“Την ημέρα εκείνη ήμουν υπηρεσία. Στον στρατό είχα δέκα μήνες. Ήμουν εκπαιδευτής στο Κέντρο Τεθωρακισμένων, στο Γουδί. Τότε οι “μαυροσκούφηδες” ήταν σώμα επιλέκτων. Πήγα εθελοντικά. Μόλις άρχισαν τα επεισόδια, μπήκαμε επιφυλακή. “Οι κομμουνιστές καίνε την Αθήνα” μάς έλεγαν και εμείς τους πιστεύαμε. Θυμάμαι στο στρατόπεδο κάποιοι είχαν ραδιοφωνάκια και ακούγαμε στα κρυφά τον σταθμό του Πολυτεχνείου. “Παλιοκομμούνια” θα καλοπεράσετε!”, λέγαμε». Μιλάει ο Α. Σκευοφύλαξ, ο έφεδρος στρατιώτης, οδηγός του τεθωρακισμένου άρματος που εισέβαλε στο Πολυτεχνείο, σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, τριάντα χρόνια μετά τη 17 Νοέμβρη του 1973, στον συνάδελφο Κώστα Χατζίδη, που έφυγε πρόωρα από τη ζωή.
Τα λόγια του μετανιωμένου οδηγού, του καταραμένου τανκ, δεν φωτίζουν μόνο εκείνη την ιστορική στιγμή, αλλά και το τι επικρατούσε μέσα στο στράτευμα, στους επίλεκτους της Χούντας και πώς οι πρωτεργάτες της επταετίας και τα τσιράκια τους μεταμόρφωναν τα απλά φανταράκια σε τέρατα, βασανιστές, πειθήνια όργανά τους.
Ο ίδιος συνεχίζει να ξεδιπλώνει την ιστορία εκείνης της νύχτας: «Στη 1.15 το πρωί της 17ης Νοεμβρίου φτάσαμε στη διασταύρωση των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας. Λίγο αργότερα διασχίζαμε την Αλεξάνδρας, όταν στο ύψος του IKA, στη στάση Σόνια, σταματήσαμε γιατί ο δρόμος ήταν κλειστός. Υπήρχαν οδοφράγματα, φωτιές και ακινητοποιημένα λεωφορεία. Με διάφορες μανούβρες αριστερά δεξιά, μπρος πίσω, άνοιξα τον δρόμο και προχωρήσαμε», θυμάται ο κ. Σκευοφύλαξ. Ο δρόμος για τα τανκς ήταν ανοιχτός πλέον προς το Πολυτεχνείο. «Όταν φτάσαμε στη διασταύρωση της λεωφ. Αλεξάνδρας και της οδού Πατησίων, μάς έδωσαν εντολή να σταματήσουμε. Εκεί, στην πλατεία Αιγύπτου, μείναμε περίπου μία ώρα. Ο κόσμος θυμάμαι ότι μας φώναζε “είμαστε αδέλφια, είμαστε αδέλφια”. Εγώ ήθελα να τους φάω. Τους έβλεπα σαν παράσιτα».
Επιχείρηση “Εκκένωσις του Πολυτεχνείου”
Με νεότερη εντολή των στρατιωτικών, τα πέντε τανκς προωθούνται προς το Μουσείο, για την επιχείρηση “Εκκένωσις του Πολυτεχνείου”. H ώρα έχει πάει 2 το πρωί. «Φτάνοντας μπροστά στην πόρτα, έστριψα το άρμα προς το Πολυτεχνείο, με γυρισμένο το πυροβόλο προς τα πίσω. Θυμάμαι ότι σηκώθηκα από τη θέση μου και εγώ και το άλλο πλήρωμα. Δεκάδες φοιτητές κρέμονταν από τα κάγκελα, ενώ εκατοντάδες βρίσκονταν στον προαύλιο χώρο. Έδειχναν πανικόβλητοι». Ο κ. Σκευοφύλαξ φέρνει στη μνήμη του τα φοβισμένα πρόσωπα των συνομηλίκων του που ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο. Χαμηλώνει το βλέμμα του. «Και εγώ, να σκεφτείς ότι τους έβλεπα σαν μαμούνια που ήθελα να τα φάω»!
«Τότε ήρθε ο οδηγός εδάφους του άρματος και μου λέει: “Θα μπούμε μέσα, θα ρίξουμε την πύλη. Ετοιμάσου!”», λέει ο κ. Σκευοφύλαξ.
