Μεγάλη διασπορά του SARS-CoV-2 στην κοινότητα της Θεσσαλονίκης και παράλληλη αύξηση του ιικού φορτίου της γρίπης, τεκμηριώνουν οι μετρήσεις των τελευταίων εβδομάδων στα αστικά απόβλητα της πόλης, στην έρευνα που διεξάγει η Ομάδα Επιδημιολογίας Λυμάτων του ΑΠΘ με την ΕΥΑΘ, σε συνεργασία με την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και στο πλαίσιο του Εθνικού Δικτύου του ΕΟΔΥ.
Όπως φαίνεται στα διαγράμματα που παρουσιάζει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, η μέση εβδομαδιαία τιμή του φορτίου – από την Πέμπτη 21/12 έως την Τετάρτη 27/12- παρουσίασε αύξηση 45% σε σχέση με τη μέση τιμή της προηγούμενης εβδομάδας (4/12 -20/12). Η αύξηση αυτή προστέθηκε στο ήδη υψηλό επίπεδο φορτίου των τελευταίων εβδομάδων.
Η ερευνητική ομάδα του ΑΠΘ σημειώνει ότι «από τις 8/12 παρατηρείται συστηματική αυξητική τάση του ιικού φορτίου του Sars-CoV-2 στα λύματα της Θεσσαλονίκης», ενώ «στο διάστημα 22/12 – 27/12 η νέα σημαντική αύξηση στο ιικό φορτίο του Sars-CoV-2 υποδηλώνει μεγάλη διασπορά στην κοινότητα, της οποίας η επίπτωση εκτιμάται σε πάνω από 300 εισαγωγές την εβδομάδα στα νοσοκομεία της πόλης».
Συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι η Ομάδα Επιδημιολογίας Λυμάτων του ΑΠΘ συμπεραίνει, με βάση τα στοιχεία, ότι «το τρέχον κύμα διασποράς του ιού που διανύουμε είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο πριν από ένα έτος και οφείλεται στη μείωση της ανοσίας, σε συνδυασμό με την εμφάνιση νέων υποπαραλλαγών του ιού, οι οποίες διαφεύγουν της ήδη εγκατεστημένης ανοσίας στην κοινότητα».
Στο πλαίσιο αυτό οι ερευνητές επισημαίνουν πως «καθώς αυξάνεται η πιθανότητα λοίμωξης, είναι σημαντικό οι ομάδες υψηλού κινδύνου να λαμβάνουν μέτρα αυτοπροστασίας και να εμβολιαστούν».
Επιπρόσθετα, στο πλαίσιο της επιτήρησης της γρίπης Α, που διενεργεί η Ομάδα Επιδημιολογίας Λυμάτων του ΑΠΘ, εντοπίστηκε παράλληλη αύξηση και του ιικού φορτίου της γρίπης από τις 10/12 και μετά.
«Η επιδημιολογία λυμάτων έχει αναδειχθεί σε σημαντικό εργαλείο επιδημιολογικής επιτήρησης νοσημάτων. Οι διαχρονικές μετρήσεις του ιικού φορτίου στα λύματα της Θεσσαλονίκης υποδηλώνουν ότι είναι πόλη αντιπροσωπευτική της διασποράς καθώς και της επίπτωσής του σε όλη τη χώρα», καταλήγει στο σχόλιό της η Ομάδα του ΑΠΘ.