Την έγκριση της πιθανής πώλησης επιθετικών αμφίβιων οχημάτων (AAV) και σχετικού εξοπλισμού στην Κυβέρνηση της Ελλάδας, αποφάσισε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το οποίο έστειλε σχετική επιστολή στο Κογκρέσο. Η πιθανή πώληση θα γίνει μέσω του προγράμματος Ξένης Στρατιωτικής Πώλησης (FMS), με το κόστος της σύμβασης να εκτιμάται ότι θα κυμανθεί στα 268 εκατομμύρια δολάρια.
Η Υπηρεσία Συνεργασίας για την Αμυντική Ασφάλεια ειδοποίησε το Κογκρέσο για αυτή την πιθανή πώληση, παραδίδοντας την απαιτούμενη πιστοποίηση. Στην ανακοίνωση του, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ χαρακτηρίζει την Ελλάδα ως ένας κρίσιμο ΝΑΤΟϊκό σύμμαχο που παίζει σημαντικό ρόλο για την πολιτική σταθερότητα και την οικονομική πρόοδο στην Ευρώπη.
Όπως αναφέρει η ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ «η κυβέρνηση της Ελλάδας ζήτησε να αγοράσει, μεταξύ άλλων, 63 επιθετικά αμφίβια οχήματα προσωπικού (AAVP-7A1), εννέα αμφίβια οχήματα επίθεσης διοίκησης (AAVC-7A1), τέσσερα επιθετικά αμφίβια οχήματα ανάκτησης (AAVR-7A1) και 63 πολυβόλα», όπως επίσης και εκτοξευτές χειροβομβίδων MK-19, Συστήματα Θερμικής Παρατήρησης M36E T1 (TSS), υποστήριξη ανεφοδιασμού (ανταλλακτικά), εξοπλισμό υποστήριξης (συμπεριλαμβανομένων ειδικών κιτ/εργαλείων/ενισχυμένων κιτ (EAAK), τεχνικά εγχειρίδια, τεχνικά δεδομένα, (CETS), Υπηρεσίες Διαχείρισης Ολοκληρωμένης Λογιστικής Υποστήριξης (ILS), αποκατάσταση απαρχαιωμένων εξαρτημάτων, υπηρεσίες βαθμονόμησης, Υποστήριξη παρακολούθησης (FOS).
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ σημειώνει ότι «αυτή η προτεινόμενη πώληση θα υποστηρίξει τους στόχους εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών, συμβάλλοντας στη βελτίωση της ασφάλειας ενός συμμάχου στο ΝΑΤΟ, ο οποίος είναι σημαντικός εταίρος για την πολιτική σταθερότητα και την οικονομική πρόοδο στην Ευρώπη».
Προσθέτει, δε, ότι ο εν λόγω εξοπλισμός «θα βελτιώσει την ικανότητα της Ελλάδας να αντιμετωπίσει τις τρέχουσες και μελλοντικές απειλές, παρέχοντας αποτελεσματική ικανότητα προστασίας των θαλάσσιων συμφερόντων και των υποδομών για την υποστήριξη της στρατηγικής της θέσης στη νότια πλευρά του ΝΑΤΟ», ενώ «δεν θα αλλάξει τη βασική στρατιωτική ισορροπία στην περιοχή», αλλά ούτε «θα υπάρξει καμία αρνητική επίπτωση στην αμυντική ετοιμότητα των ΗΠΑ ως αποτέλεσμα αυτής της προτεινόμενης πώλησης».