Ο κίνδυνος βαριάς COVID-19 είναι μεγαλύτερος στους ανθρώπους με αποφρακτική υπνική άπνοια και άλλες αναπνευστικές δυσκολίες, που προκαλούν μείωση των επιπέδων του οξυγόνου στη διάρκεια του ύπνου (υποξία), σύμφωνα με μία νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν κινδυνεύουν περισσότερο να μολυνθούν από τον κορωνοϊό, αλλά εάν αρρωστήσουν εξαιτίας του ότι έχουν αυξημένη πιθανότητα να νοσήσουν με σοβαρά συμπτώματα. Οι ερευνητές της Κλινικής του Κλίβελαντ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό “JAMA Network Open”, ανέλυσαν στοιχεία για 5.402 ενήλικες με μέση ηλικία 56 ετών και τέτοια προβλήματα στον ύπνο.
Διαπιστώθηκε ότι από αυτούς πάνω από το ένα τρίτο (36%) είχαν διαγνωστεί θετικοί στον κορωνοϊό. Μολονότι η πιθανότητα μόλυνσης δεν φάνηκε να αυξάνει ανάλογα με τη σοβαρότητα τέτοιων προβλημάτων, όσοι έχουν χειρότερη βαθμολογία στον “δείκτη άπνοιας-υποξίας” -μία ένδειξη για μεγαλύτερη έλλειψη οξυγόνου κατά τον ύπνο- έχουν μεγαλύτερη κατά 31% πιθανότητα να χρειαστούν νοσηλεία λόγω COVID-19 ή να πεθάνουν εξαιτίας της.
Ακόμη δεν είναι σαφές εάν οι θεραπείες που βελτιώνουν την υπνική άπνοια μπορούν, επίσης, να μειώσουν τον κίνδυνο σοβαρής λοίμωξης COVID-19. Περίπου ο ένας στους 15 ενήλικες εκτιμάται ότι έχει μικρότερης ή μεγαλύτερης σοβαρότητας υπνική άπνοια, μία διαταραχή που οδηγεί, συχνότερα του φυσιολογικού, σε παύση της αναπνοής ή σε πολύ ρηχή αναπνοή κατά τη διάρκεια του ύπνου.
Αυτό έχει ως συνέπεια να διαταράσσεται η ομαλή και επαρκής ροή οξυγόνου στο σώμα και να παρατηρείται υποξία, μία επιπλοκή που -γενικότερα- έχει συσχετιστεί με τη σοβαρή COVID-19. Συχνά συμπτώματα της υπνικής άπνοιας είναι το πολύ δυνατό ροχαλητό και οι αλλαγές στον τρόπο αναπνοής.