Προβληματισμός και ανησυχία επικρατεί ανάμεσα σε δισσεκατομμύρια πολίτες ανά το παγκόσμιο, οι οποίοι καλούνται να εμβολιαστούν κατά του νέου κορωνοϊού, έχοντας τις δικές τους αμφιβολίες για τα εμβόλια που έχουν αδειοδοτηθεί από τους αρμόδιους επιστήμονες μετά και τα δημοσιεύματα για σοβαρές παρενέργειες.
Στη Νορβηγία οι παρενέργειες σε γυναίκες φαίνεται πως είναι πιο συχνές σε σύγκριση με τους άντρες ομοεθνείς τους. Πιο συγκεκριμένα, οι αρμόδιες υπηρεσίες στη Νορβηγία έχουν λάβει συνολικά 5.635 περιπτώσεις παρενεργειών, από τις οποίες οι 4,684 αφορούν γυναίκες.
Αντίστοιχα, τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών των ΗΠΑ ανέλυσαν στοιχεία από τις πρώτες 13.7 εκατομμύρια δόσεις εμβολίων, φτάνοντας στα ίδια αποτελέσματα. Σχεδόν το 80% των παρενεργειών, και μάλιστα, σοβαρών, παρουσιάστηκαν σε γυναίκες παρόλο που μόλις το 60% των εμβολιασμένων εκείνη τη χρονική στιγμή ήταν γυναίκες.
«Αυτή η διαφορά μεταξύ των φύλων είναι απόλυτα σύμφωνη με προηγούμενες αναφορές από άλλα εμβόλια», αναφέρει στους New York Times η μικροβιολόγος και ανοσολόγος Sabra Klein, από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Johns Hopkins Bloomberg σχετικά με τα αποτελέσματα του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών.
Πιο συγκεκριμένα, όλες οι 19 περιπτώσεις που παρουσίασαν αναφυλαξία από το εμβόλιο της Moderna ήταν γυναίκες. Επιπλέον, τα 44 από τα 47 περιστατικά αναφυλαξίας μετά τον εμβολιασμό από το εμβόλιο της Pfizer ήταν επίσης γυναίκες. Όσον αφορά το εμβόλιο Astrazeneca, τα περισσότερα άτομα που παρουσίασαν θρόμβωση μετά τον εμβολιασμό ήταν γυναίκες κάτω των 60 ετών σύμφωνα με τον ΕΜΑ.
Ωστόσο, η μελέτη των περιστατικών δεν παρείχε τη βάση για τον προσδιορισμό συγκεκριμένων παραγόντων κινδύνου, συμπεριλαμβανομένου του φύλου ή της ηλικίας, σύμφωνα με τον EMA.
Η εξήγηση που δίνουν επιστήμονες
Τα τελευταία χρόνια η επιστημονική κοινότητα έχει στραφεί στις διαφορές αυτές που παρουσιάζουν τα φύλα σε σχέση με τα εμβόλια. Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε στο Seminars in Immunopathology το 2019, οι γυναίκες και τα νεαρά κορίτσια τείνουν να αναπτύξουν πιο ισχυρά αντισώματα και συνεπώς να βιώσουν σοβαρότερες παρενέργειες σε σύγκριση με τους άντρες. Τα νεαρά άτομα έχουν ισχυρότερο ανοσοποιητικό σύστημα σε σύγκριση με τους ηλικιωμένους επειδή το ανοσοποιητικό σύστημα φθίνει όσο μεγαλώνουμε, ενώ εν γένει το γυναικείο ανοσοποιητικό σύστημα ενεργοποιείται εντονότερα σε σύγκριση με το αντρικό:
«Μετά τις λοιμώξεις, οι γυναίκες τείνουν να έχουν ισχυρότερη ανοσολογική απόκριση σε σύγκριση με τους άνδρες, τόσο σε αντισώματα όσο και σε Τ λεμφοκύτταρα», αναφέρει η Gunnveig Grødeland, ανοσολόγος και ερευνήτρια στο Τμήμα Κλινικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Όσλο (UiO), «όμως το μειονέκτημα για τις γυναίκες είναι ότι μπορούν επίσης να βιώσουν ισχυρότερες αυτοάνοσες αποκρίσεις, πράγμα που σημαίνει ότι το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στο ίδιο το σώμα» συμπληρώνει. Αυτό ίσως εξηγεί τα αποτελέσματα έρευνας του 2020 που συμπέρανε ότι περισσότερες γυναίκες σε σύγκριση με άντρες πάσχουν από αυτοάνοσα νοσήματα.
«Οι ορμόνες επηρέαζουν το πώς αντιδρά το σώμα σε μια μόλυνση, όμως χρειάζεται περαιτέρω έρευνα σχετικά με το κατά πόσο η τεστοστερόνη παίζει κάποιο ιδιαίτερο ρόλο» τονίζει η Anne Spurkland, ανοσολόγος και καθηγήτρια ιατρικής στο Πανεπιστημίου του Όσλο σε άρθρο της σχετικά με την εξήγηση των περισσότερων θανάτων των αντρών στην αρχή της πανδημίας σε σύγκριση με των γυναικών. Αυτό δημιουργεί μια υπόθεση ότι τα χρωμοσώματα επηρεάζουν τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος των δύο φύλων. Πολλά γονίδια που συνδέονται με το ανοσοποιητικό σύστημα βρίσκονται στο χρωμόσωμα Χ – το ασθενές φύλο φέρει δύο