Ένα μήνα στα αζήτητα βρισκόταν η νεαρή έγκυος και μητέρα τριών παιδιών που είχε εξαφανιστεί στην Κυψέλη και την οποία αναζητούσε η εκπομπή «Φως στο Τούνελ».
Η νεαρή μητέρα, όπως αναφέρει το anikolouli.gr βρέθηκε νεκρή το πρωί της ημέρας που χάθηκαν τα ίχνη της, την Παρασκευή 8 Οκτωβρίου, στην οδό Τύχης στα Πατήσια, λίγα στενά μακριά από το σπίτι της. Κάτοικος της περιοχής την βρήκε τυλιγμένη με κουβέρτα και κάλεσε ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, το οποίο την μετέφερε στο νοσοκομείο. Εκεί παρέμεινε στα αζήτητα των ψυγείων για ένα μήνα, αφού τα δύο αστυνομικά τμήματα, της Κυψέλης που δηλώθηκε η εξαφάνιση και του Αγίου Παντελεήμονα που ανέλαβε την προανάκριση για την ανεύρεση της σορού, δεν μπόρεσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους.
Μία γυναίκα που είχε συναντήσει την αδικοχαμένη μητέρα να ζητιανεύει σε κακόφημο δρόμο του κέντρου της Αθήνας, ανέφερε πως η Φαίη, όπως την φώναζαν, ήθελε να ξεφύγει από τα όσα περνούσε στο διαμέρισμα που τη φιλοξενούσαν. «Ήταν παγιδευμένη. Πάντα είχε πίσω της μία γυναίκα να την ελέγχει. Μου έχει μεταφερθεί ένα σοκαριστικό περιστατικό που αποκάλυψε το ένα από τα παιδιά της. Πατούσαν την κοιλιά της όσο ήταν έγκυος για να αποβάλει!», ανέφερε.
Η διαχειρίστρια της πολυκατοικίας πληροφορήθηκε από το «Τούνελ» την τραγική εξέλιξη. Η ίδια δεν μπορούσε να το πιστέψει, καθώς ήλπιζε πως θα βρισκόταν ζωντανή.
Γειτόνισσα που επικοινώνησε με την εκπομπή περιέγραψε με λεπτομέρεια κάποια περιστατικά, ενδεικτικά της κακοποίησης που δεχόταν και της ζωής που έκανε.
«Στις 17 Σεπτεμβρίου είχε έρθει η Αστυνομία και η Πυροσβεστική γιατί το ένα παιδί της κόντεψε να κρεμαστεί στο μπαλκόνι και να πέσει κάτω. Τα τρία παιδιά της τελικά απομακρύνθηκαν από το σπίτι με εντολή εισαγγελέα. Μετά από τρεις ημέρες περίπου την είδα. Την είχαν κουρέψει γιατί είχε μακριά μαλλιά, τα μάτια της και το πρόσωπό της από το ξύλο που είχε φάει, δε φαινόταν. Ήταν πολύ χτυπημένη. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Την ρώτησα τι κάνει και μου κούνησε μόνο το κεφάλι. Τα μάτια της ήταν πρησμένα από τις μπουνιές. Τι να σας πω, την λυπήθηκε η ψυχή μου. Από τότε δεν την ξαναείδα.»