Τις δυσκολίες που παρουσιάζει η διαδικασία της ταυτοποίησης των θυμάτων του πολύνεκρου σιδηροδρομικού δυστυχήματος στα Τέμπη, αλλά και το πρωτόκολλο που ακολουθείται σε τέτοιες περιπτώσεις, παρουσίασε η ιατροδικαστής Αγγελική Ζαγγελίδου.
Η κ. Ζαγγελίδου, η οποία είχε ζήσει και το προ 20ετίας δυστύχημα στα Τέμπη με τους μαθητές από το Μακρυχώρι, είπε: «Χθες μέχρι το απόγευμα είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία διερεύνησης των 57 σορών, που προσήλθαν στο νεκροτομείο της Λάρισας. Επίσης, ολοκληρώθηκε και η διαδικασία του ελέγχου των σάκων με τα τμήματα ιστών και τα μέλη. Μέχρι στιγμής δεν έχει έρθει κάποια άλλη σορός στο νεκροτομείο. Και οι τέσσερις ομάδες δούλεψαν στο νεκροτομείο επί 24ωρου και αφορούσαν τις ομάδες των νεκροτομών, της υποδοχής, της φωτογράφισης και της δαχτυλοσκόπησης. Ακολουθεί η διαδικασία του DNA, ήδη από, τι γνωρίζω σε εξέλιξη είναι ο έλεγχος και η ταυτοποίηση, 24 δείγματα έχουν ταυτοποιηθεί μέχρι τώρα. Πιστεύω ότι μέχρι το βράδυ θα έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία, η οποία είναι κι αυτή 24ωρη».
Αναφερόμενη στη διαδικασία ταυτοποίησης, η ιατροδικαστής ανέφερε στην ΕΡΤ πως «η διαχείριση θανάτων σε μαζικές απώλειες ζωής είναι πραγματικά κάτι πολύ δύσκολο. Απαιτεί προσήλωση, απαιτεί πολύ μεγάλη προσοχή και ταυτόχρονα συνεργασία πάρα πολλών ομάδων και για αυτό δράττομαι της ευκαιρίας πραγματικά να ευχαριστήσω όλους όσοι συμμετείχαν σε αυτή τη διαδικασία. Ήταν μια 15μελής ιατροδικαστική ομάδα από ιατροδικαστές και τεχνικούς. Υπήρχαν τέσσερις ομάδες αντίστοιχων αστυνομικών, οι οποίοι γνωρίζουν το αντικείμενο, συνεργαζόμασταν άμεσα μαζί στον ίδιο χώρο για τις διαδικασίες δαχτυλοσκόπησης, φωτογράφισης, λήψης προσωπικών στοιχείων και υπήρχε και ταυτόχρονα ομάδα σε άλλο χώρο, η οποία ήταν σε άμεση συνεργασία και λήψη δειγμάτων από τους συγγενείς».
«Επειδή ένας πολύ μεγάλος αριθμός θανόντων ήταν σε κατάσταση προχωρημένης κατάστασης καύσης, υπήρχε μια πολύ μεγάλη δυσκολία σε αυτό. Παρόλα αυτά έγινε δυνατή η λήψη από το σύνολο των σορών. Υπάρχει ένα σχέδιο εδώ και λίγα χρόνια, το Σχέδιο Διαχείρισης Μαζικών Απωλειών Ζωής και είναι αυτό που ακολουθούμε σε κάθε πολύνεκρο δυστύχημα. Υπάρχουν διάφορες ομάδες εξειδικευμένου προσωπικού οι οποίες εργάζονται πάνω στο αντικείμενο. Εμείς παίρνουμε τα δείγματα από τις σορούς και δεν ερχόμαστε σε επαφή με τους συγγενείς» πρόσθεσε η κ. Ζαγγελίδου.
Συνεχίζοντας, η ιατροδικαστής σημείωσε πως «ακόμα κι αν υπάρχει οπτική αναγνώριση, πρέπει να γίνει υποχρεωτικά η λήψη του δείγματος. Γιατί στο παρελθόν είχαμε περιπτώσεις όπου αναγνωρίστηκαν από τους οικείους άτομα, τα οποία τελικά δεν αντιστοιχούσαν στους συγγενείς τους».
Για την έκδοση πιστοποιητικών θανάτου, η κ. Ζαγγελίδου είπε: «Όταν ολοκληρωθεί ο έλεγχος των δειγμάτων και των 57 σορών θα γίνει σύγκριση των αποτελεσμάτων αυτών με τα δείγματα τα οποία έχουν ληφθεί από τους συγγενείς ώστε να δοθεί σε κάθε δείγμα ονοματεπώνυμο. Από εκεί και μετά γίνεται η έκδοση του πιστοποιητικού θανάτου, όπως πρέπει να γίνει βάσει του νόμου και της ληξιαρχικής πράξης θανάτου για να αποδοθεί η σορός στους οικείους. Συνήθως οι υπηρεσίες μας προσπαθούν σε τέτοια μεγάλα συμβάντα απωλειών ζωής να κατευθύνουν, να οργανώνουν τις ομάδες αυτές βάσει και μιας σχετικής εμπειρίας. Οι περισσότεροι από εμάς που συμμετείχαμε στη διαδικασία, είχαμε σχετική εμπειρία από προηγούμενα μεγάλα δυστυχήματα. Εγώ προσωπικά είχα μέχρι στιγμής, αν εξαιρέσουμε το τελευταίο αυτό τραγικό συμβάν, είχα μια εμπλοκή σε δύο ακόμα: στο μεγάλο δυστύχημα των Τεμπών που είχε γίνει με τους μαθητές του Μακροχωρίου, τότε υπηρετούσα στη Λάρισα και με το μεγάλο δυστύχημα του Γιάκοβλεφ στην Πιερία, στη Θεσσαλονίκη».
«Αν εξαιρέσεις τα θέματα που αφορούν τις ιατροδικαστικές διερευνήσεις παιδικών θανάτων, η διαχείριση μαζικών θανάτων είναι ένα πολύ δύσκολο αντικείμενο γιατί απαιτεί προηγουμένως εκπαίδευση και εμπειρία εάν αυτό είναι δυνατό, αλλά θέλει πάρα πολύ μεγάλη προσοχή στο σημείο, γιατί όπως καταλαβαίνετε ένα μικρό λάθος να γίνει στη διαχείριση των βιολογικών δειγμάτων το αποτέλεσμά του θα ήταν τραγικό» κατέληξε η κ. Ζαγγελίδου.