Advertisement«Πήρα θέση και ξεκίνησα. Δεν έβλεπα πολλά πράγματα, δεν είχα καλό οπτικό πεδίο, γιατί κοιτούσα πλέον από τη θυρίδα του άρματος. Δέκα εκατοστά πριν από την πόρτα, σταμάτησα. Σταμάτησα σκόπιμα. Αυτό φαίνεται στο βίντεο της εποχής. Στο φρενάρισμα, οι φοιτητές τρομαγμένοι έφυγαν προς τα πίσω. Αν έμπαινα με ταχύτητα, θα σκότωνα δεκάδες άτομα που εκείνη τη στιγμή ήταν κρεμασμένα στα κάγκελα».
Λίγα λεπτά αργότερα, ο A. Σκευοφύλαξ θα μαρσάρει δυνατά. Ο δυνατός προβολέας του τανκ σκοπεύει την πύλη. «H καγκελόπορτα έπεσε αμέσως. Πίσω από τη σιδερένια πύλη ήταν σταθμευμένο το Μερσεντές, το οποίο είχαν βάλει εκεί οι φοιτητές για να φράξουν την είσοδο. Το έκανα αλοιφή. H αριστερή ερπύστρια το έλιωσε. Με το που έπεσε η πύλη του Πολυτεχνείου, εισέβαλαν οι αστυνομικοί για να συλλάβουν τους φοιτητές. Λίγο αργότερα κατέβηκα και εγώ από το άρμα και μπήκα στον χώρο του Πολυτεχνείου. Δεν υπήρχε νεκρός. Θα μπορούσε όμως και να υπάρχουν νεκροί», λέει με ειλικρίνεια.
Μετά την εισβολή και το τανκ περίπτερο
Μέσα στο Πολυτεχνείο ο A. Σκευοφύλαξ είδε πολλούς τραυματίες και ίσως, όπως λέει, και νεκρούς. «Στο προαύλιο του Πολυτεχνείου ήταν πολλοί χτυπημένοι, θυμάμαι ότι είδα πολλούς τραυματίες, ενώ τρεις τέσσερις ήταν σωριασμένοι κάτω, ακίνητοι. Δεν ξέρω αν ήταν νεκροί. Δεν κοίταξα να δω. Κάποια στιγμή ένας φοιτητής όρμησε κατά πάνω μου και μού είπε: “Τι κατάλαβες τώρα που μπήκες;”. Αφήνιασα. Έβγαλα το πιστόλι και προτάσσοντάς το, γύρισα και τού είπα ουρλιάζοντας: “Σκάσε ρε κωλόπαιδο, μη σε καθαρίσω”. Αυτός ο φοιτητής δεν ξέρει πόσο τυχερός στάθηκε εκείνη τη στιγμή… Αν έλεγε μια κουβέντα παραπάνω, θα τον σκότωνα! Τέτοιος ήμουν. Ένας φασίστας».
Παρά τον πόνο τους, οι φοιτητές θα δείξουν μεγαλείο ψυχής απέναντι στον στρατιώτη που ισοπέδωσε το όνειρό τους. Αδιάψευστη απόδειξη, η μαρτυρία του κ. Σκευοφύλακα: «Όπως περνούσαν οι φοιτητές, θυμάμαι ότι έριχναν μέσα στο τανκ πακέτα τσιγάρα και ό,τι προμήθειες είχαν μαζί τους. Όταν γυρίσαμε στο Γουδί, το άρμα έμοιαζε με περίπτερο. Όσο σκέφτομαι ότι οι φοιτητές μάς έδιναν σάντουιτς και τσιγάρα, μετά απ’ όσα τούς κάναμε… Δεν μπορώ να το συχωρέσω αυτό το πράγμα στον εαυτό μου. Σκέφτομαι τι πήγα και έκανα!..».
Οι ελεύθεροι σκοπευτές
Όπως σημειώνεται σε επίσημη έκθεση για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, μετά την εισβολή του τανκ και των λοκατζήδων, “πιάνουν δουλειά” οι άνδρες της ΚΥΠ, οι ελεύθεροι σκοπευτές, αστυνομικοί με τεράστια σίδερα στα χέρια και χτυπούν μέχρι θανάτου όποιον βρίσκουν. «Απομακρυνόμενοι, όμως, του Πολυτεχνείου, αγωνιώδεις τούς αναμένουν εκπλήξεις. Από παντού τους καταδιώκουν και τους χτυπούν. Εις την γωνίαν των οδών Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας, άνδρες της ΚΥΠ εν πολιτική περιβολή τούς χτυπούν ανηλεώς και πυροβολούν κατ’ αυτών, ενώ εις την ταράτσαν ενός των αυτόθι κτιρίων έχουν εγκαταστήσει πολυβόλον. Εις τας ταράτσας των γύρω κτιρίων επισημαίνονται ελεύθεροι σκοπευταί υπό του ιδίου Διευθυντού της Αστυνομίας να επιτελούν το φονικόν έργον των»!
