Ήταν αρχές του 2020. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωνε ότι η εξάπλωση του νέου κορονοϊού, ο οποίος έκανε την εμφάνισή του στην Κίνα, είχε πλέον προσλάβει διαστάσεις πανδημίας. Προστατευτικές μάσκες, αναπνευστήρες, αντισηπτικά γίνονται ανάρπαστα. Η Δύση δεν αργεί να διαπιστώσει ότι η καθημερινότητά της και τα στοιχειώδη μέτρα προστασίας της από τον ιό εξαρτώνται άμεσα από τις εξαγωγές της Κίνας. Ξεσπά ο «πόλεμος της μάσκας». Η Ευρώπη, ως «μωρή παρθένος», υποχρεώνεται να αναγνωρίσει τις αδυναμίες της. Η προμήθεια υγειονομικού υλικού είναι μόνο μια από αυτές.
Δυόμιση χρόνια μετά, ο ομοσπονδιακός πρόεδρος της Γερμανίας, Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ παραλαμβάνοντας το Βραβείο Κίσιντζερ, αποτιμά τις διπλωματικές αποτυχίες της χώρας του – και τις δικές του: «Αφού ο κόσμος έχει αλλάξει, πρέπει κι εμείς να εγκαταλείψουμε παλιές αντιλήψεις και προσδοκίες, συμπεριλαμβανομένης της ιδέας ότι οι οικονομικές συναλλαγές φέρνουν πολιτική σύγκλιση», δηλώνει. Το Βερολίνο πρέπει να μάθει από τα λάθη του και να περιορίσει τις μονόπλευρες εξαρτήσεις, όχι μόνο από τη Ρωσία, αλλά και από την Κίνα, διακηρύσσει ο κ. Σταϊνμάιερ.
Ως υπουργός Εξωτερικών, είχε ουσιαστική συμμετοχή στην γερμανορωσική και γερμανοσινική προσέγγιση. Η δήλωσή του βέβαια, ενώ μαίνεται ο πόλεμος στην Ουκρανία, μικρή σημασία έχει σε ό,τι αφορά τη Ρωσία. Η Γερμανία έχει προ πολλού – θέλοντας και μη – μηδενίσει την ενεργειακή της εξάρτηση από τη Μόσχα.
«Όσο αλλάζει η Κίνα, πρέπει να αλλάξει και ο τρόπος που την αντιμετωπίζουμε», δηλώνει κατόπιν ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς, υπό το βάρος της αμφιλεγόμενης σχέσης Πεκίνου – Μόσχας και μιας επαπειλούμενης κρίσης με την Ταϊβάν. Με την Κίνα όμως, η σχέση είναι πολύ πιο βαθιά και περίπλοκη από ό,τι με τη Ρωσία. Οι γερμανικές επιχειρήσεις φιλοδοξούν μάλιστα να στραφούν ακόμη περισσότερο στην κινεζική αγορά, αφού έκλεισε για αυτές η ρωσική. Η περίφημη «Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας», η οποία είχε εξαγγελθεί για τον Φεβρουάριο, «μαγειρεύεται» ακόμη και, σύμφωνα με διαρροές, η Κίνα αποτελεί βασικό σημείο τριβής μεταξύ καγκελαρίας και υπουργείου Εξωτερικών.
Παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις, για το Βερολίνο αποτελεί κοινό τόπο η ανάγκη μεγαλύτερης διασποράς των γερμανικών επενδύσεων, αναζήτησης νέων αγορών – και, κυρίως, απεξάρτησης σε κρίσιμους τομείς. Σε αυτό το πλαίσιο, την περασμένη εβδομάδα η κυβέρνηση παραδέχθηκε ότι αναθεωρεί τη συμμετοχή των κινεζικών Huawei και ZTE στο γερμανικό δίκτυο 5G RAN. Η νομοθεσία επιτρέπει και τον αναδρομικό αποκλεισμό εταιριών, όταν πρόκειται για κρίσιμες υποδομές, για τη δημόσια τάξη και την ασφάλεια.
«Το ζήτημα είναι όμως το πώς δε θα είμαστε υπερβολικά εξαρτημένοι από συγκεκριμένους παρόχους», δήλωσε σχετικά ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εσωτερικών. Η πρώην καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ, παρά την πίεση των ΗΠΑ και την αντίθετη στάση των ευρωπαίων εταίρων της, παρέμεινε πιστή στην αρχή της «αλλαγής μέσω εμπορίου» και επέτρεψε στη Huawei συμμετοχή (59%) στο γερμανικό δίκτυο. Αγνόησε τις προειδοποιήσεις περί κινδύνου κατασκοπίας και υπερβολικής επιρροής του Πεκίνου στις ευρωπαϊκές τηλεπικοινωνίες, για να βρεθεί τώρα η Γερμανία ενώπιον δύσκολων αποφάσεων.
