Οι προοπτικές των ελληνικών τραπεζών αλλά και η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας αναδείχθηκαν από την αναβάθμιση τριών ελληνικών τραπεζών από τον οίκο Fitch την εβδομάδα που πέρασε.
Ειδικότερα, ο οίκος ανακοίνωσε την αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης τριών ελληνικών τραπεζών – της Εurobank, της Εθνικής Τράπεζας και της Alpha Bank – μετά την αναβάθμιση που προηγήθηκε του αξιόχρεου της ελληνικής οικονομίας στη βαθμίδα «ΒΒ+» με σταθερές προοπτικές, ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική. Aναβάθμισε το αξιόχρεο της Eurobank και της Eθνικής Τράπεζας σε «ΒΒ-» από «Β+» και της Alpha Bank σε «Β+» από «Β».
Ως λόγους για τις αναβαθμίσεις, ο Fitch ανέφερε τη βελτίωση της κεφαλαιακής θέσης και της κερδοφορίας των τραπεζών, καθώς και της αναμενόμενης ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας το 2023
«Η παράλληλη αναβάθμιση της χώρας και της τράπεζας στηρίζεται πάνω σε στέρεους πυλώνες: τη βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης, την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών και την αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας στην ενεργειακή κρίση. Συνιστά, λοιπόν, ψήφο εμπιστοσύνης στις προοπτικές της οικονομίας φέρνοντας τη χώρα ένα βήμα πιο κοντά στον εθνικό στόχο της επίτευξης της επενδυτικής βαθμίδας, έτσι ώστε να καταστεί εκ νέου ισχυρός πόλος έλξης επενδυτικών και παραγωγικών κεφαλαίων.
Παράλληλα, επιτρέπει την περαιτέρω σύγκλιση του κόστους χρηματοδότησης του εγχώριου τραπεζικού συστήματος προς τον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επικεφαλής οικονομικός αναλυτής (Chief Economist) της Alpha Bank Παναγιώτης Καπόπουλος
«Για την Alpha Bank είναι ιδιαίτερα σημαντική η αναγνώριση της υψηλής θωράκισης της κεφαλαιακής της βάσης πάνω από τις εποπτικές απαιτήσεις και η ισχυρή προοπτική περαιτέρω βελτίωσης της κερδοφορίας, λόγω της επιτυχούς υλοποίησης του προγράμματος μετασχηματισμού», τονίζει ο κ. Καπόπουλος
«Η τόνωση των όρων άντλησης ρευστότητας για το τραπεζικό σύστημα είναι καίριας σημασίας για την ελληνική επιχειρηματικότητα, καθώς διαμορφώνει ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης και υλοποίησης σημαντικών επενδυτικών πρωτοβουλιών και επιχειρηματικών σχεδίων. Σε συνδυασμό μάλιστα με τα διαθέσιμα κεφάλαια του δανειακού σκέλους του Ταμείου Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης, μπορεί να αποτελέσουν ισχυρούς καταλύτες για την πρόσβαση των ελληνικών επιχειρήσεων σε κεφάλαια που θα βοηθήσουν στην κάλυψη του επενδυτικού κενού που κληροδότησε η περασμένη δεκαετία», αναφέρει ο επικεφαλής οικονομικός αναλυτής της Alpha Bank, απαντώντας σε σχετική ερώτηση.
Την ευκαιρία να επιβεβαιώσουν ξανά τη δέσμευση τους στη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας παρουσιάζοντας συγκεκριμένα στοιχεία είχαν την εβδομάδα που μας πέρασε οι 4 συστημικές τράπεζες με την ευκαιρία έναρξης λειτουργίας της πλατφόρμας για τους ευάλωτους δανειολήπτες, στην οποία μπορεί να προσφεύγουν οι δανειολήπτες όλων των τραπεζών.
Όπως επισήμαναν «το ελληνικό τραπεζικό σύστημα υποστηρίζει ενεργά την αναπτυξιακή πορεία και τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας και, παράλληλα, στέκεται αρωγός των ελληνικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, τόσο για την υλοποίηση των σχεδίων τους, όσο και για την αντιμετώπιση έκτακτων δυσκολιών».
Σύμφωνα με στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα στη διάρκεια του 2022, οι νέες χρηματοδοτήσεις (καθαρή πιστωτική επέκταση) προς τις επιχειρήσεις, προσέγγισαν για το σύνολο του τραπεζικού συστήματος, τα 8,5 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 12,3% έναντι του προηγούμενου έτους, την ίδια στιγμή που οι τράπεζες συμμετέχουν ενεργά στην αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), έχοντας αξιολογήσει και υποβάλει για λογαριασμό των πελατών τους επενδυτικές προτάσεις ύψους 10,5 δισ. ευρώ, οι οποίες, σε ποσοστό περί το 40%, χρηματοδοτούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα.
Παράλληλα, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δραστηριοποιείται εντατικά στην προσπάθεια προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων, το ύψος των οποίων αναμένεται να υπερβεί σημαντικά την περυσινή ιστορικά υψηλή επίδοση των 5,4 δισ. ευρώ, ή 2,9% του ΑΕΠ, συμβάλλοντας έτσι στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας, την αύξηση του ΑΕΠ και τη δημιουργία περισσότερων και καλύτερων θέσεων εργασίας.
Όπως επισήμαναν οι τράπεζες, θεμέλιο για τη δυνατότητα των τραπεζών να στηρίξουν χρηματοδοτικά την ελληνική επιχειρηματικότητα και τα σχέδια των Ελλήνων πολιτών, αποτέλεσε η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μέσω της αξιοποίησης του προγράμματος “Ηρακλής” της ελληνικής πολιτείας, αλλά και της περαιτέρω ενίσχυσης των κεφαλαίων των τραπεζών, τόσο οργανικά, όσο και μέσω αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου, με τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα.
Η διαφύλαξη του αποτελέσματος αυτού είναι κρίσιμη, τόσο για τις προοπτικές του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, όσο και συνολικά για την εθνική μας οικονομία, καθώς ανοίγει το δρόμο για την επίτευξη του στόχου της επενδυτικής βαθμίδας, εντός του έτους.