Ισπανοί ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Αλικάντε εξέτασαν κατά πόσο ο μήνας γέννησης μπορεί να επηρεάσει τις πιθανότητες εμφάνισης 27 ασθενειών και, προς έκπληξή τους, προέκυψαν κάποια εξαιρετικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Τα βασικά ευρήματα των ερευνητών ήταν τα εξής:
– Οι άντρες που γεννιούνται τον Σεπτέμβριο έχουν σχεδόν τριπλάσιες πιθανότητες να εμφανίσουν προβλήματα στον θυρεοειδή σε σύγκριση με όσους γεννιούνται τον Ιανουάριο.
– Οι άντρες που γεννιούνται τον Αύγουστο διατρέχουν σχεδόν διπλάσιο κίνδυνο για άσθμα σε σύγκριση με όσους γεννιούνται τους πρώτους μήνες του έτους.
– Οι γυναίκες που γεννιούνται τον Ιούλιο έχουν 27% περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν υπέρταση και 40% περισσότερες πιθανότητες για ακράτεια.
Η μελέτη βασίστηκε σε στοιχεία για περίπου 30.000 ανθρώπους και υπέδειξε επίσης ότι κάποιοι μήνες παρέχουν ένα είδος «προστασίας».
– Οι άντρες που γεννιούνται τον Ιούνιο έχουν 34% λιγότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν κατάθλιψη και 22% λιγότερες πιθανότητες για οσφυαλγία. .
– Οι γυναίκες που γεννιούνται τον Ιούνιο είναι 33% λιγότερο πιθανό να ταλαιπωρούνται από ημικρανίες και 35% λιγότερο πιθανό να εμφανίσουν επιπλοκές στην εμμηνόπαυση.
Συνολικά, τα παιδιά του Σεπτέμβρη έχουν τις λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους κάποια χρόνια ασθένεια.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι τα επίπεδα βιταμίνης D του οργανισμού, τα οποία καθορίζονται κατά κύριο λόγο από την ηλιοφάνεια, αλλά και η παρουσία παθογόνων μικροοργανισμών, η οποία είναι εντονότερη τους χειμερινούς μήνες, εξηγούν τα ευρήματά τους, καθώς επηρεάζουν το ανοσοποιητικό σύστημα από τα πρώτα κιόλας στάδια της ζωής.
«Ο μήνας γέννησης μπορεί να λειτουργήσει σαν δείκτης για την πρώιμη επίδραση παραγόντων όπως η υπεριώδης ακτινοβολία, η βιταμίνη D, η θερμοκρασία του περιβάλλοντος και η έκθεση σε ιούς ή αλλεργιογόνα, παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη του εμβρύου ή του νεογνού» αναφέρει ο βασικός συντάκτης της μελέτης, Χοσέ Αντόνιο Κεσάδα, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Αλικάντε, προσθέτοντας πως τα διαφορετικά ευρήματα που προέκυψαν μεταξύ αντρών και γυναικών υποδεικνύουν ότι πιθανότατα τα δύο φύλα παρουσιάζουν διαφορετικά επίπεδα ευαισθησίας στους προαναφερθέντες παράγοντες.