Τιμώμενο πρόσωπο
Όταν επέστρεψε στο Γουδί, στη βάση των Τεθωρακισμένων, ο κ. Σκευοφύλαξ έγινε δεκτός με ζητωκραυγές. Ήταν το τιμώμενο πρόσωπο. «Όταν γυρίσαμε στο στρατόπεδο, έγινα ήρωας. Οι στρατιωτικοί μού έδιναν συγχαρητήρια. Τότε αισθανόμουν ότι ήμουν κάποιος, ότι έκανα κάτι καλό, κάτι μεγάλο. Είχα γίνει ο ήρωας που διέλυσε τους εχθρούς της πατρίδας, τα “παλιοκουμμούνια”, όπως λέγαμε τότε τους φοιτητές. Αυτά μου έλεγαν, αυτά πίστευα. Ένιωθα περήφανος. Ήμουν και εγώ φασίστας».
Τα επόμενα χρόνια ο κ. Σκευοφύλαξ θα χαθεί μέσα στο πλήθος της πόλης. Ποτέ δεν μίλαγε για το Πολυτεχνείο. Ήρθε σε δύσκολη θέση, όπως είπε, μόνο μία φορά. Θυμάται: «Στη δουλειά πριν από χρόνια, κάποιος άκουσε πώς με λένε και ρώτησε αν έχω κάποια σχέση με τον “πορτάκια”, όπως είπε, του Πολυτεχνείου. “Ξάδελφός μου είναι, μακρινός. Σκοτώθηκε σε τροχαίο”, απάντησα. Είμαι ένα άνθρωπος που δεν υπήρξε ποτέ 20 χρόνων. Ο έφεδρος στρατιώτης A. Σκευοφύλαξ σκοτώθηκε σε τροχαίο! Οι φίλοι μου δεν ξέρουν ποιος είμαι, ούτε κανείς στη γειτονιά. Μόνο η γυναίκα μου το ξέρει. Της το είπα ύστερα από χρόνια. Στα παιδιά μου δεν το είπα ακόμη».
Ήταν παλικάρια
Για τους ανθρώπους που αντιστάθηκαν στη Χούντα, ο κ. Σκευοφύλαξ θα μιλήσει με κολακευτικά λόγια. «Είχαν μεγάλη ψυχή. Ήταν παλικάρια. Δεν ξέρω αν έχει νόημα, αλλά θα ήθελα να τους πω μια μεγάλη συγγνώμη». Ο οδηγός του τανκ που μπήκε στο Πολυτεχνείο, δεν θα ξεχάσει τη νεαρή φοιτήτρια που τραυματίστηκε σοβαρά κατά την εισβολή του τανκ, την καθηγήτρια – σήμερα – του Πανεπιστημίου Αθηνών κυρία Πέπη Ρηγοπούλου. «Πιστεύω ότι αν τη δω σήμερα, δεν θα ξέρω τι να της πω. Πολλές φορές όλα αυτά τα χρόνια πέρασε από το μυαλό μου να τη συναντήσω, αλλά σταματούσα. Θα ήθελα να τη δω, να της πω… Δεν τολμάω όμως. Τα λόγια δεν σβήνουν τις πράξεις».
Σίγουρα υπάρχουν δεκάδες παιδιά της εποχής εκείνης που αισθάνονται την ίδια ντροπή, για τη στάση τους είτε υπηρετούσαν στις επίλεκτες ομάδες της χούντας (ΕΣΑ, ΛΟΚ, τεθωρακισμένα κλπ) είτε σε άλλες θέσεις στο στρατό ή στα σώματα ασφαλείας. Υπάρχουν βεβαίως κι εκείνοι που δεν μετάνιωσαν ποτέ και είναι υπερήφανοι για τα όσα έγιναν στην επταετία. Οι νοσταλγοί, αυτοί που στελέχωσαν ακροδεξιά, φασιστικά, νεοναζιστικά μορφώματα. Αυτοί που θυμούνται ότι χαίρονται και διαστρεβλώνουν την Ιστορία, με δήθεν μαρτυρίες και θεωρίες βγαλμένες από το δικό τους αλμανάκ του μίσους. Όμως, ο λαός δεν ξεχνά. Ή μάλλον δεν πρέπει να ξεχνά…
Η δίκη της σφαγής του Πολυτεχνείου
Μία από τις ιστορικές δίκες στη χώρα μας, αυτή για τη σφαγή του Πολυτεχνείου, ξεκίνησε στις 9 το πρωί της 16ης Οκτωβρίου του 1975, σε αίθουσα των Γυναικείων Φυλακών Κορυδαλλού, για λόγους ασφαλείας. Είχε προηγηθεί η προανάκριση από τον εισαγγελέα Πρωτοδικών Δημήτριο Τσεβά, ο οποίος παρέδωσε το πόρισμά του στις 14 Οκτωβρίου του 1974, στον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Αθηνών, ενώ η δίωξη των υπευθύνων ξεκίνησε με πρωτοβουλία πολιτών στις 5 Σεπτεμβρίου του 1974.
