Του Ευάγγελου Αγαπίου
Φρένο σε ένα από τα πιο διαδεδομένα τεχνητά γλυκαντικά έρχεται να βάλει ο ΠΟΥ ταράζοντας τα νερά στη βιομηχανία τροφίμων. Ο λόγος για την ασπαρτάμη, την οποία εντάσσει στις 14 Ιουλίου σύμφωνα με το reuters, στην λίστα με τις ουσίες που ενδέχεται να προκαλέσουν καρκίνο στον άνθρωπο.
ΠαρουσιαστήςΜια έκθεση που διέρρευσε προτείνει απόσυρση του τεχνητού γλυκαντικού που χρησιμοποιείται σε αναψυκτικά διαίτης, ως πιθανή αιτία καρκίνου.
Τι όμως πραγματικά σημαίνει αυτό ; Η ασπαρτάμη αποτελεί αναπόσπαστο συστατικό αρκετών προϊόντων που καθημερινά καταναλώνουμε. Χρησιμοποιείται σε αναψυκτικά, αλκοολούχα ποτά, φαγώσιμα, δημητριακά μέχρι και σε τσίχλες. Σε περίπτωση που παρθεί μια τέτοια απόφαση από την αρμόδια επιτροπή εμπειρογνωμόνων για τα πρόσθετα τροφίμων, οι κατασκευαστές θα αναγκαστούν να αλλάξουν συνταγές και να στραφούν σε εναλλακτικές λύσεις. Σε αντίθετη περίπτωση προβλέπεται ότι θα έρθουν αντιμέτωποι με “επίπονες” δικαστικές διαδικασίες.
AdvertisementΠαρουσιαστής «Today»
Υπάρχουν αποδείξεις ότι ορισμένα τεχνητά γλυκαντικά μπορεί να μην είναι ασφαλείς εναλλακτικές λύσεις για τη ζάχαρη. Όλοι οι ενήλικες που καταναλώνουν 2 πακέτα ασπαρτάμης τη μέρα διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για εγκεφαλικό.
Το 1981, η επιτροπή έχει δηλώσει ότι η ασπαρτάμη είναι ασφαλής για κατανάλωση εντός των αποδεκτών ημερήσιων ορίων. Για παράδειγμα, ένας ενήλικας βάρους 60 κιλών θα πρέπει να πίνει περισσότερο από 15 κουτάκια σόδα διαίτης κάθε μέρα για να κινδυνεύει. Στην ίδια γραμμή κινούνται εθνικές ρυθμιστικές αρχές, μεταξύ άλλων στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη.
Η πρώτη προειδοποίηση
Στις 15 Μαΐου Ο ΠΟΥ έδωσε ένα πρώτο δείγμα γραφής δημοσιεύοντας νέες κατευθυντήριες γραμμές για τα γλυκαντικά, συνιστώντας την αποφυγή της χρήσης τους για τον έλεγχο του σωματικού βάρους και τη μείωση του κινδύνου μη μεταδοτικών ασθενειών. Ανάμεσα στις ουσίες το στέβια και η ασπαρτάμη.Τα αποτελέσματα της έρευνας υποδηλώνουν ότι ενδέχεται να υπάρχουν πιθανές ανεπιθύμητες επιπτώσεις από τη μακροχρόνια χρήση τους, όπως αυξημένος κίνδυνος διαβήτη τύπου 2 και καρδιαγγειακών νοσημάτων.