Απόγευμα Δευτέρας, ώρα 15:30…
Φτάσαμε στο Αεροδρόμιο Λάρνακας για να επιβιβαστούμε στο αεροπλάνο που θα μεταφέρει τους εννέα πυροσβέστες στα πύρινα μέτωπα.
Μιλήσαμε μαζί τους για το πως η πυρκαγιά επεκτάθηκε τόσο πολύ και τη δυσκολία του έργου τους με τον υπεύθυνο της αποστολής να εκφράζει ετοιμότητα αλλά και ανησυχίες για τις επόμενες ημέρες της φονικής πυρκαγιάς.
H πτήση μας αναχώρησε με καθυστέρηση μιάμιση ώρας..καθυστερήσεις που οφείλονταν στην κατάσταση που επικρατούσε στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Φτάσαμε τελικά στην Αθήνα στις 19:30 περίπου και παρά το έντονο μούδιασμα των ντόπιων και την αίσθηση ότι συμβαίνει κάτι τρομακτικό, οι δρόμοι έμοιαζαν ίδιοι και συνηθισμένοι, όχι όμως για πολύ ακόμα.
Στρίψαμε δεξιά στο φανάρι. Μπροστά μας η κυπριακή αποστολή, καθοδηγούμενη από αξιωματικό της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Ελλάδος.
Λίγα μέτρα πιο κάτω αντικρίσαμε τις πρώτες καμένες εκτάσεις και τότε άρχισε να ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας ο όλεθρος.
Το πρώτο καμένο δέντρο…
Τα πρώτα καμένα σπίτια…
Τα πρώτα καμένα οχήματα…
Μυρωδιά θανάτου και στάχτης παντού. Μέσα στο μαύρο τοπίο ξεχωρίζουν μικρές εστίες και καπνοί.
Λίγο πιο κάτω σταματήσαμε, κατεβήκαμε από το όχημα και νιώσαμε στο πετσί μας την οδύνη των κατοίκων αλλά και όσων πέρασαν έστω για μια φορά από αυτούς τους δρόμους.
Καταλήξαμε λίγο πιο πέρα, στην οδό Εσπερίδων, όπου η εννιαμελής αποστολή ενσωματώθηκε με της υπόλοιπη αποστολή που είχε αναχωρήσει το πρωί.
Και ενώ δίνονται οδηγίες και γίνεται ενημέρωση, μια κοπέλα τρέχει προς τους πυροσβέστες και ζητά την παρέμβαση τους, αφού εντόπισε δύο μικρές εστίες φωτιάς. Με ένα δειλό μειδιάμα αναφέρει ότι βρήκε ένα γατάκι που είναι ακόμα ζωντανό.
Με αυτή την εικόνα αντιληφθήκαμε το μέγεθος της καταστροφής.
Είδαμε ανθρωπιά…
Μια γυναίκα από το απέναντι σπίτι πλησιάζει κρατώντας δύο μεγάλες σακούλες με φαγητά και ποτά και τα προσφέρει στην κυπριακή αποστολή, θέλοντας με αυτή την κίνηση να εκφράσει τις ευχαριστίες της στους ανθρώπους που “φυλάνε Θερμοπύλες” στη γειτονιά της.
Τα φαγητά αυτά τα είχε παραγγείλει ειδικά για την αποστολή από την Κύπρο.
Της ζητήσαμε να μας μιλήσει για τις στιγμές που έζησε…
“Η φωτιά ερχόταν σαν χείμαρρος. Πως ήταν οι πλυμμήρες στη Μάνδρα που έτρεχε το νερό και δεν μπορούσε κανένας να το εμποδίσει; Έτσι ήταν και η πυρκαγιά εδώ. Ήταν τρομερό.”
Και αγκάλιασε τους πυροσβέστες που και αυτοί με τον δικό τους τρόπο “αγκαλιάζουν” την Αττική.
Διασώστες κατεβαίνουν από το μέτωπο κατάκοποι και με πρόσωπα θλιμμένα να αντικατοπτρίζουν τα όσα φριχτά είδαν από το μεσημέρι που έφτασαν στο σημείο μέχρι τις 21:00 περίπου το βράδυ.
Πιάσαμε κουβέντα μαζί τους και μας περιέγραψαν πως η πυρκαγια πέρασε από την περιοχή για να ριχτεί με ορμή προς την παραλία, με αποτέλεσμα τα τραγικά γεγονότα που βύθισαν σε πένθος την Ελλάδα. Η φωτιά έκαιγε από κάτω μας είπαν και χωρίς να χάνει χρόνο, με τη βοήθεια των ισχυρότατων ανέμων, πήδαγε μερικά μέτρα παρακάτω. Οι πρώτες τρεις ώρες ήταν καθοριστικές για τη μοιραία έκβαση.
Από το βουνό κατεβαίνει ένας άντρας με γκρίζα μαλλιά με τον οποίο συζητήσαμε για το κουράγιο του και τις εικόνες που είδε. Ένας άντρας 54 ετών που υπηρετεί εδώ και επτά χρόνια πιστά την Πολιτική Άμυνα. Ένας ήρωας που αφιλοκερδώς εντάχθηκε στην ομάδα και όταν τον ρωτήσαμε τον λόγο μας είπε με περιφάνεια και χαμογελώντας ότι θέλει να προσφέρει και να βοηθήσει με όποιο τρόπο είναι δυνατόν.
Λίγα λεπτά αργότερα ένα όχημα περνά φορτωμένο μπουκαλάκια με νερά και τα διανέμει στην αποστολή και φεύγει για να προσφέρει και σε άλλη ομάδα που βρίσκεται πιο κάτω.
Ένας άλλος άνθρωπος σκάβει στις 22:00 το βράδυ, τα χόρτα γύρω από το δρόμο και συνδράμει όσο μπορεί για να σταματήσει το μαρτύριο. Δημιουργεί με αυτό τον τρόπο αντιπυρική ζώνη, ώστε σε περίπτωση αναζωπύρωσης, η φωτιά να βρει “κλειστό” το δρόμο.