Η αίθουσα της δίκης ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο εφέτης Ιωάννης Κουσουλός και εισαγγελέας της έδρας ο Νικόλαος Γανώσης. Κατηγορούμενοι για 24 φόνους και σωρεία άλλων εγκλημάτων, σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα, 33 στρατιωτικοί, αστυνομικοί και πολιτικοί, μεταξύ των οποίων ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και Δημήτριος Ιωαννίδης, για ηθική αυτουργία και που είχαν καθίσει στις πίσω σειρές. Στην αίθουσα παρέστησαν 82 δικηγόροι είτε ως συνήγοροι υπεράσπισης είτε ως συνήγοροι πολιτικής αγωγής (Αλέξ. Λυκουρέζος, Νίκος Κωνσταντόπουλος, Φώτης Κουβέλης, Σπύρος Φυτράκης, Ευάγγελος Γιαννόπουλος κ.ά.).
Ο δικαστής που δάκρυσε
Στη δίκη υπήρξαν, όπως ήταν αναμενόμενο, συνταρακτικές μαρτυρίες και αστήρικτες, ορισμένες φορές και φαιδρές δικαιολογίες από πλευράς κατηγορουμένων. Ο δικαστής Ιωάννης Κουσουλός, χρόνια μετά, θα παραδεχθεί σε συνέντευξή του ότι “πολλές φορές δάκρυσα και καλυπτόμουν μη με πάρουν χαμπάρι”. Ο ίδιος θεωρούσε ότι την αρχηγία την είχε ο Ιωαννίδης, παρά το γεγονός ότι στη δίκη ο Παπαδόπουλος εμφανιζόταν ακόμη ως ηγέτης. Ο δικαστής πίστευε, δε, ότι “ο Ιωαννίδης ήταν ένας σκοτεινός τύπος που κινούσε τα νήματα από το υπόγειο”.
Η ακροαματική διαδικασία κράτησε δυόμισι μήνες και από την αίθουσα πέρασαν 237 μάρτυρες κατηγορίας και 47 υπεράσπισης. Η απόφαση εκδόθηκε στις 30 Δεκεμβρίου του 1975. 20 από τους κατηγορουμένους καταδικάσθηκαν από ποινές φυλάκισης ως ισόβια κάθειρξη και 12 αθωώθηκαν. Ο Δημήτριος Ιωαννίδης και ο Νικόλαος Ντερτιλής καταδικάσθηκαν σε ισόβια, ενώ ο αρχηγός των Απριλιανών, Γεώργιος Παπαδόπουλος, καταδικάσθηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη. Μετά την ανακοίνωση της απόφασης, ο Παπαδόπουλος, προκλητικός για μια ακόμη φορά, διαολόστειλε τους δημοσιογράφους που τον πλησίασαν για μια δήλωση, ενώ ο “αόρατος δικτάτορας” Ιωαννίδης ζητούσε ειρωνικά να τον στήσουν στο απόσπασμα και ότι ήταν δίκη σκοπιμότητας. Πρέπει να σημειωθεί ότι τον Φεβρουάριο του 1977 η υπόθεση εκδικάσθηκε σε δεύτερο βαθμό και οι περισσότεροι από τους “δευτεραγωνιστές” αθωώθηκαν….
Οι ποινές στους “πρωταγωνιστές”
- Δημήτριος Ιωαννίδης, υποστράτηγος ε.α., αρχηγός τότε της ΕΣΑ, 7 φορές ισόβια κάθειρξη για ηθική αυτουργία σε επτά ανθρωποκτονίες εκ προθέσεως, 25 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για 38 απόπειρες ανθρωποκτονιών και πρόκληση προς διάπραξη κακουργημάτων και πλημμελημάτων και διαρκής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.
- Γεώργιος Παπαδόπουλος, πρώην δικτάτορας, 25 χρόνια κάθειρξη για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονίες εκ προθέσεως και απόπειρες ανθρωποκτονιών και 10 χρόνια στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.
