως μέσα από μια ευρύτερη κινητικότητα που δύναται να προκύψει τους επόμενους μήνες στα ελληνοτουρκικά, τα ευρωτουρκικά και το παιχνίδι της ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο, θα μπορούσε να προκύψει κάτι και στο κυπριακό. Για να γίνει αυτό πρέπει η κυπριακή διπλωματία να αλλάξει ρότα και να αναγνώσει σωστά τις εξελίξεις. Είναι παράλληλα σαφές πως οι Αμερικανοί έχουν το πάνω χέρι στην περιοχή μας και αυτό αποδείκνύεται από την εν εξελίξει προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων ανάμεσα στα κράτη της περιοχής μας αυτή την περίοδο, πίσω από την οποία λέγεται πως είναι η Ουάσιγκτον. Αυτό που μάλλον έχει ξεκαθαρίσει είναι πως η παραδοσιακή προσέγγιση ότι μέσω των Ηνωμένων Εθνών μπορεί να ξαναπάρει μπρος το κυπριακό, αποτελεί παρελθόν.