Η Ανναλένα Μπέρμποκ ζήτησε πλέον από τους γερμανούς επιχειρηματίες να εγκαταλείψουν το δόγμα business first και να αναλογιστούν τις μακροπρόθεσμες συνέπειες των επιλογών τους. «Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να εξαρτηθούμε ξανά από χώρες που δεν συμμερίζονται τις αρχές μας», δήλωσε, ενώ επιδιώκει ακόμη και την επιβολή αντικινήτρων για γερμανικές επενδύσεις στην Κίνα και δεν κρύβει πια την ανησυχία της για τα σχέδια του Πεκίνου και για την ακόμη πιο απολυταρχική στροφή της ηγεσίας του.
Αν ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ αποφάσιζε να να επιτεθεί στην Ταϊβάν, οι κυρώσεις που θα επιβάλουν οι ΗΠΑ – απαιτώντας ασφαλώς τη συμπαράσταση των συμμάχων τους – θα κλονίσουν τη γερμανική οικονομία πολύ βαθύτερα από ό,τι οι συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία.
Η εξάρτηση της Γερμανίας από τη Ρωσία περιοριζόταν στην ενέργεια, ενώ οι συναλλαγές με την Κίνα περιλαμβάνουν πολύ ευρύτερο φάσμα: βιομηχανικά προϊόντα, λίθιο, κοβάλτιο, σπάνιες γαίες απαραίτητες για την ενεργειακή μετάβαση της Γερμανίας.
Η Κίνα είναι σήμερα ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας εκτός Ευρώπης, με τις επενδύσεις γερμανικών εταιριών να βρίσκονται σε ύψος-ρεκόρ. Το ίδιο ισχύει για τις εισαγωγές από την Κίνα και το γερμανικό έλλειμμα τρεχουσών εμπορικών συναλλαγών, που βρίσκεται στα 84 δισεκατομμύρια ευρώ.
Το 2021 οι γερμανοκινεζικές συναλλαγές έφθασαν τα 298 δισεκατομμύρια ευρώ, αυξημένες κατά 21% από το 2020.Οι γερμανοί βιομήχανοι δεν θέλουν ούτε να ακούν συγκρίσεις της Κίνας με τη Ρωσία. Ο διευθύνων σύμβουλος της Volkswagen Χέρμπερτ Ντις πανηγύρισε την «επανεκλογή» του προέδρου Σι, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι υπό την ηγεσία του, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας θα συνεχίσει «το άνοιγμά του» και τη «θετική ανάπτυξη του αξιακού του συστήματος». «Η παρουσία της Volkswagen στην Κίνα θα συνεισφέρει σε αυτή την αλλαγή», πρόσθεσε. Το μυαλό του ήταν προφανώς στο γεγονός ότι πάνω από το 40% του παγκόσμιου τζίρου της εταιρίας του έρχεται από την κινεζική αγορά. Κάπως έτσι είναι επίσης η κατάσταση στην BASF, η οποία ετοιμάζεται να επενδύσει 10 δισεκατομμύρια ευρώ σε νέο εργοστάσιο στη νότια Κίνα, αποεπενδύοντας ταυτόχρονα στη Γερμανία.
«Μη βάζετε όλα τα καρπούζια σας στην ίδια μασχάλη», προειδοποίησε ο Όλαφ Σολτς, αλλά αφού είχε επιτρέψει την είσοδο της κρατικής κινεζικής Cosco στον εμπορευματικό σταθμό του λιμανιού του Αμβούργου – παρά τις αντιδράσεις των κυβερνητικών του εταίρων. Η πολυδιαφημισμένη Zeitenwende («αλλαγή εποχής») του κ. Σολτς έχει αστερίσκους…Ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος πάντως, σε αντίθεση προς την προκάτοχό του, δείχνει πλέον να αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα της εξασφάλισης εναλλακτικών εταίρων. Τους τελευταίους μήνες έχει επισκεφθεί τη νοτιοανατολική Ασία, την Ιαπωνία, την Ινδία, ενώ ετοιμάζεται να μεταβεί εκ νέου στο Τόκιο. Οι επαφές του φαίνονται να αποδίδουν: τον Ιανουάριο η ινδική κυβέρνηση έδωσε στη Siemens τη μεγαλύτερη σιδηροδρομική παραγγελία στην ιστορία της – 1.200 μηχανές έναντι τριών δισεκατομμυρίων ευρώ.
