Στην επικύρωση των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε δύο υποθέσεις που αφορούν παραβίαση των αρχών του ανταγωνισμού από την Google και την Apple, προχώρησε με δυο ξεχωριστές αποφάσεις του την Τρίτη το Δικαστήριο της ΕΕ, επιβεβαιώνοντας στην πρώτη απόφαση το πρόστιμο 2,4 δις ευρώ που είχε επιβληθεί στην Google για την κατάχρηση του πλεονεκτήματος της μηχανής αναζήτησής της για προώθηση δικών της προϊόντων, και στη δεύτερη υποχρεώνοντας την Apple να επιστρέψει περίπου 13 δις ευρώ στην ιρλανδική Κυβέρνηση καθώς κρίθηκε πως είχε λάβει παράνομα φορολογικές ελαφρύνσεις.
Η υπόθεση «Google και Alphabet κατά Επιτροπής (Google Shopping)» (C-48/22 P), αφορά το πρόστιμο 2,4 δις ευρώ που επέβαλε η Επιτροπή στη Google (και τη μητρική εταιρεία Alphabet) το 2017, λόγω του ότι η Google καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της στον τομέα των αναζητήσεων στο διαδίκτυο σε 13 χώρες της ΕΕ και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, ευνοώντας τη δική της υπηρεσία σύγκρισης προϊόντων έναντι ανταγωνιστικών υπηρεσιών.
Συγκεκριμένα, στη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης μέσω της μηχανής της Google, η εταιρεία παρουσίαζε σε πρώτη θέση και με προνομιακό τρόπο τα αποτελέσματα του δικού της εργαλείου σύγκρισης προϊόντων, προβάλλοντας τα σε «boxes» με ελκυστικά γραφικά και πληροφορίες, ενώ τα αποτελέσματα αναζήτησης των ανταγωνιστικών εργαλείων σύγκρισης προϊόντων εμφανίζονταν απλώς ως γενικά αποτελέσματα (με τη μορφή μπλε συνδέσμων).
Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Google είχε καταχραστεί τη δεσπόζουσα θέση της και επέβαλε στην εταιρία πρόστιμο ύψους 2,4 δις ευρώ. Η Alphabet, ως η μοναδικός μέτοχος της Google, θεωρήθηκε υπεύθυνη για την καταβολή 523 εκατ. ευρώ από το σύνολο του ποσού.
Οι δύο εταιρίες προσέβαλαν την απόφαση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ, το οποίο απέρριψε το 2021 το κύριο μέρος της προσφυγής και επικύρωσε το πρόστιμο, ακυρώνοντας ωστόσο την απόφαση της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία υπήρξε κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της εταιρείας στην αγορά. Στη συνέχεια, οι δύο εταιρείες αμφισβήτησαν την απόφαση ζητώντας ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής.
Με τη σημερινή του απόφαση το Δικαστήριο της ΕΕ απορρίπτει την αίτηση των εταιρειών και επικυρώνει την απόφαση του ΓΔΕΕ, υπενθυμίζοντας πως το δίκαιο της ΕΕ δεν προβλέπει κυρώσεις για την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης στην αγορά, αλλά για την καταχρηστική εκμετάλλευσή της και για συμπεριφορές που περιορίζουν τον υγιή ανταγωνισμό και μπορούν να προκαλέσουν ζημία στις επιμέρους επιχειρήσεις και τους καταναλωτές.
Η υπόθεση «Επιτροπή κατά Ιρλανδίας» (C-465/20 P) αφορά απόφαση της Επιτροπής το 2016 σύμφωνα με την οποία η Ιρλανδία χορήγησε σε εταιρείες που άνηκαν στην Apple φορολογικά πλεονεκτήματα που αποτελούσαν παράνομη κρατική ενίσχυση, την οποία το κράτος μέλος υποχρεούται να ανακτήσει. Η ενίσχυση αφορούσε τη φορολογική μεταχείριση των κερδών που προέκυπταν από δραστηριότητες της Apple εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ειδικότερα, το 1991 και το 2007, η Ιρλανδία εξέδωσε δύο φορολογικές αποφάσεις προέγκρισης υπέρ της Apple Sales International (ASI) και της Apple Operations Europe (AOE), οι οποίες είχαν συσταθεί ως εταιρίες ιρλανδικού δικαίου αλλά δεν είχαν φορολογική έδρα στην Ιρλανδία.
Το 2016 η Κομισιόν έκρινε πως οι δύο αυτές εταιρείες είχαν λάβει παράνομη κρατική ενίσχυση από το 1991 μέχρι το 2014, καθώς τα κέρδη που εξαιρέθηκαν προέκυπταν από τη χρήση αδειών διανοητικής ιδιοκτησίας που κατείχαν η ASI και η AOE, άδειες των οποίων η χρήση εξαρτάται από τις αποφάσεις που λαμβάνονται στο επίπεδο του ομίλου Apple στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, η Ιρλανδία χορήγησε στην Apple παράνομα φορολογικά πλεονεκτήματα ύψους 13 δις ευρώ.
Το 2020, το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής, εκτιμώντας ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει επαρκώς ότι υφίστατο επιλεκτικό πλεονέκτημα υπέρ των δύο εταιριών. Η Κομισιόν στη συνέχεια πρόσεφυγε ζητώντας αναίρεση της απόφασης από το ΔΕΕ. Με τη σημερινή του απόφαση το ΔΕΕ αποφαίνεται οριστικά επί της διαφοράς, επικυρώνοντας την απόφαση της Επιτροπής.
Σύμφωνα με το ΔΕΕ, το ΓΔΕΕ λανθασμένα έκρινε πως η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει επαρκώς ότι οι άδειες πνευματικής ιδιοκτησίας που κατείχαν η ASI και η AOE και τα σχετικά κέρδη που προέκυπταν από τις πωλήσεις των προϊόντων Apple εκτός των ΗΠΑ, έπρεπε να φορολογηθούν στην Ιρλανδία.
Στο πλαίσιο της τελικής απόφασης, το ΔΕΕ επιβεβαίωσε την προσέγγιση της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία, βάσει των διατάξεων του ιρλανδικού δικαίου σχετικά με τον υπολογισμό της φορολογίας των αλλοδαπών εταιρειών, οι δραστηριότητες των υποκαταστημάτων της ASI και της AOE στην Ιρλανδία δεν έπρεπε να συγκριθούν με δραστηριότητες άλλων εταιρειών του ομίλου Apple, όπως για παράδειγμα μιας μητρικής εταιρείας στις ΗΠΑ, αλλά με δραστηριότητες άλλων οντοτήτων της ASI και της AOE, δηλαδή των εδρών των εταιρειών αυτών οι οποίες βρίσκονται εκτός Ιρλανδίας.