- Σταύρος Βαρνάβας, αντιστράτηγος ε.α., 3 φορές ισόβια κάθειρξη, 25 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση και διαρκή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, για ηθική συναυτουργία τριών ανθρωποκτονιών εκ προθέσεως, μεταξύ των οποίων και του νεαρού Διομήδη Κομνηνού και 17 άλλων ανθρωποκτόνων αποπειρών.
- Νικόλαος Ντερτιλής, ταξίαρχος ε.α., ισόβια κάθειρξη και διαρκή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για την ανθρωποκτονία εκ προθέσεως σε βάρος του νεαρού Μυρογιάννη.
- Κωνσταντίνος Μαυροειδής, αντιστράτηγος ε.α., τότε αρχηγός της ΑΣΔΕΝ, 25 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση και 7 χρόνια στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, για απλή συνέργεια σε έξι ανθρωποκτονίες εκ προθέσεως και 37 απόπειρες ανθρωποκτονιών. Το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου.
- Δημήτριος Ζαγοριαννάκος, στρατηγός ε.α., τότε αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, σε 25 χρόνια κάθειρξη και 7 χρόνια στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, για απλή συνέργεια ανθρωποκτονιών και αποπειρών ανθρωποκτονιών. Το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου.
- Παντελής Καραγιάννης, υποστράτηγος ε.α., πρώην υπαρχηγό της Χωροφυλακής, 25 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση και 10 χρόνια στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, για απλή συνέργεια σε τρεις ανθρωποκτονίες και 17 απόπειρες ανθρωποκτονιών.
- Ιωάννης Λυμπέρης, πρώην έφεδρος ανθυπολοχαγός, 25 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση και 8 χρόνια στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για δύο ανθρωποκτονίες εκ προθέσεως και μία απόπειρα ανθρωποκτονίας.
- Αθανάσιος Σταυράκης, αστυφύλακας, 10 χρόνια κάθειρξη και 5 χρόνια στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, για απόπειρα ανθρωποκτονίας. Στον καταδικασθέντα αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου.
- Μιχαήλ Ρουφογάλης, υποστράτηγος ε.α., τότε διοικητής ΚΥΠ, 3 χρόνια φυλάκιση για πρόκληση προς διάπραξη κακουργημάτων και πλημμελημάτων.
- Μιχαήλ Γουνελάς, υπίλαρχος ε.α., επικεφαλής του άρματος που εισέβαλε στο Πολυτεχνείο, 18 μήνες φυλάκιση κατά συγχώνευση για αυτουργία στη σωματική βλάβη σε βάρος της φοιτήτριας Πέπης Ρηγοπούλου, καθώς και της φθοράς πραγμάτων χρησιμευόντων στο κοινό όφελος.
- Δημήτριος Πίμπας, ίδιωτικός υπάλληλος, πρώην πράκτορας της ΚΥΠ, 10 μήνες φυλάκιση για πρόκληση προς διάπραξη κακουργημάτων και πλημμελημάτων. Στον καταδικασθέντα αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμέλειας.
Οι νεκροί του Πολυτεχνείου
Ως νεκροί του Πολυτεχνείου αναφέρονται τα θύματα από τα χτυπήματα και τους πυροβολισμούς των σωμάτων ασφαλείας και στρατιωτικών ή στελεχών της χούντας, κατά τη διάρκεια της εξέγερσης τον Νοέμβριο του 1973. Η πρώτη επίσημη καταγραφή τον Οκτώβριο του 1974, από τον εισαγγελέα Δημήτριο Τσεβά, εντόπισε 18 επίσημους ή πλήρως βεβαιωθέντες νεκρούς και 16 άγνωστους “βασίμως προκύπτοντες”. Οι πρώτες δημοσιογραφικές προσπάθειες για καταγραφή των γεγονότων έκαναν λόγο για 59 νεκρούς. Πάντως, σύμφωνα με έρευνα του διευθυντή του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Λεωνίδα Καλλιβρετάκη το 2003, ο αριθμός των επωνύμων νεκρών ανέρχεται σε 24, ενώ ο αριθμός των νεκρών, αγνώστων στοιχείων, σε 16.