Πόσο εξαρτημένη είναι πραγματικά η Γερμανία;
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Γερμανικής Οικονομίας IW, η γερμανική οικονομία αύξησε περαιτέρω με απευθείας επενδύσεις την εξάρτησή της από την Κίνα το πρώτο εξάμηνο του 2022, ενώ ταυτόχρονα μείωσε σημαντικά τις εξαγωγές της στην κινεζική αγορά. «Η γερμανική οικονομία εξαρτάται από την Κίνα πολύ περισσότερο από ό,τι η κινεζική από τη Γερμανία», υποστηρίζει ο συντάκτης της έρευνας Γιούργκεν Μάτες και προειδοποιεί ότι αυτή η εξάρτηση συνιστά γεωπολιτικό πρόβλημα, αν υπολογίσει κανείς τη στάση του Πεκίνου στον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία. «Παρ’ όλους τους κινδύνους, η οικονομική αλληλεξάρτηση με την Κίνα κινήθηκε το 2022 προς τη λάθος κατεύθυνση με τρομακτικούς ρυθμούς», προσθέτει ο κ. Μάτες. Οι επενδύσεις γερμανών επιχειρηματιών στην Κίνα έφθασαν το πρώτο εξάμηνο του 2022 στα 10 δισεκατομμύρια ευρώ, καταγράφοντας νέο ρεκόρ.
Ακόμη και ο φιλελεύθερος (FDP) υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ δε βλέπει με καλό μάτι το έλλειμμα στο ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών. «Επικίνδυνη εξέλιξη: το έλλειμμα διπλασιάστηκε το 2022. Πρέπει να μάθουμε από τα λάθη μας με τη Ρωσία. Η Γερμανία πρέπει επειγόντως να αναθεωρήσει και να εστιάσει σε περισσότερο ελεύθερο εμπόριο με εταίρους που συμμερίζονται τις αρχές και τις αξίες μας», έγραψε πριν από λίγες εβδομάδες στο Τwitter ο κ. Λίντνερ. Δεν είναι τυχαίο ότι στις ΗΠΑ πολλοί θεωρούν ότι η εξάρτηση από την Κίνα δεν θα επιτρέψει ποτέ στη Γερμανία να φέρει το Πεκίνο σε δύσκολη θέση για τα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, τη βιομηχανική κατασκοπία.
Παρά το εύρος και το βάθος των εμπορικών σχέσεων με την Κίνα, πολλοί αναλυτές επιμένουν ότι η εξάρτηση της Γερμανίας είναι πολύ πιο περιορισμένη από ό,τι γενικά πιστεύεται. «Η Κίνα είναι σημαντικός εταίρος ως αγορά εξαγωγών, αλλά όχι τόσο όσο πιστεύει ο κόσμος. Οι ΗΠΑ είναι πολύ σημαντικότερος εταίρος για τους γερμανούς εξαγωγείς», υποστηρίζει στο Reuters ο Μαξ Τσένγκλαϊν, επικεφαλής οικονομολόγος του Ινστιτούτου Κινεζικών Σπουδών Mercator.
Στο ίδιο πνεύμα, ο ερευνητής του Foreign Policy DIIS Λουκ Πάτεϊ αναλύει ότι η Γερμανία δεν είναι εξαρτημένη σε κρίσιμο βαθμό από καμία οικονομία εκτός Ευρώπης. Επιπλέον, περίπου 16 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στην Κίνα εξαρτώνται ευθέως από τους ευρωπαίους καταναλωτές. Ο κ. Πάτεϊ εκτιμά μάλιστα ότι το αφήγημα της υπερβολικής εξάρτησης προωθείται από τις γερμανικές μεγάλες επιχειρήσεις, που θέλουν να αποτρέψουν οποιοδήποτε στρατηγικό «πάγωμα» από την πλευρά του Βερολίνου.
«Η συζήτηση περί εξάρτησης είναι εντελώς υπερβολική, διότι υπάρχουν πολλά που μπορούμε να κάνουμε. Όπως συμβαίνει με κάθε εμπορική σχέση, η συνεργασία με την Κίνα πρέπει να συμπεριλαμβάνει τη διαχείριση κινδύνων», δηλώνει ο Γιεργκ Βούτκε, επικεφαλής του Εμπορικού Επιμελητηρίου της ΕΕ στην Κίνα – και αντιπρόσωπος της BASF στη χώρα -, υπενθυμίζοντας ότι και η κινεζική οικονομία εξαρτάται σημαντικά από τη γερμανική αγορά.
Κανείς δεν εισηγείται σήμερα στον καγκελάριο να κόψει κάθε επικοινωνία με το Πεκίνο, ή να ακολουθήσει τακτική ριζικής αποδέσμευσης από την κινεζική αγορά. Αυτό που αναδεικνύεται ωστόσο εντονότερα από ποτέ είναι η ανάγκη το Βερολίνο να διαχωρίσει τα εθνικά συμφέροντα από τα… ειδικά και να δράσει με ιεραρχικά κριτήρια πέραν των οικονομικών. Να αναζητήσει εναλλακτικούς εταίρους για τις κρίσιμες υποδομές, τις σπάνιες γαίες, τα φαρμακευτικά προϊόντα. Και να συνειδητοποιήσει ότι σήμερα η ειρήνη εξασφαλίζεται περισσότερο με την ισχύ, παρά με το εμπόριο.