Έφεση άσκησε το ελληνικό δημόσιο κατά της απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου με την οποία επιδικάστηκε αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης, ύψους 300.000 ευρώ, σε συγγενείς 77χρονης η οποία βρήκε τραγικό θάνατο στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι.
Η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου είχε εκδοθεί πέρυσι, με τους δικαστές να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος της άτυχης γυναίκας συνδέεται αιτιωδώς με την παράλειψη της Πυροσβεστικής να εισηγηθεί, ως ώφειλε, στα αρμόδια όργανα της περιφέρειας και του δήμου την εκκένωση της περιοχής.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στην έφεση το Δημόσιο κάνει λόγο για «περιστατικό ανωτέρας βίας» και επικαλείται έξι λόγους προκειμένου να μην υποχρεωθεί σε καταβολή αποζημίωσης.
Ένας εξ αυτών είναι ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν είχε κάνει δεκτό το αίτημα να ληφθεί προδικαστική απόφαση για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από ειδικούς επιστήμονες.
Στην επιχειρηματολογία του Δημοσίου γίνεται λόγος, μεταξύ άλλων, για «αιφνίδια μεταβολή του καιρού», «σπανιότητα και ιδιαιτερότητα της τόσο ραγδαίας αύξησης της έντασης των ανέμων σε τοπικό επίπεδο», «αντικειμενική αδυναμία πτήσης των εναέριων μέσων κατά τις απογευματινές ώρες του ένδικου δυστυχήματος λόγω καιρικών συνθηκών», «αντικειμενική αδυναμία κατάσβεσης του πύρινου μετώπου από τις εναέριες και επίγειες δυνάμεις λόγω της έντασης και του μεγέθους (πλάτους, ύψους) της πυρκαγιάς».
Όπως αναγράφεται στην έφεση, «κακώς το Πρωτοδικείο δέχθηκε τον αναπόδεικτο ισχυρισμό των αντιδίκων ότι η έλλειψη εισήγησης για εκκένωση προκάλεσε το ένδικο τραγικό αποτέλεσμα», σημειώνοντας ότι «από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι τυχόν εισήγηση του ΠΣ για οργανωμένη προληπτική απομάκρυνση των κατοίκων θα μπορούσε χρονικά και τεχνικά να πραγματοποιηθεί και να ολοκληρωθεί πριν την έλευση του θερμικού κύματος που προηγείτο της φωτιάς, δηλαδή με ασφαλή και αίσια κατάληξη για τους κατοίκους».
Επιπλέον, το Δημόσιο υποστηρίζει ότι ελήφθησαν μέτρα «άκρας επιμέλειας» και πως η Πυροσβεστική Υπηρεσία όχι μόνο δεν αδράνησε, αλλά, αντιθέτως, «επιστράτευσε άμεσα όλη τη διαθέσιμη δύναμη για την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς. Παρά ταύτα, δεδομένου του τεράστιου πλήθους των ταυτόχρονων εστιών φωτιάς που εκδηλώνονταν σε διάφορα σημεία στην επίδικη περιοχή και λόγω της ταχύτητας εναέριας και επίγειας μεταφοράς καυτρών, δεν κατέστη δυνατή αντικειμενικά η αντιμετώπιση όλων των περιστατικών…».
Ακόμα, στην επιχειρηματολογία του Δημοσίου γίνεται αναφορά στη μη υλοποίηση του συστήματος ειδοποίησης μέσω του 112, αλλά και στη ρυμοτομία της περιοχής.
«Η πυρκαγιά εξαπλωνόταν με μεγάλη ταχύτητα κι από μεγάλο ύψος μέσω καυτρών (που δημιουργούσαν εστίες φωτιάς προς όλες τις πιθανές κατευθύνσεις εκκένωσης), η απόσταση από το μέτωπο της πυρκαγιάς έως την ακτογραμμή ήταν μόλις 5 χιλιόμετρα, οι άνεμοι έπνεαν με εντάσεις 10 και 11 μποφόρ, δεν υπήρχε ασφαλές καταφύγιο για τον πληθυσμό, εκτός από τις οικίες και τα κτίσματα, τα οποία θα εκκενώνονταν (με δεδομένο ότι δεν θα ήταν δυνατόν όλος ο πληθυσμός να χωρέσει στις ακτές)», υποστηρίζεται στην έφεση.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της οικογένειας, Δημήτρης Σκύφτας, τονίζει, μεταξύ άλλων:
Στο εφετήριό του το ελληνικό δημόσιο, πέραν των νομικών λόγων, επαναλαμβάνει τη θέση του ότι τα θύματα έχουν ποσοστό συνυπαιτιότητας λόγω της μη πληροφόρησής τους από τα ΜΜΕ ή από το διαδίκτυο (site πολιτικής προστασίας) για το πώς να αυτοπροστατευθούν.
Επιπροσθέτως, το ελληνικό δημόσιο αναφέρεται εκ νέου στην «άναρχη» δόμηση της περιοχής και στην ύπαρξη αυθαιρέτων, καίτοι αυτά ήταν γνωστά στις αρχές και στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρχε κανένα ζήτημα αυθαιρέτου (όλα νόμιμα).
Τέλος, κατά το ελληνικό δημόσιο, η επιδικασθείσα αποζημίωση από το Δικαστήριο κρίνεται υπερβολική και επικουρικά ζητά τη μείωσή της.
Σημειώνω ότι η υπόθεση αυτή δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα προς εκδίκαση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου.
Νέα εισαγγελική έρευνα
Και ενώ η δίκη στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο για τα αίτια και της ευθύνες της εθνικής τραγωδίας στο Μάτι βρίσκεται σε εξέλιξη, από την Εισαγγελία Πρωτοδικών έχει ξεκινήσει νέα έρευνα αναφορικά με εγκαυματίες που δεν είχαν δώσει κατάθεση στις δικαστικές αρχές. Αφορμή ήταν ότι οι συγκεκριμένοι εγκαυματίες εμφανίστηκαν στο δικαστήριο ζητώντας και αυτοί την τιμωρία των υπευθύνων.
Αμέσως ο εισαγγελέας της έδρας, Παναγιώτης Μανιάτης, απέστειλε τη λίστα με τα ονόματά τους στην Εισαγγελία Πρωτοδικών, ώστε να ξεκινήσει νέα έρευνα.