Πέντε ιστορικά γεγονότα που έφεραν το ΠολυτεχνείοΗ εξέγερση του Πολυτεχνείου στις 17 Νοέμβρη του 1973 κι ενώ η χούντα καταπίεζε τον ελληνικό λαό για περισσότερο από επτά χρόνια, είναι η λαμπρότερη στιγμή της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την εθνική αντίσταση. Είναι απ’ αυτές τις σελίδες της ιστορίας που γεμίζουν από ηρωισμό απλών ανθρώπων, κυρίως νέων, φοιτητών, σπουδαστών, μαθητών, εργατών, υπαλλήλων, επαγγελματιών που αποφάσισαν να θυσιάσουν τα νιάτα τους, τη ζωή τους για να δώσουν τέλος στην τυραννία, για εθνική ανεξαρτησία, «ψωμί, παιδεία, ελευθερία».Ωστόσο, υπήρξαν καθοριστικά γεγονότα που οδήγησαν στο Πολυτεχνείο. Σε αυτό τον ξεσηκωμό της νεολαίας μας, του ελληνικού λαού, που συμμετείχε σημαντικό του κομμάτι ακόμη και πλαγίως στο Πολυτεχνείο, προσφέροντας «στα παιδιά» φάρμακα, ψωμί, χρήσιμα υλικά, χρήματα, τσιγάρα, διακινώντας τις προκηρύξεις τους, βάζοντας στη διαπασών το ραδιόφωνο να ακούσει το «εδώ Πολυτεχνείο» και να το ακούσουν και οι γείτονες, ακόμη και Θεοδωράκη στα πικάπ… Που αισθάνθηκε υπερήφανος για τα παιδιά του.Τα γεγονότα που οδήγησαν στο Πολυτεχνείο ήταν πολλά. Ήταν ουσιαστικά μία ολόκληρη εποχή μετά τον Εμφύλιο. Ήταν η αστυνομοκρατία, η επικράτηση ενός καθεστώτος σκληρού που κυνηγούσε τις ιδέες, καθετί που θα μπορούσε να το ραγίσει, να το σπάσει και να δώσει την πραγματικά εξουσία στον λαό. Το Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων θα σταθεί συνοπτικά σε πέντε καθοριστικά ιστορικά γεγονότα, που έδειξαν τη δυσμενή για τη χώρα πορεία προς τη χούντα και τελικώς στη θεόσταλτη εξέγερση του Πολυτεχνείου.1. Παρακράτος και δολοφονία Γρηγόρη ΛαμπράκηΤα πρώτα σημάδια των παρακρατικών (δωσίλογοι, Μεταξικοί φασίστες, ακραίοι εθνικόφρονες) επανεμφανίστηκαν αμέσως μετά τον αιματηρό, οδυνηρό εμφύλιο, μπροστά στον «κίνδυνο» αριστεροί και προοδευτικοί να συμπορευτούν και να ανατρέψουν το καθεστώς που εξυπηρετούσε ντόπια και ξένα συμφέροντα. Είχαν διεισδύσει σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες, αλλά και στον ιδιωτικό τομέα, στα σωματεία, στους φοιτητές, σχεδόν σε όλες τις γειτονιές. Μετά τις «εκλογές βίας και νοθείας» του 1961 με τη συμμετοχή στρατού και σωμάτων ασφαλείας, επόμενη σημαδιακή δράση των παρακρατικών ήταν το 1963, με τη δολοφονία του ειρηνιστή, γιατρού, αθλητή και βουλευτή της ΕΔΑ, Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη στις 27 του Μάη. Είχε δράσει η διαβόητη οργάνωση της «Καρφίτσας» (παρακρατικοί φορούσαν καρφίτσα στο πέτο για να αναγνωρίζονται μεταξύ τους). Ακόμη και ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής θα διερωτηθεί αμέσως μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη, λέγοντας το ιστορικό «ποιος κυβερνά αυτό τον τόπο;», θέλοντας να κρατήσει αποστάσεις από τα ακραία στοιχεία της παράταξής του, η οποία, ωστόσο, είχε επιβάλει αυταρχικές μεθόδους και αστυνομοκρατία. Η δολοφονία προκάλεσε τη διεθνή κατακραυγή, ενώ ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γεώργιος Παπανδρέου, θα κατηγορήσει τον πρωθυπουργό ως «ηθικό αυτουργό» της δολοφονίας. Τα παρακρατικά στοιχεία έπαιξαν ρόλο και στα επόμενα χρόνια, ενώ ουσιαστικά επάνδρωσαν και τους μηχανισμούς της χούντας.2. Ο ρόλος του παλατιού και της ΦρειδερίκηςΗ βασιλεία