Είναι γεγονός ότι τα παιδιά των διαζευγμένων γονέων έχουν περισσότερες πιθανότητες να πάρουν διαζύγιο από τα παιδιά των γονέων που έμειναν μαζί.
Θεωρείται επίσης πιθανόν αυτή η τάση για διαζύγιο να οφείλεται σε περιβαλλοντικούς παράγοντες και στην επίδραση που έχει ένα διαζύγιο στην ψυχολογία ενός παιδιού που βρίσκεται στην ανάπτυξη.
Τα αποτελέσματα μιας νέας μελέτης όμως δεν επικυρώνουν αυτή την άποψη, καθώς δεν παρουσιάζεται η ίδια τάση για διαζύγιο στα υιοθετημένα παιδιά, οπότε οι ειδικοί οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι η πιθανότητα διαζυγίου οφείλεται σε γενετικούς παράγοντες.
Η πιθανότητα να πάρουν διαζύγιο υιοθετημένα παιδιά είναι μεγαλύτερη όταν οι βιολογικοί τους γονείς έχουν χωρίσει και επηρεάζεται ελάχιστα έως καθόλου από το τι έχουν επιλέξει οι γονείς που τα υιοθέτησαν.
Η μελέτη – που διεξάγεται από το Virginia Commonwealth University (VCU) και το Πανεπιστήμιο Lund στη Σουηδία – θα μπορούσε να αλλάξει τη νοοτροπία των συμβούλων γάμου οι οποίοι δίνουν συμβούλευση σε ζευγάρια των οποίων οι σχέσεις έχουν διαρραγεί.
Η υπεύθυνη της μελέτης, Δρ Jessica Salvatore, δήλωσε: «Προσπαθήσαμε να απαντήσουμε στο βασικό ερώτημα: Γιατί το διαζύγιο θεωρείται παράδοση σε ορισμένες οικογένειες;
«Μέχρι σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος των αποδεικτικών στοιχείων για το διαζύγιο σε ορισμένες οικογένειες βασίστηκε στην ιδέα ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν με διαζευγμένους γονείς έχουν αποδυναμωμένη ικανότητα δέσμευσης και λιγότερες διαπροσωπικές δεξιότητες, στοιχεία που θεωρούνται απαραίτητα σε μία σχέση γάμου.
Έτσι, όταν ένα ζευγάρι που βρίσκεται σε ένα προβληματικό γάμο ζητήσει τη βοήθεια ενός θεραπευτή και αυτός διαπιστώσει ότι ο ένας από τους δύο συντρόφους προέρχεται από μια οικογένεια διαζευγμένες, θα επικεντρώσει τις προσπάθειές του ώστε να ενισχύσει τη δέσμευση και τις διαπροσωπικές δεξιότητες που απαιτούνται για τη διατήρηση του γάμου αυτού.»
Αλλά εάν το διαζύγιο επηρεάζεται από γενετικούς παράγοντες, αυτό κατά πάσα πιθανότητα είναι καθαρό χάσιμο χρόνου.
Αντ’ αυτού, λέει η δρ. Salvatore, πρέπει να αφιερωθεί περισσότερος χρόνος στην εξερεύνηση των βασικών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας που προφανώς συνδέονται με την απόφαση ενός ατόμου να χωρίσει, όπως για παράδειγμα τα υψηλά επίπεδα αρνητικότητας και τα χαμηλά επίπεδα περιορισμού.
Ο συνυπεύθυνος της μελέτης Kenneth Kendler περιέγραψε την ανακάλυψή τους ως «σημαντικό εύρημα».