Το 1973, ο ψυχίατρος Πέτρος Σιφναίος δίνει τη δυνατότητα στο ευρύ κοινό να έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με τον, μη καταγεγραμμένο ακόμα, όρο της αλεξιθυμίας, έναν όρο που συνδέεται άρρηκτα τόσο με τα ψυχοσωματικά προβλήματα όσο και με την αδυναμία καταγραφής συναισθημάτων γενικότερα. Πρόκειται για μια πάθηση που παρασιτεί στους οργανισμούς αρκετών ατόμων, δημιουργώντας προβλήματα έκφρασης αλλά και αντίληψης συναισθημάτων, την ίδια στιγμή που δεν γίνεται αποδεκτή από σημαντική μερίδα επιστημόνων.
Το άτομο που μαστίζεται από την αλεξιθυμία, όπως γίνεται αντιληπτό, αναπτύσσει ιδιαίτερη δυσκολία στην αναγνώριση της χαράς και της λύπης, της αγάπης και του μίσους. Αδυνατεί να τα εκφράσει, αδυνατεί να τα πιστοποιήσει στα πρόσωπα των άλλων. Άκρον άωτον της εν λόγω ασθένειας, η αμηχανία που το συνθλίβει όταν διαπιστώνει ότι όντως κλαίει, ότι όντως θυμώνει ή λυπάται. Αναγνωρίζει το δάκρυ αυτό καθ’ αυτό, δεν αναγνωρίζει όμως την πηγή πρόκλησής του, το λόγο δηλαδή που ώθησε το λοβό στην παραπάνω κίνηση. Οι απαντήσεις που θα έδινε σε κάποιον φίλο ή συγγενή θα χαρακτηρίζονταν από άγχος, το οποίο το αναγκάζει να εκφέρει μια διαφορετική από την ισχύουσα απάντηση ή να αλλάξει θέμα στη συζήτηση. Αμηχανία και άγχος…
Η «αναπηρία» στα αισθήματα συνεχίζεται και με τον άμεσο περίγυρο. Δεν δύναται να διακρίνει τα συναισθήματα, τις προθέσεις και τις επιθυμίες των άλλων, θεωρώντας πως αποτελούν απειλή, πως ελλοχεύουν κάποιον κίνδυνο και αρνητική γι’ αυτό συνέπεια. Ο κύριος λόγος που διαδραματίζεται κάτι τέτοιο είναι η αδυναμία διαχωρισμού της λογικής με το συναίσθημα, γεγονός που επιφέρει σωρεία προβλημάτων τόσο στις διαπροσωπικές σχέσεις όσο και στη ταξινόμηση των αναγκών και των προτεραιοτήτων που έχει θέσει.
Επιπρόσθετα, πέρα από την κρίση των συμπτωμάτων των όσων νιώθουν, όπως τα δάκρυα, στους συγκεκριμένους ασθενείς εντοπίζεται και η έλλειψη ζωηρής φαντασίας, τη δημιουργίας, δηλαδή, νοητών εικόνων, οι οποίες βοηθούν το άτομο να ξεφεύγει από την πραγματικότητα και να δημιουργεί ζωντανές παραστάσεις στο νου. Κάπως έτσι, λοιπόν, αφήνονται στη, κατά τεκμήριο, λογική αξιολόγηση των τεκταινομένων, κατακεραυνώνοντας κάθε τάση για επικράτηση του γέλιου, του έρωτα ή της θλίψης.
Όπως προαναφέρθηκε, ένα σημαντικό ποσοστό του απανταχού ιατρικού επιτελείου δεν αναγνωρίζει επίσημα την αλεξιθυμία ως μια νευροψυχολογική νόσο, με κυρίαρχο επιχείρημα την απόσταση ανάμεσα στη συναισθηματική κατανόηση και τη ψυχιατρική διαταραχή. Μην θεωρώντας την, λοιπόν, ως ευσταθή ασθένεια, τα αίτια πρόκλησής της δεν θα μπορούσαν να θεωρούνται και αυτά επίσημα με τη σειρά τους. Βέβαια, η επιστημονική κοινότητα έχει κάνει ουσιαστικές προσπάθειες εξακρίβωσής τους, με διάφορα test και ερωτηματολόγια διάγνωσης να κατέχουν κυρίαρχη θέση ως σύντροφος των ειδικών σε αυτή τους την προσπάθεια.
Όσον αφορά τα αίτια, αυτά είναι ως επί το πλείστον ακαθόριστα, με την κληρονομικότητα και το ψυχολογικό σοκ, προϊόν του περίγυρου και των προσωπικών εμπειριών, αλλά και τις ποικίλων μορφών γενετικές και νευρολογικές ανωμαλίες που καταβάλλουν το άτομο, να οξύνουν την παρουσία του στον ανθρώπινο οργανισμό. Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τον κλάδο της νευροψυχολογίας, η διαταραχή στο δεξί τμήμα του εγκεφάλου, που συνδέεται ριζικά με τα συναισθήματα και τις αισθήσεις, έχει ως αποτέλεσμα τη λανθασμένη μεταφορά των ουσιών από αυτό στα άκρα εκδήλωσης των συναισθημάτων, όπως τα μάτια και το στόμα. Αξίζει να αναφερθεί πως η ανικανότητα του εκάστοτε γονιού να αναθρέψει με κομψό και… ρομαντικό τρόπο το παιδί του, δύναται να δημιουργήσει ανασφάλεια και την έξαρση της ανεξιθυμίας σε αυτό.
Τα χαρακτηριστικά ενδέχεται να διαφοροποιούνται από παθόντα σε παθόντα, με τη νωθρή αντιμετώπιση των άλλων και την όποια αδυναμία καταγραφής κάθε φύσεως συναισθήματος να αποτελούν την μερίδα του λέοντος. Επίσης, κάποιοι ίσως να αδιαφορούν για μελλοντικούς στόχους και όνειρα, ενώ άλλοι θα απαντούν εξονυχιστικά σε απλές ερωτήσεις, λόγω της ανασφάλειας που τους κυριεύει. Τέλος, η κατάθλιψη και το άγχος αναμένεται να συντροφεύει όσους πάσχουν από αλεξιθυμία για καιρό, με την μόνη θεραπεία να ακούει στο όνομα των συνεδρίων με ψυχολόγους ή των αντικαταθλιπτικών.