στην Ελλάδα δεν είχε τον θεσμικό χαρακτήρα που παρατηρούμε σε ευρωπαϊκά κράτη, ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες. Πάντα είχε λόγο και καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις της χώρας. Το παλάτι δεν ήταν λίγες φορές που με τις παρεμβάσεις του δίχασε τον ελληνικό λαό, ενώ παράλληλα δούλευε για τα ξένα συμφέροντα. Ειδικά τη δεκαετία του ‘60, με την τότε βασίλισσα Φρειδερίκη να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς η υγεία του βασιλέα Παύλου (πέθανε το 1964) είχε κλονιστεί και ο διάδοχος Κωνσταντίνος νέος και άπειρος αδυνατούσε να ασκήσει έστω και στοιχειωδώς τα καθήκοντά του, τα ανάκτορα και οι αυλικοί έπαιξαν άσχημο παιχνίδι στις πλάτες του λαού. Μπορεί το παλάτι να ένιωσε ιδιαίτερη ικανοποίηση από την εκλογή του Καραμανλή στην αρχηγία της ΕΡΕ το 1958, αλλά το 1963 ήρθε η κόντρα και η φυγή του Καραμανλή στο εξωτερικό. Το 1965, η Φρειδερίκη ουσιαστικά ανέτρεψε τον εκλεγμένο, με το πρωτοφανές ποσοστό του 52,72%, Γεώργιο Παπανδρέου, ορίζοντας και τις άθλιες εξελίξεις για τη χώρα.3. Αποστασία, Ιουλιανά και δολοφονία ΠέτρουλαΙούλιος του 1965. Με τις ευλογίες του παλατιού, αλλά και του ξένου παράγοντα, καθώς σε συνάντηση που έγινε σε σπίτι κορυφαίου τότε υπουργού της Ενώσεως Κέντρου, για την κυβέρνηση αποστατών, συμμετείχε και Αμερικανός διπλωμάτης, σύμφωνα με επίσημα αμερικανικά αρχεία. Μετά την απόφαση του Γεωργίου Παπανδρέου να μην υποχωρήσει στις αξιώσεις του παλατιού για την τοποθέτηση δικού του ανθρώπου στο Υπουργείο Άμυνας, δεδομένου ότι ο πρωθυπουργός είχε δηλώσει ότι θα αναλάβει ο ίδιος το συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο. Είχε προηγηθεί η προβοκάτσια στον ελληνικό στρατό, στην οποία ήταν αναμεμιγμένος και ο μετέπειτα δικτάτορας Παπαδόπουλος. Βουλευτές της Ενώσεως Κέντρου, αλλά και προσκείμενοι στο παλάτι ανέτρεψαν τον Γεώργιο Παπανδρέου. Πρωθυπουργός ανέλαβε ο πρόεδρος της Βουλής Γεώργιος Αθανασιάδης – Νόβας, με την υποστήριξη των βουλευτών της ΕΡΕ. Εκατοντάδες χιλιάδες λαού βρέθηκαν την επομένη στους δρόμους να διαδηλώνουν κατά της πολιτικής εκτροπής. Στις 21 Ιουλίου, σε μία από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις η αστυνομία χτυπά και σκοτώνει τον φοιτητή και μέλος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, Σωτήρη Πέτρουλα. Τις αμέσως επόμενες ημέρες μόνο στην Αθήνα έγιναν 67 διαδηλώσεις και συνολικά σε όλη τη χώρα πάνω από 380. Η χώρα έμπαινε σε μία περίοδο ακραίας αστάθειας και μετά από περίπου δύο χρόνια στο… γύψο.4. Υπόθεση ΑΣΠΙΔΑΉταν μέσα Μαΐου του 1965, δύο εβδομάδες μετά τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου και την επιστροφή του Ανδρέα Παπανδρέου σε κυβερνητική θέση, όταν ξέσπασε η πολύκροτη υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ (Αξιωματικοί Σώσατε Πατρίδα Ιδανικά Δημοκρατία Αξιοκρατία). Παράγοντες της Δεξιάς κατήγγειλαν ότι υπήρχε μέσα στο στρατό οργάνωση με αντεθνική απόκλιση προς τα «Αριστερά», με καθοδηγητή τον γιο του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ ο ΑΣΠΙΔΑ ήταν οργάνωση δημοκρατικής άμυνας. Πολύ ενωρίτερα είχε δημιουργηθεί μέσα στο στράτευμα ο ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών) με μέλη περίπου 2.500 αξιωματικούς. Ο Αλέξανδρος