Οι ηλικιωμένοι στη Βρετανία που έχουν κάνει δύο δόσεις του εμβολίου της AstraZeneca έχουν λιγότερες πιθανότητες ανάπτυξης αντισωμάτων κατά του κορωνοϊού σε σύγκριση με εκείνους που έχουν εμβολιαστεί πλήρως με το σκεύασμα της Pfizer.
Οι υπεύθυνοι της έρευνας REACT-2 του Imperial College μελέτησαν τυχαία δείγματα αίματος από 270.000 εμβολιασθέντες κατοίκους της Βρετανίας και διαπίστωσαν ότι λιγότεροι από το 85% των πολιτών άνω των 80 είχαν ανιχνεύσιμα επίπεδα αντισωμάτων δύο εβδομάδες μετά από τη δεύτερη δόση του εμβολίου της AstraZeneca.
Στην περίπτωση του εμβολίου της Pfizer οι δύο δόσεις πρόσφεραν αντισώματα στο 98% των εμβολιασθέντων στην ίδια ηλικιακή ομάδα.
Σύμφωνα με τον καθηγητή ιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ Ίαν Τζόουνς, η μικρή υστέρηση του εμβολίου της AstraZeneca οφείλεται στο ότι το σκεύασμα βασίζεται σε αποδυναμωμένο ιό κρυολογήματος. Ο οργανισμός σε κάποιες περιπτώσεις ίσως επιτίθεται σε αυτόν τον ιό αντί στην πρωτεΐνη στην επιφάνεια του κορωνοϊού.
Οι επιστήμονες σημειώνουν την ίδια ώρα όμως ότι αμφότερα τα εμβόλια μειώνουν το ρίσκο νοσηλείας από τον κορωνοϊό, ακόμα και από τη μετάλλαξη Δέλτα, κατά περισσότερο από 90%.
Στις νεαρότερες ηλικίες οι δύο δόσεις του AstraZeneca είναι εξαιρετικά αποτελεσματικές. Στους κάτω των 39 ετών αναπτύσσονται αντισώματα σε ποσοστό 100%, στους 40-49 ετών σε ποσοστό 99,4%, στους 50-59 σε ποσοστό 93,8% και στους 60-69 σε ποσοστό 92,1%.
Το εμβόλιο της Pfizer αναπτύσσει αντισώματα στο 100% όλων των ηλικιών πλην της ηλικιακής ομάδας άνω των 80 ετών.