Παπάγος είχε διαπιστώσει το πρόβλημα και είχε δηλώσει ότι «η πολιτική είχε εισαχθεί στον στρατό και ο στρατός στην πολιτική». Ο ΙΔΕΑ φαινομενικά είχε αυτοδιαλυθεί το Φεβρουάριο του 1951, αλλά ουσιαστικά εξακολουθούσε να υπάρχει και να δρα μέσα στο στράτευμα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 ιδρύθηκε με αρχηγό τον μετέπειτα δικτάτορα Παπαδόπουλο η ΕΕΝΑ (Εθνική Ένωση Νέων Αξιωματικών) που αποτελούσαν ανώτεροι αξιωματικοί και που πίστευαν ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής «δεν ήταν αρκούντως αντικομμουνιστής». Η δράση αυτών των δύο οργανώσεων επιβεβαιώθηκε δραματικά με τη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967. Ο ΑΣΠΙΔΑ δημιουργήθηκε από πιστούς στο δημοκρατικό πολίτευμα αξιωματικούς προκειμένου να ανακόψει τη συνωμοτική δράση των οργανώσεων αυτών. Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Άρις Μπουλούκος, εκ των πρωταγωνιστών του ΑΣΠΙΔΑ, που καταδικάστηκε από στρατοδικείο (η δίκη ξεκίνησε στις 14 Νοεμβρίου 1966 και τέλειωσε ένα μήνα πριν από την 21η Απριλίου ‘67) σε 25 χρόνια φυλακή, «η κλίκα Παπαδόπουλου -Ιωαννίδη οργανωμένη συνωμοτικά από πολλά χρόνια, είχε κατορθώσει να διαβρώσει όχι μόνο το στρατό, αλλά και σημαντικούς τομείς του κρατικούς μηχανισμού». Παράλληλα, είχαν εξασφαλίσει την προστασία ανωτέρων τους, πολιτικών κύκλων και φυσικά του ξένου παράγοντα. Ως εκ τούτου και η πολύκροτη δίκη ΑΣΠΙΔΑ, που εξελίχθηκε σε παρωδία, αλλά συνάμα έδειχνε τη δυναμική των Παπαδόπουλου – Ιωαννίδη στα πράγματα.5. Η αποφράδα 21η ΑπριλίουΗ χώρα όδευε σε εκλογές. Είχαν οριστεί στις 28 Μαϊου, κι ενώ έχει ψηφιστεί η απλή αναλογική. Οι εκλογές ήταν βέβαιο ότι θα έφερναν θριαμβευτή τον Γεώργιο Παπανδρέου, θα ανέβαζαν στα ύψη τα ποσοστά της αριστεράς και θα έστελναν στο περιθώριο τους συνωμότες πολιτικούς, την αστυνομοκρατία και τους παρακρατικούς. Ωστόσο, αυτό που φόβιζε κυρίως ήταν η λάμψη του Ανδρέα Παπανδρέου, που άρχισε με την προσωπικότητά του να βάζει στην άκρη τα γερασμένα στελέχη της Ενώσεως Κέντρου και να στρέφει το κόμμα προς τα αριστερά. Οι εκλογές δεν έγιναν ποτέ, καθώς στις 21 Απριλίου ξημέρωσε μία καταραμένη μέρα για τη χώρα. Απορίας άξιον παραμένει το πως πιάστηκε με τις πυτζάμες σχεδόν όλο το πολιτικό προσωπικό, ενώ όλοι περίμεναν μία κίνηση του στρατού, ενώ δεν ήταν και λίγοι που μίλαγαν ανοιχτά για επικείμενο πραξικόπημα. Όπως φάνηκε το ξενοκίνητο πραξικόπημα των συνταγματαρχών πρόλαβε την κίνηση του παλατιού με το πραξικόπημα των Στρατηγών, όπως αποκαλύφθηκε τα επόμενα χρόνια. Με πέντε λέξεις: Η χούντα έστειλε τη χώρα στο μεσαίωνα. Κυνήγησε αριστερούς και όσους ήταν απέναντί της, βασάνισε και δολοφόνησε, προκειμένου να μείνει στην εξουσία. Απαγορεύτηκαν οι δίσκοι του Μίκη Θεοδωράκη και τα λαϊκά τραγούδια. Λογοκρισία, προπαγάνδα και γελοίες εκδηλώσεις μίσους και εθνικοφροσύνης παντού. Αλησμόνητα θα μείνουν οι δημοτικοί χοροί με αμερικάνικη εσάνς του Παπαδόπουλου, του Παττακού και των άλλων πρωτοπαλίκαρων της επταετίας. Ταυτόχρονα όμως, οργανώνονται αντιστασιακές ομάδες. Ο Αλέκος Παναγούλης, ο Σπύρος Μουστακλής είναι μόνο δύο απ’ τους εκατοντάδες αγωνιστές που δεν δείλιασαν μπροστά στους βασανιστές. Ο λαός το 1973 ξεσηκώνεται, αλλά ο επίλογος θα γραφτεί τραγικά με την Κύπρο.